Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

Η πρόληψη της τοξικομανίας ως διακύβευμα της νεωτερικότητας

Το άρθρο  προσπαθεί  να δείξει  πως η πρόληψη της τοξικομανίας καθίσταται ένα προνομιακό πεδίο, ένας μηχανισμός άσκησης ελέγχου των νέων και μέσω αυτών της οικογένειας και του γενικότερου πληθυσμού. Επιχειρεί, επίσης, να καταστήσει κατανοητό πως δημιουργείται ένα τρίγωνο, όπου ο κυρίαρχος λόγος συναντάται με τις ναρκωτικές ουσίες και το νεανικό πληθυσμό, με στόχο την κοινωνικοποίηση και χειραγώγηση της συμπεριφοράς. Τέλος να συνδέσει το νόημα της τοξικομανίας με την αυτοποιητική διάσταση κατασκευής του εαυτού και να κατευθύνει την «πρόληψη» στην κατεύθυνση της δημιουργίας μιας αναστοχαστικά οργανωμένης αφήγησης του εαυτού και της κοινότητας.

Για τα ευεργετήματα και τη σκοπιμότητα της πρόληψης κατά των ναρκωτικών ουσιών έχουν γραφτεί πολλά. Διατηρώντας ζωντανή την ουσία της παρέμβασης των προγραμμάτων πρόληψης και κατανοώντας τις δυνατότητες που δίνει σε ομάδες του πληθυσμού, στο παρόν άρθρο επιχειρείται μια διαφορετική ανάγνωση της σκοπιμότητας της πρόληψης. Πιο συγκεκριμένα σκοπός αυτού του κειμένου είναι να εξεταστεί πώς ο δυτικός κόσμος εγκαθιδρύει «λόγους αλήθειας» και σημασιοδοτεί έννοιες, όπως η τοξικομανία. Να αναγνωστεί πως διαμέσου του προσδιορισμού της τοξικομανίας (ή/και του φόβου της τοξικομανίας) και του αποκλεισμού της στο κοινωνικό περιθώριο, επιχειρείται η υποβολή της κανονικής συμπεριφοράς, και ιδιαιτέρως της συμπεριφοράς των παιδιών, σε ένα καθεστώς πειθαρχίας και «ομαλοποίησης». Και, τέλος, προτείνει να εγκολπωθούν οι διαδικασίες πρόληψης στο επίπεδο της θεσμικής αναστοχαστικότητας, της συγκρότησης της ταυτότητας και της αυτοαναφορικότητας των συστημάτων.
Η προσπάθεια να διατυπωθεί ένας «νέος» κοινωνιολογικός λόγος σχετικά με την τοξικομανία εκφράζεται κυρίως με τη διατύπωση μιας κριτικής των κλασσικών θεωριών της τοξικομανίας και με τη μετατόπιση από τη βιολογική στην κοινωνική θεώρησή της. Με την απομάκρυνση από το βιολογικό ερμηνευτικό σχήμα η τοξικομανία, τοποθετείται και ερμηνεύεται στο εκάστοτε κοινωνικό/πολιτιστικό πλαίσιο.
     Υπό αυτό το πρίσμα, η «τοξικομανία» νοείται ως δημιούργημα των κοινωνιών. Αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της κοινωνικής δομής, υφίσταται τις συνέπειες των συντελούμενων κοινωνικών μεταβολών και διαφοροποιείται ως προς το χρόνο και τον τόπο αλλά και ως προς μεταβλητές όπως η κοινωνική τάξη, το φύλο, η εθνότητα κ.λπ. Δεν συνίσταται ως βιολογική κατηγορία αλλά προσδιορίζεται με τους ίδιους όρους με τους οποίους κατανοούνται οι υπόλοιπες πολιτισμικές ενότητες.
     Η διάσταση της κοινωνικής επινόησης στη μελέτη της τοξικομανίας φέρνει στο προσκήνιο τις κοινωνικές διεργασίες που οδήγησαν στην ταξινόμηση ατόμων με συγκεκριμένα κοινά χαρακτηριστικά σε μια κοινωνική κατηγορία, τους «καταναλωτές»-χρήστες ναρκωτικών ουσιών, και την εγκατάσταση κοινωνικών συνόρων μεταξύ κανονικής και «παρεκκλίνουσας» συμπεριφοράς, καθώς και στην επικείμενη μεταφορά της χρήσης ναρκωτικών ουσιών από το κέντρο της κοινωνίας στο περιθώριό της. Γεγονός που, αφενός, σηματοδοτήθηκε από τις νέες κοινωνικοπολιτισμικές και οικονομικές δομές της νεωτερικότητας και αφετέρου συμβολοποίησε με ακραίο τρόπο τα φαινόμενα κοινωνικής αλλοτρίωσης που τη χαρακτηρίζουν.
Στο πλαίσιο αυτό η τοξικομανία, ως παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, στοιχειοθετεί τον όρο της «επικινδυνότητας», η οποία χαρακτηρίζει εν γένει τους πληθυσμούς που ξεφεύγουν από την κανονικότητα, αλλά παραδόξως και μια ιδιαίτερη πληθυσμιακή ομάδα, αυτή των παιδιών και των νέων, που θεωρείται εν δυνάμει παραβατική και επικίνδυνη. Γύρω από την «επικινδυνότητα» της παιδικής ηλικίας οργανώνεται ένα δίκτυο παρεμβάσεων, από το κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό και επιστημονικό κατεστημένο, με κύριο στόχο την κοινωνικοποίηση και, ειδικότερα, την άσκηση ελέγχου της συμπεριφοράς[1]. Ο κίνδυνος της τοξικομανίας συνιστά ένα προνομιακό πεδίο που μπορεί να λειτουργήσει ως ένα άλλοθι (σαφώς και με τις πραγματικές επικίνδυνές του διαστάσεις) για μια παρέμβαση στο επίπεδο της οργάνωσης της προσωπικότητας. Δεν είναι τυχαίο που τα κέντρα αγωγής υγείας ή οι σχολές γονέων επικαλύπτουν τις δραστηριότητές τους υπό την σκέπη της τοξικομανίας. Εξού και η ονοματολογία τους ως κέντρα πρόληψης κατά των ναρκωτικών.
Η επικινδυνότητα της τοξικομανίας (και ο φόβος της τοξικομανίας) ευνόησαν την ανάπτυξη μιας πλούσιας μυθολογίας που αλλοιώνει δραματικά την πραγματικότητα προσφέροντας αναίτιες ανησυχίες και πλασματικούς εφησυχασμούς στην ευρύτερη κοινωνική ομάδα. Έτσι, όχι μόνο οι τοξικομανείς, αλλά και ο φόβος της τοξικομανίας ή η δαιμονοποίηση των ναρκωτικών ουσιών,  σε ένα συμβολικό και πραγματικό επίπεδο, εξυπηρετούν την κοινωνική συνοχή. Ο δε φόβος της τοξικομανίας συνυφασμένος με το αίσθημα της απειλής και την ανάγκη προστασίας από αυτόν, γεννά σημαντικά επιστημολογικά και ιδεολογικά προβλήματα που καθιστούν αμφιλεγόμενη τη χρήση του, σε βαθμό αντίστοιχο με την ίδια την τοξικομανία. Το πολιτικό «παιχνίδι», η επιστημονική αυθαιρεσία και η ενδεχόμενη άσκηση κοινωνικού ελέγχου συνιστούν τα θεμελιώδη προβλήματα που τη συνοδεύουν στις πιο ακραίες της εκφάνσεις. Επιπλέον, ενισχύεται εκείνη η ιδεολογική λειτουργία του συστήματος (πολιτικού, ποινικού, ψυχιατρικού κλπ), που εκφράζεται με τη δραματοποίηση του λόγου περί της τοξικομανίας και του τοξικομανή, έτσι ώστε το κοινό να προσλαμβάνει τη συμμόρφωση και την «επιμόρφωση» σαν προστατευτική δομή. Ενισχύεται, έτσι, η αντίληψη ότι ο κοινωνικός έλεγχος προάγει και εξελίσσει την κοινωνία.
Θα λέγαμε, επομένως, πως, επειδή η κάθε κοινωνία μοιάζει να κινητοποιείται από τη διαφορά, οι σύγχρονες κοινωνίες κινητοποιούνται από το περιθώριο (τη διαφορά στην κουλτούρα) που οι ίδιες δημιουργούν αποβάλλοντας τα ακανόνιστα συμπεριφορικά σχήματα. Έτσι, ως προς την θεραπευτική παρέμβαση, η τοξικομανία δίνει τη λαβή να αναπτυχθεί ο κυρίαρχος επιστημονικός λόγος της ορθολογικότητας (ιατρικοποίηση) με κυριότερο συμφραζόμενο την αναπαραγωγή του κυρίαρχου κοινωνικού patterns, αυτό του Θύματος – Σωτήρα. Και σε επίπεδο πρόληψης της τοξικομανίας νομιμοποιεί την άσκηση ελέγχου της συμπεριφοράς και χειραγώγησης του πληθυσμού, μέσα από την σφαίρα του φόβου της τοξικομανίας.
Υπό των νέων αυτών μορφών κηδεμονίας, σύμφωνα με τη σκέψη του Michel Foucault, η συμπεριφορά του παιδιού φεύγει από την ιδιωτική σφαίρα και γίνεται αντικείμενο δημόσιας διαχείρισης και ρύθμισης. Ο λόγος που αρθρώνεται γύρω από αυτή φεύγει από τα αποκλειστικά όρια της ηθικής και περιβάλλεται με όρους ορθολογικότητας. Κατά αυτήν την έννοια η δημόσια επιτήρηση δεν αποβλέπει, αποκλειστικά, στην απαγόρευση ή στην αποφυγή της ναρκωτικής ουσίας, αλλά στη ρύθμιση και, μέσω αυτής, στον έλεγχο της συμπεριφοράς του ατόμου.
Σύμφωνα με την «υπόθεση της καταστολής»[2] του Φουκώ, οι μοντέρνοι θεσμοί μάς υποχρεώνουν να πληρώσουμε ένα τίμημα για τα οφέλη που μας προσφέρουν, μέσω της αυξανόμενης καταστολής. Πολιτισμός σημαίνει πειθαρχία, και η πειθαρχία με τη σειρά της υπονοεί  τον έλεγχο των εσωτερικών ενορμήσεων, έλεγχος ο οποίος πρέπει [1]να εσωτερικευθεί για να είναι αποτελεσματικός.
Το νέο καθεστώς κοινωνικού ελέγχου μέσω της επιτήρησης, δημιούργησε νέες θεσμικές δομές εξουσίας και ελέγχου και νέες μορφές γνώσης, που συνέβαλαν στην εδραίωση αυτής της εσωτερίκευσης, καθώς και στην εμπέδωση των νέων θεσμών μεταξύ των οποίων και οι θεσμοί πρόληψης, οι οποίοι συνθέτουν ένα σύνολο κοινωνικών ελέγχων που περνούν από το φίλτρο τους τη συμπεριφορά των παιδιών αναλαμβάνοντας να προστατεύσουν, να διαχωρίσουν, να προλάβουν, να θεραπεύσουν.
     Αν σκεφτούμε τον παιδοκεντρικό χαρακτήρα της ελληνικής οικογένειας, σε συνδυασμό ότι αυτή συνιστά το κατεξοχήν ιδιωτικό πεδίο παρέμβασης, μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η αναπαραγωγή του υφιστάμενου κοινωνικού μοντέλου, μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε την επικέντρωση στον έλεγχο της συμπεριφοράς των παιδιών.
Γίνεται φανερό από τα παραπάνω ότι οι κοινωνικές αναπαραστάσεις και η στάση του κοινού απέναντι στο φαινόμενο της τοξικομανίας δεν προσδιορίζεται από την αντικειμενική πραγματικότητα ή από την απήχηση μιας προσωπικής εμπειρίας. Οι περισσότεροι από εμάς, ή μέλη της οικογένειά μας – κυρίως τα παιδιά μας - δεν θα έχουν ποτέ την άμεση προσωπική εμπειρία της τοξικομανίας. Ωστόσο είναι κυρίαρχη η αίσθηση ότι είμαστε εκτεθειμένοι σε αυτό που δεν θα βιώσουμε ποτέ.
Αναμφίβολα, επίσης, οι περισσότεροι γονείς δεν νιώθουν την ανάγκη μιας ειδικής εκπαίδευσης που θα προλάβει ανεπιθύμητα γεγονότα στην εξέλιξη της ζωής του παιδιού τους. Η πλειονότητα του πληθυσμού μεγαλώνει τα παιδιά χωρίς έντονα προβλήματα, σημάδι κάποιας συναισθηματικής ωριμότητας και αντίστοιχης ικανότητας μεταφοράς της αγωγής στα παιδιά. Προσφέρουν, δηλαδή, στο παιδί ένα ασφαλές περιβάλλον ανάπτυξης που είναι δυνατόν να διαταραχθεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ατυχών τραυματικών εμπειριών ή δραματοποιήσεων.
Πρόκειται, επομένως, για μια κατασκευασμένη μυθοπλαστική απειλή που δεν προσδιορίζεται από τα δεδομένα της πραγματικότητας αλλά από τα δεδομένα μιας φανταστικής τάξης πραγμάτων. Ο μύθος γίνεται σχεδόν πιο πραγματικός από την ίδια την πραγματικότητα.
Ποιο είναι όμως το σημείο εκείνο που επιτρέπει στον κυρίαρχο λόγο να δημιουργεί μηχανισμούς επίβλεψης και επιτήρησης, οι οποίοι μάλιστα σε ένα ακατέργαστο επίπεδο, όχι μόνο να μην ενοχλούν την κοινωνική συνείδηση, αλλά να της είναι αναγκαία; Ο Φόβος.
Ο φόβος ως έκφραση των σύγχρονων κοινωνιών έχει καταστεί ένα από τα δομικά τους στοιχεία και αποτελεί μια βαθύτατη έκφραση της πολύπλευρης κρίσης τους. Η κυριαρχία του φόβου μπορεί να διαπιστωθεί στις διάφορες εκδηλώσεις της ζωής μας. Φόβος από τη συνεχώς διογκούμενη οικονομική αβεβαιότητα. Φόβος για το παρόν και το μέλλον της ύπαρξης. Φόβος των επιδημιών και των ανίατων ασθενειών της σύγχρονης εποχής. Φόβος για την επαφή με το συνάνθρωπο, για την ανάπτυξη συλλογικοτήτων, για την άρση της απομόνωσης και τη διάρρηξη της εσωτερικής και της κοινωνικής συνοχής. Φόβος να αισθανθούμε, να νιώσουμε. Φόβος δίχως αίτια, που οδηγεί σε φοβικές κοινωνίες, έξαρση του παραλογισμού, εμφάνιση πολιτισμικών προτύπων δογματικού χαρακτήρα και διάρρηξη της βιογραφικής συνέχειας του ανθρώπου. Η βιογραφική ασυνέχεια που δημιουργεί ο φόβος, επιχειρείται να αποκατασταθεί από ορισμένα άτομα, μέσω της συμβολοποίησης των ναρκωτικών, στην περίπτωση που αυτά χρησιμοποιούνται ως μέσο που μάχεται τον θάνατο, τον κομφορμισμό και νοηματοδοτεί την ύπαρξη.
Ο φόβος της τοξικομανίας, ο φόβος για τον τοξικομανή, ο κοινωνικός συμβολισμός και τα νοήματα με τα οποία επενδύεται η τοξικομανία και η διάχυση και αναπαραγωγή αυτών των φόβων, κυρίως, από τα ΜΜΕ, αποδεικνύουν τα παραπάνω.
Η μεγέθυνση του φόβου μπροστά  στο επικείμενο κακό της τοξικομανίας είναι, λοιπόν, κριτήριο της αδράνειας. Ο φόβος κινεί τα νήματα: φοβόμαστε την αποτυχία των παιδιών μας και τα φορτώνουμε με ποικίλες δραστηριότητες και υποχρεώσεις που τελικά οδηγούν σε αποτυχία ολοκλήρωσης της ταυτότητας του παιδιού. Ο φόβος των κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένα τα παιδιά μάς κάνουν όλο και περισσότερο υπερπροστατευτικούς. Σε αυτό το πλαίσιο εξέλιξης τα παιδιά ασφυκτιούν και δεν έχουν περιθώρια προσωπικών επιλογών. Ο δε φόβος του αποχαιρετισμού τους κρατά για πάντα παιδιά.
Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι η οικογένεια αναπαράγει πιστά το σύστημα – του κυρίαρχου λόγου – δημιουργώντας ένα πλαίσιο διαπαιδαγώγησης στηριζόμενο στη συνεχή επιτήρηση. Στο πλαίσιο αυτό η τοξικομανία – ως σύμπτωμα δυσλειτουργίας της κοινωνίας – εξυπηρετεί την εδραίωση της κατατεστημένης τάξης και όχι την διεργασιακή εξέλιξη της κοινωνίας.
Ωστόσο, η εξουσία είναι ένα φαινόμενο που κινητοποιεί και δεν θέτει μόνο όρια. Και αυτοί που υπόκεινται στην πειθαρχική εξουσία δεν είναι απαραίτητα πειθήνιοι στις αντιδράσεις τους προς αυτήν. Κατά συνέπεια, η εξουσία μπορεί να γίνει ένα όργανο που προωθεί την εξέλιξη, με αμφίδρομο τρόπο. Η τοξικομανία δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή απλώς ως μια ορμή που πρέπει να τη συγκρατήσουν οι κοινωνικές δυνάμεις. Αποκρυσταλλώνει, επίσης, ένα ιδιαίτερα έντονο μεταβατικό σημείο για τις σχέσεις εξουσίας, μεταφέρει μηνύματα που δεν μπορούν αλλιώς να κωδικοποιηθούν και ενέχει ένα στοιχείο ανατροπής.
Η τοξικομανία δεν είναι απλά ένα σύνολο από βιολογικές ανάγκες που είτε ικανοποιούνται είτε όχι, αλλά μια κοινωνική κατασκευή που λειτουργεί στο πεδίο της εξουσίας. Είναι μέρος μιας «μεγάλης αφήγησης» που αντικατέστησε την αρχαιότερη παράδοση της συλλογικής χρήσης ουσιών για κοινωνικοποιητικούς λόγους και διαμορφώθηκε ως μέρος μιας προοδευτικής διαφοροποίησης της χρήσης από τις απαιτήσεις της κοινωνικοποιητικής διεργασίας.
Χωρίς, επομένως, να αρνιόμαστε τη σύνδεση του φαινομένου της πρόληψης της τοξικομανίας με την εξουσία, θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε, σύμφωνα με τις θέσεις του Giddens[3], περισσότερο ως κάτι που άπτεται της «θεσμικής αναστοχαστικότητας» και που βρίσκεται μόνιμα σε κίνηση. Είναι θεσμικό, γιατί τείνει να αποτελεί βασικό προβληματισμό των κοινωνιών στο μοντέρνο περιβάλλον. Είναι αναστοχαστικό με την έννοια ότι οι όροι που εισάγονται για να περιγράψουν την κοινωνική ζωή, τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών και την «ομαλή» εξέλιξή τους, συνήθως εισέρχονται σε αυτήν και τη μεταβάλλουν – όχι σαν μια μηχανική διαδικασία, ούτε απαραίτητα με έναν ελεγχόμενο τρόπο, αλλά γιατί ενσωματώνεται στο πλαίσιο δράσης που υιοθετούν άτομα και ομάδες. Επιπροσθέτως, ως μεταβατικό γεγονός, προσπαθεί να συστήσει ένα σκηνικό μεταβολής, που της προσδίδει ένα διεργασιακό και αναστοχαστικό χαρακτήρα.
Επίσης, η τοξικομανία έχει σχέση με το περίγραμμα της ανάπτυξης και της συγκρότησης της ταυτότητας στις μοντέρνες κοινωνίες. Σήμερα ο εαυτός είναι για όλους ένα αναστοχαστικό σχέδιο – μια λιγότερο ή περισσότερο διαρκής διερεύνηση του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, που στην περίπτωση της τοξικομανίας υφέρπετε στο παράδοξο σχέδιο ανάπτυξης και αυτονόμησης του εαυτού που εγκλωβίζει τους τοξικομανείς σε χαμηλά επίπεδα ωριμότητας.
Αυτό που ισχύει για τον εαυτό ισχύει και για το σώμα. Το σώμα, ως οντότητα και μέσο έκφρασης, αναδείχθηκε ως αντικείμενο λατρείας και προστασίας και μερικές φορές κακοποίησης, ακρωτηριασμού ή στέρησης στο όνομα υψηλών ιδανικών ή ενός ατομικού σκοπού (νοήματος ζωής) – όπως επισυμβαίνει στην τοξικομανία. Από τη μια το σώμα γίνεται επίκεντρο μιας διαχειριστικής εξουσίας. Αλλά περισσότερο από αυτό, γίνεται ένας φορέας  της ατομικής ταυτότητας και σταδιακά ενσωματώνεται στις αποφάσεις που παίρνει το άτομο σχετικά με τον τρόπο ζωής του. Ο τοξικομανής απονεκρωμένος συναισθηματικά, έχει ως μόνο μέσο επικοινωνίας το σώμα του, στις πληγές του οποίου κωδικοποιεί την αντίθεση, το θυμό, τον πόνο και την απόγνωσή του.
Υπό τις παραπάνω παραδοχές συγκλίνουμε ότι εδώ έγκειται η σημασία της πρόληψης ως παρέμβασης στο κοινωνικό σώμα: δεν προτάσσει ένα γενικό μοντέλο ανάπτυξης και κοινωνικοποίησης του παιδιού – κάτι που αναπαράγει και προάγει τον κυρίαρχο λόγο – αλλά παρεμβαίνει αναστοχαστικά, πέρα από την κοινωνική ηθικολογία και την επιστημονική αυθεντία, ενισχύοντας την ελεύθερη βούληση των συμμετεχόντων και τη συλλογικότητα.
Στόχος της «πρόληψης» είναι η ενίσχυση της διαφορετικότητας και όχι η μαζοποίηση του ατόμου, υπό το καθεστώς των κυρίαρχων προτύπων. Η ενίσχυση της προσωπικής βούλησης και της άρσης του αδιέξοδου φόβου. Η ποιοτική αναβάθμιση της καθημερινότητας και η εξύψωση του πνεύματος. Η πολιτική διεύρυνση του ατόμου και κοινωνική του ευημερία. Στόχοι που παραπέμπουν περισσότερο σε ανατροπές των υφιστάμενων κοινωνικών δομών και όχι σε θεσμικές αναθεωρήσεις.
Ωστόσο σε θεσμικό επίπεδο οι φορείς πρόληψης (φορείς κοινωνικοποίησης και εξειδικευμένα κέντρα) μπορούν να αναπτύσσονται ως σύνδεσμοι του ατόμου με τα υπερσυστήματα στα οποία ανήκει και να αποτελέσουν ένα μοντέλο «αυτοποιούμενων οργανισμών» με στόχο να διαμορφώσουν ένα ρόλο ως «καταλύτες αυτονόμησης και αλληλεξάρτησης» μελών της κοινότητας[4].
Για να εξελίσσεται ο άνθρωπος χρειάζεται να επεξεργάζεται τα εξωτερικά ερεθίσματα. Για να το πετύχει αυτό χρειάζεται ένα πλαίσιο. Παραδείγματος χάρη οι τραυματικές και δυσάρεστες εμπειρίες χρειάζονται ένα πλαίσιο για να αποκτήσουν δημιουργικό χαρακτήρα. Αυτό, λοιπόν, που προάγει την εξέλιξη του ανθρώπου σε ανώτερα στάδια ωριμότητας είναι το πλαίσιο. Η έννοια του πλαισίου δεν είναι ένα επιστημονικό κατασκεύασμα. Είναι μια φυσική διαδικασία. Διέπεται από δύο έννοιες τόσο κοντινές, όσο και μακρινές: από το συγκεκριμένο (την επιβίωση) ως το άπειρο (την εξέλιξη). Για να μπορέσει ο άνθρωπος να συγκλίνει αυτές τις δύο έννοιες είχε πάντα ανάγκη από διαμεσολαβήσεις της θρησκείας, της τέχνης, της επιστήμης, της μεταφυσικής, κ.α. Οι παραπάνω διαμεσολαβήσεις προϋποθέτουν την ικανότητα του ανθρώπου να δημιουργεί ομάδες και να νιώθει μέλος ενός συστήματος. Το πιο ασφαλές, οικείο σύστημα/πλαίσιο θα μπορούσαμε να το ορίσουμε ως μια μικρή ομάδα ανθρώπων που επεξεργάζεται τις πληροφορίες και λειτουργεί με την αξία της συνεργασίας. Αποτελεί μια κυτταρική διάσταση της ανθρώπινης κοινότητας με ενδιάμεσο χαρακτήρα, δίχως την οποία δεν νοείται ανάπτυξη. Στη σημερινή πραγματικότητα διαπιστώνουμε την κατάργηση των ενδιάμεσων κρίκων, μεταξύ του ατόμου και των ευρύτερων υπερσυστημάτων που αυτό ανήκει, στα διαδοχικά συστήματα αναζήτησης βοήθειας.
Στόχος της πρόληψης θα μπορούσε, λοιπόν, να είναι η επαναφορά αυτών των ενδιάμεσων κρίκων, της σφιχτής ραχοκοκαλιάς που μπορεί να δέσει και να στηρίξει την κοινωνία. Και να επιτρέψει την αυτορύθμιση του εαυτού και των ανθρώπινων σχέσεων, μέσα από ένα πλέγμα αρχών που επιτρέπουν τη συνεξέλιξη, τη δυνατότητα δηλαδή να αναπτυσσόμαστε μέσα στις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Η πρόληψη, δηλαδή, δεν προτείνει λύσεις και δεν προτάσσει προπαρασκευασμένα πλαίσια αντιλήψεων που εγκλωβίζουν σε στεγανά τους ανθρώπους. Αντ’ αυτού προτείνει ένα πλαίσιο, εσωτερικού, διαπροσωπικού και διασυστημικού διαλόγου, έτσι ώστε να ενεργοποιούνται ισόμορφες διεργασίες σε πολλαπλά επίπεδα και ομάδες. Η πρόταση αυτή ενέχει στοιχεία από τον «παραδοσιακό» τρόπο σχετίζεσθαι, όπου παιδιά, έφηβοι και ενήλικες είναι σε άμεση ανταλλαγή, και σε αμφίδρομη σχέση με την κοινότητα και αποτελεί μέρος μιας εξελικτικής διεργασίας, όπου ο άνθρωπος είναι σε μια αμφίδρομη επικοινωνία μεταξύ των διαφόρων συστημάτων, όπου το ένα συν-διαμορφώνει το άλλο. Ως αντίδοτο, λοιπόν, στη διάρρηξη της επικοινωνίας μεταξύ των διαφόρων συστημάτων, η πρόληψη ξαναφέρνει με ένα σύγχρονο τρόπο σε άμεση ανταλλαγή τους ανθρώπους και τα συστήματα. Ο σύγχρονος αυτός τρόπος απαιτεί νέες συνάψεις, νέες συνθέσεις, νέα σχήματα, νέες μεταφορές και διαμεσολαβήσεις. Η τέχνη, παραδείγματος χάρη, σε διάφορες πτυχές της μπορεί να βοηθήσει σε αυτή την απόπειρα. Στην αφηγηματική της μορφή, μπορεί να εμφυσήσει νέους νοηματοδοτικούς πυλώνες, αναγεννώντας και αξιοποιώντας επάξια την παράδοση των παραμυθιών και των συλλογικών μύθων.
Εν κατακλείδι, θα λέγαμε πως η πρόληψη ενέχει ένα «θεραπευτικό» χαρακτήρα. Δεν αποτελεί μια γραμμική υπόθεση μεταβίβασης προτύπων και κανόνων συμπεριφοράς. Αλλά ένα πεδίο ανασύστασης και ανατροφοδότησης, ένα αφετηριακό σημείο που πυροδοτεί τη διεργασιακή ικανότητα του ανθρώπου να ανασυνθέτει τις εμπειρίες του και να συναλλάσσεται αμφίδρομα με το περιβάλλον του.











1.      J. Danzelot, Ο έλεγχος των παιδιών και της οικογένειας, στο Παιδική ηλικία, επιμ Μακρυνιώτη Δ. εκδ. Νήσος, Αθήνα, 2001.
2.      Michel Foucault, Επιτήρηση και Τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής, μετ. Καίτη Χατζηδήμου, Ιουλλιτέτα Ράλλη, εκδ. Κέδρος-Ράππα, Αθήνα, 1989, & Ιστορία της σεξουαλικότητας: Η μέριμνα για τον εαυτό μας, μετάφραση Γ. Κρητικός, εκδ. Κέδρος-Ράππα,Αθήνα, 1993.
3.      Α. Giddens, Η μεταμόρφωση της οικειότητας, εκδ. Ανθρώπων Σχέσεις, Πολύτροπον, Αθήνα, 2005.
  1. Μ. Πολέμη-Τοδούλου, Η συνομιλία της ομάδας πρόληψης με την κοινότητα: Αναπλαισίωση αναγκών και προκλήσεων, στα Πρακτικά 6ης Πανελλαδικής Συνάντησης Φορέων Πρόληψης της Χρήσης Εξαρτησιογόνων Ουσιών: «Η πρόληψη τόπος συνάντησης και συν-απάντησης», Λάρισα, 2005.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου