Ποια είναι τα
νήματα που διασυνδέουν τις δύο γενιές που βρίσκονται στις άκρες κάθε τρέχουσας
γενεαλογίας, δηλαδή τους ανήλικους εφήβους με τους ανθρώπους της τρίτης
ηλικίας; Μία πολύ ενδιαφέρουσα ελληνική μελέτη αποκαλύπτει τις συνδέσεις.
Περίληψη
Αρκετά συχνά τα τελευταία χρόνια έρχονται για συμβουλευτική υποστήριξη
άτομα που ανήκουν στην λεγόμενη τρίτη ηλικία. Οι λόγοι είναι πολύ και ποικίλουν
από την απλή παραπομπή τους από τον προσωπικό τους γιατρό για ένα σύμπτωμα που
ενδεχομένως να έχει ψυχολογικό υπόβαθρο, από την δυσκαμψία των σχέσεων με το
στενό τους οικογενειακό περιβάλλον, την αγωνία και τον φόβο του θανάτου και την
αντίστοιχη έγνοια τους να τακτοποιήσουν όλες τις «εκκρεμότητες», κ.ο.κ..
Οι ηλικιωμένοι άνθρωποι στον δυτικό κόσμο αποτελούν μια ειδική κατηγορία
ανθρώπων, η οποία υφίσταται έναν ιδιότυπο αποκλεισμό. Ο αποκλεισμός τους θα
μπορούσε συνειρμικά να ταυτιστεί με τον αντίστοιχο «αποκλεισμό» της έννοιας του
θανάτου από την ζωή. Σε μια εποχή που εργαλειοποιεί τον θάνατο και τον ταυτίζει
με την «αρρώστια» όσοι βρίσκονται ηλικιακά περισσότερο κοντά σε αυτόν
δαιμονοποιούνται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Παράλληλα οι σημερινοί έφηβοι όλο και περισσότερο ανήκουν στο φάσμα μιας
χαμένης γενιάς, η οποία ακροβατεί μεταξύ κοινωνικών, πολιτισμικών και
οικονομικών κρίσεων, αναζητώντας την δική της ταυτότητα και τα δικά της
νοήματα. Οι έφηβοι εκφράζοντας
κάθε φορά το νέο και δυναμικό κομμάτι μιας κοινωνίας -αυτό που επιχειρεί να
θέσει νέους κώδικες επικοινωνίας, να θέσει νέα οράματα και να εκφράσει τα
απραγματοποίητα όνειρα στο συλλογικό φαντασιακό του κοινωνικού σώματος-
βρίσκεται ενώπιον μιας αδιαμόρφωτης κουλτούρας αναφοράς που δεν τους συνέχει σε
ένα ενιαίο φαντασιακό ιδεώδες, αλλά σε ένα είδος περιθωριακής συνάθροισης, η
οποία μοιάζει με την κοινωνική απομόνωση που βιώνουν τα άτομα της τρίτης
ηλικίας.
Τόσο η εφηβεία, όσο και το γήρας, αντιμετωπίζονται αντίστοιχα με όρους
«διαταραχής» ή «ασθένειας» αποκτούν δηλαδή ψυχολογοποιημένες διαστάσεις (ως
φαινόμενα ψυχοπαθολογίας) και αποσυνδέονται από τις φυσικές βιολογικές,
κοινωνικές και πολιτισμικές τους ορίζουσες. Αυτές που εν τέλει θα επαναφέρουν
τις γενιές στο πεδίο της αλληλεπίδρασης, της αλληλεξάρτησης και της αρμονικής
επικοινωνίας.
Ωστόσο όλοι οι παραπάνω προβληματισμοί, με την προσθήκη της αναγκαιότητας
συνύπαρξης των γενεών ως ένα μεγαλειώδες δώρο ζωής, μας ώθησαν στην αναζήτηση
των νημάτων που διασυνδέουν αυτές τις δύο γενιές που βρίσκονται στις άκρες κάθε
τρέχουσας γενεαλογίας, δηλαδή τους ανήλικους εφήβους με τους ανθρώπους της
τρίτης ηλικίας.
Η σημασία της επικοινωνίας και η διαγενεακή κουλτούρα, καθώς και τα
προβλήματα που αναδύονται από την κοινωνική ένταξη και αλληλεπίδραση μεταξύ των
γενεών και πιο συγκεκριμένα των ηλικιωμένων με τους έφηβους, βρίσκεται στο
επίκεντρο της παρούσας ερευνητικής μελέτης. Στο πλαίσιο αυτής της αναζήτησης
πραγματοποιήσαμε στο ινστιτούτο συμβουλευτικής και ψυχοθεραπείας ΝΗΜΑ[1] μια
έρευνα μικρής κλίμακας για να ανιχνεύσουμε τα χαρακτηριστικά, τα προβλήματα και
τις δυνατότητες της αλληλεπίδρασής τους.
Πιο συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της ερευνητικής μας μελέτης θα παρουσιαστούν
τα αποτελέσματα μιας επιτόπιας έρευνας με βάση την νατουραλιστική παρατήρηση
όπου παρατηρούνται και μελετιούνται οι επικοινωνιακές ανάγκες των δύο παραπάνω
ηλικιακών ομάδων, καθώς και οι συνθήκες που αφενός προωθούν κι αφετέρου
εμποδίζουν την μεταξύ τους αλληλεπίδραση. Ο σκοπός της μελέτης είναι να
εντοπιστούν οι διαφορές, αλλά και οι ομοιότητες στα μοτίβα επικοινωνίας κι
ενδεχομένως μέσα από τα ευρήματα να προταθούν νέες μορφές λειτουργικής
αλληλεπίδρασης μεταξύ των γενεών.
Εισαγωγή
Η διαγενεακή μεταβίβαση των κοινωνικών και πολιτισμικών πόρων και η
συνακόλουθη διασύνδεση των γενεών έχει ιδιάζουσα σημασία για την ανάπτυξη των
κοινωνιών και την κοινωνική αναπαραγωγή. Στην Ελλάδα οι εξελίξεις στο πεδίο των
διαγενεακών σχέσεων της σύγχρονης εποχής μας οδηγούν σε δύο θεμελιώδη ζητήματα:
Το πρώτο είναι η μοναξιά που μπορεί να βιώνει η τρίτη ηλικία, η οποία υφίσταται
μια σχετική κοινωνική απομόνωση και το δεύτεροη διασύνδεση των γενεών και οι
αρμονικές σχέσεις μεταξύ τους ως ένα ζητούμενο που αναζητά τρόπους να
πραγματωθεί σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής. Από την εποχή της
οικονομικής κρίσης και την μετά πανδημική περίοδο το ζήτημα επανέρχεται στο
προσκήνιο με νέους όρους, ενώ παράλληλα η αυξανόμενη γήρανση του πληθυσμού της
Ελλάδας κάνει περισσότερο επιτακτική την πολιτική και κοινωνική ενεργοποίηση
στο ζήτημα της κοινωνικής συμπερίληψης των ατόμων μεγαλύτερων ηλικιών αναφορικά
με το ρόλο και την σημαντικότητα τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Οι ραγδαίες κοινωνικές αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών διαμόρφωσαν ένα νέο
πεδίο στις διαγενεακές σχέσεις, στο οποίο παρατηρούμε το φαινόμενο πως οι
γηραιότεροι νιώθουν σχεδόν αποκλεισμένοι από τις κάτω γενιές. Η σχέση απέκτησε
νέα γνωρίσματα και υποβάθμισε το ρόλο των παππούδων ως παιδοφύλακες ή στην
διαβαθμισμένη απόσταση, όπου και στις δύο μορφές το σύνηθες είναι η διαφορετική
οικεία διαμονής. Τα τελευταία χρόνια βέβαια, στην περίοδο της οικονομικής
κρίσης της δεκαετίας του 2010, παρατηρείτε μια στροφή, ίσως καταναγκαστική,
προς τη επανασύνδεση των γενεών, για οικονομικούς κυρίως λόγους. Όμως δεν έχουν
όλοι τα εργαλεία ώστε αυτή η σχέση να είναι λειτουργική. Υπάρχουν πολλές
εντάσεις που μάλλον πηγάζουν από τις διαφορετικές αντιλήψεις πάνω σε θέματα ρόλων
και διαπαιδαγώγησης των παιδιών. Οι παραπάνω συνθήκες διαγενεακής
αλληλεπίδρασης παρατηρούνται και σε ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο, δεδομένου πως
οι οικογενειακά μοτίβα διασύνδεσης των γενεών μεταφέρονται, αλλά και εκφράζουν
τη γενικότερη κουλτούρα των σχέσεων.
Οι ηλικιωμένοι που διασυνδέουν την οικογένεια και την κοινωνία με το
παρελθόν τους και οι νεαροί έφηβοι που αντιπροσωπεύουν το μέλλον τους, είναι
δύο συστήματα που δεν καταφέρνουν πάντα να επικοινωνήσουν, κυρίως γιατί λείπει
η γέφυρα της ενδιάμεσης γενιάς, με χαμένους σίγουρα και τους δύο, τους μεν
ηλικιωμένους γιατί απομονώνονται κοινωνικά και δε τους νεαρούς γιατί δεν
μπορούν να συνθέσουν μια συνεκτική και με νόημα αφήγηση για τις ρίζες τους και
γιατί χάνουν τη δυνατότητα να εμπνευστούν από μια γενιά που έζησε πολλά, έχει
μαζέψει μια τεράστια εμπειρία κι ένα πλούτο συναισθημάτων. Ο σκοπός της μελέτης
είναι να δώσει κάποιες απαντήσεις στο πως μπορεί να γίνει η σύγκλιση των
γενεών, να υπάρχει συνεχής ροή και ανατροφοδότηση της μιας από την άλλη και,
τελικά, τι έχει να δώσει και να πάρει ο καθένας από αυτή την αλληλεπίδραση;
Οι ηλικιακές διακρίσεις είναι μια μορφή ανισότητας που εξακολουθεί να
γίνεται αποδεκτή ως φυσιολογική και δικαιολογημένη και είναι προφανές ότι
απαιτούνται παρεμβάσεις για την ανάπτυξη κοινωνιών «φιλικών προς την τρίτη
ηλικία». Τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας συχνά θεωρούνται «βάρος» για την
κοινωνία, καθώς πολλοί από αυτούς αδυνατούν να εκτελέσουν καθημερινές
δραστηριότητες, αντιμετωπίζουν γνωστικές δυσκολίες ή σε κάθε περίπτωση, ακόμη
και αν είναι υγιείς, έχουν μια σειρά από ανάγκες που πρέπει να καλυφθούν.
Αυτή η κατάσταση και η απομόνωσή τους έχουν επιδεινωθεί κατά τη διάρκεια
της πανδημίας Covid-19: οι άνθρωποι μεγαλύτερων ηλικιών αισθάνονται μόνοι και
απομονωμένοι, υπάρχει μεγάλη ανάγκη για ανθρώπινη επαφή και αλληλεπίδραση με
άλλες ηλικιακές ομάδες μέσω διαγενεακών δραστηριοτήτων, τώρα περισσότερο από
ποτέ, για να αντικατασταθεί το στερεότυπο των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας ως
παθητικών και εξαρτημένων με θετικά μηνύματα συμπερίληψης.
Πράγματι, οι ανάγκες των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας εξαρτώνται από
ποικίλους παράγοντες και είναι διαφορετικές: η ανάγκη για κοινωνικοποίηση, για
ασφάλεια όσον αφορά την υγεία και τα οικονομικά, για εγγραμματισμό – ιδιαίτερα
ψηφιακό – για περιβάλλον φιλικό προς την ηλικία, για ψυχολογική υποστήριξη,
αισθητικές και πνευματικές ανάγκες κ.λπ. Ωστόσο, εκτός από αυτές τις ανάγκες
που πρέπει να καλυφθούν, αυτό που συχνά υποτιμάται είναι ότι τα άτομα
μεγαλύτερης ηλικίας μπορούν να αποτελέσουν έναν ανεκτίμητο πόρο για την
κοινωνία, δεδομένου ότι διαθέτουν υλικές και άυλες γνώσεις που μπορούν να
μεταβιβαστούν στις νεότερες γενιές υπό το πρίσμα του αμοιβαίου οφέλους όσον
αφορά τη συνεχή μάθηση και την κοινωνική συμπερίληψη.
Η εξειδικευμένη κατάρτιση αναφορικά με τις διαγενεακές δράσεις είναι εν
μέρει διαθέσιμη, αλλά δεν είναι πάντα προσβάσιμη ή/και δεν θεωρείται σημαντική
κατά τη φροντίδα των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας. Η πρόκληση είναι να γίνουν οι
ενήλικες μεγαλύτερων ηλικιών ενεργά μέλη της κοινωνίας μέσω της ανακάλυψης νέων
αξιών της ζωής, δίνοντας νόημα στο χρόνο, μοιράζοντας εμπειρίες με άλλους
ανθρώπους, μαθαίνοντας νέα πράγματα, φροντίζοντας την υγεία τους, δίνοντας
κίνητρα για την ανάπτυξη της δημιουργικότητας και τη συνέχιση της προσωπικής
ανάπτυξης.
Στα μάτια των παιδιών και των εφήβων ο παππούς και η γιαγιά είναι πολλές
φορές ένα αντιφατικό πρόσωπο, που ενώ είναι απαραίτητο η μαμά του φωνάζει, δεν
είναι ευχαριστημένη από εκείνο και βιώνει τη σχέση τους σαν ένα αναγκαίο κακό.
Είναι δύσκολο να πληρώνει babysitter, οπότε παρκάρει τα παιδιά στους παππούδες,
δεν τα βγάζει πέρα οικονομικά και περιμένει τη βοήθεια τους, μα το κυριότερο
απ’ όλα κάτι συμβαίνει σε αυτή τη σχέση που ένα παιδί δεν μπορεί να καταλάβει.
Τι κρύβεται πίσω από τις εντάσεις; Γιατί η μαμά κι ο μπαμπάς γκρινιάζουν
συνέχεια για τους γονείς τους; Πολλά
μπορεί να κρύβονται πίσω από αυτά, μα ένα είναι σίγουρο, πως κάπου μεταξύ των
γενιών έχει μπλοκάρει η επικοινωνία. Η γενιά των παππούδων τα έδωσε όλα για να
μεγαλώσει τα παιδιά της και τώρα βρίσκεται μετέωρη μεταξύ ενός αισθήματος
μοναξιάς και ματαίωσης. Είναι σαν να κόβεται η συνέχεια της οικογενειακής
αφήγησης και να φτάνει στα εγγόνια διακεκομμένη και με θορύβους.
Μέθοδος
Η ερευνητική μέθοδος που χρησιμοποιήσαμε στην παρούσα μελέτη είναι η
νατουραλιστική παρατήρηση, μία μέθοδος που στηρίζεται στην παρατήρηση του
ερευνώμενου θέματος με φυσικούς όρους, δηλαδή στην αντικειμενική και μη
παρεμβατική συμμετοχή ή οποιασδήποτε μορφής αλληλεπίδραση του ερευνητή με το
ερευνών θέμα. Η νατουραλιστική παρατήρηση ξεκίνησε ως μια δημοφιλής μέθοδος
έρευνας των φυσικών επιστημών, απέκτησε όμως σύντομα την ίδια αξιοπιστία και
στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών, παρότι η κριτική που ασκείται σε αυτό το
πεδίο είναι αυξημένη και αφορά την δυνατότητα της αντικειμενικότητας του
παρατηρητή όταν το ερευνώμενο θέμα αφορά τις κοινωνικές διεργασίες.
Η
έρευνα κινήθηκε σε δύο κατευθύνσεις:
α) ο πρώτος ερευνητής πραγματοποίησε την έρευνά του σε κλειστό ιδιωτικό
χώρο όπου κλήθηκαν οι ερευνώμενοι, έπειτα από την σχετική επεξήγηση να
συμμετάσχουν. Συμμετείχαν συνολικά τέσσερις άνθρωποι, οι οποίοι ήταν χωρισμένοι
σε δύο δυάδες (Α και Β) απαρτιζόμενες από έναν ηλικιωμένο κι έναν νεαρό έφηβο η
κάθε μία. Οι δύο ομάδες απαρτιζόταν εκάστη από ανθρώπους που είχαν μια σχέση
συγγένειας, αλλά προτιμήθηκε να στοιχηθούν σε έναν κοινό κύκλο διαλόγου. Τους
εξηγήθηκε το θέμα και αφέθηκαν σε έναν διάλογο, ο οποίος διήρκησε περίπου μία
ώρα και κυμάνθηκε σε ποικίλα ζητήματα, τα οποία καταδεικνύουν αφενός την ανάγκη
για επικοινωνία, αλλά και το λεγόμενο χάσμα των γενεών.
Πιο συγκεκριμένα κατά την διάρκεια της συζήτησης φαινόταν οι διαφορές στην
γλώσσα, στις εκφράσεις, αλλά και στις πεποιθήσεις που διατρέχουν την κάθε
γενιά. Οι νέοι υιοθετούν ένα διαφορετικό λεξιλόγιο, έχουν βιαστική εκφορά του
λόγου και μια διαρκή κινητικότητα. Οι ηλικιωμένοι είχαν ένα περισσότερο
παροπλισμένο λεξιλόγιο, ήταν πιο αργοί τόσο στις κινήσεις όσο και στην ταχύτητα
του λόγου, αλλά είχαν μια ζωντάνια στα μάτια.
β) στον δεύτερο ερευνητή η παρατήρηση έλαβε χώρα σε δημόσιο χώρο, σε
κεντρική πλατεία της Λάρισας, όπου συχνάζουν αρκετοί ηλικιωμένοι άνθρωποι,
ιδιαίτερα τις πρωινές ώρες, κατά τις οποίες διεξήχθη και η έρευνα. Η παρέα των
ηλικιωμένων στεκόταν περιμετρικά ενός σημείου (παγκάκι) και συζητούσαν μεταξύ
τους, όταν μια παρέα νεαρών, στο πλαίσιο της σχολικής τους εκδρομής, πλησίασε
σε απόσταση αναπνοής στο συγκεκριμένο παγκάκι για να σχεδιάσει τις επόμενες
κινήσεις της. Τότε δίχως σημαντική αφορμή πυροδοτήθηκε ένας διάλογος, ο οποίος
διήρκησε αρκετή ώρα και κυμάνθηκε σε διάφορα ζητήματα, τα οποία καταδεικνύουν
την ανάγκη, αλλά και το έλλειμμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ αυτών των δύο
γενεών.
Κατά την διάρκεια του διαλόγου μεταξύ των δύο ετερόκλητων ομάδων αναφοράς
ήταν ευδιάκριτες πολλές από τις διαφορές που τις χαρακτηρίζουν: οι κινήσεις στο
σώμα και στα άκρα των νέων, οι οποίοι συνεχώς κινούνταν και χρησιμοποιούσαν τα
χέρια και τα πόδια τους στις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις, σαν ότι θέλαν να πουν
περισσότερο «ιδιωτικά» να το μεταφέρουν με το σώμα τους. Επίσης μιλούσαν έντονα
και με δυνατή φωνή, ενώ συνέχεια κάποιος υπενθύμιζε πως πρέπει να αποχωρήσουν
για να συνεχίσουν την μέρα τους σε κάποιο καφέ. Από την άλλη οι ηλικιωμένοι
ήταν πιο ράθυμοι, αλλά με σπινθηροβόλα βλέμματα, κινούνταν αργά και δεν
βιαζόταν να αποχωρήσουν. Η εικόνα έμοιαζε σαν σκηνή από την μελισσοκομία, όπου
ο μελισσοκόμος (ηλικιωμένοι) προσπαθούν να τρυγήσουν τις μέλισσες (νεαροί).
Οι διαφορές παρατηρούνται σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης
επικοινωνίας, από τις σωματοποιήσεις, την χρήση της γλώσσας, τις
συναισθηματικές εκφράσεις και τις γνωστικές διεργασίες. Η αλληλεπίδραση έμοιαζε
να κινείτε σε ένα δίπολο το οποίο προσπαθούσε να ισορροπήσει στην ανάγκη για
επικοινωνία: έτσι από την μία, την πλευρά των νεαρών, υπήρχε βιασύνη, ένταση
στο σώμα και στα βλέμματα, υψηλή ένταση στην φωνή και συνεχόμενη σωματική επαφή
μεταξύ τους. Από την άλλη, στους ηλικιωμένους, υπήρχε μια αίσθηση βραδύτητας,
σωματική, γνωστική και συναισθηματική και ταυτόχρονα μια αίσθηση ότι
απολαμβάνουν την συνεύρεση.
Αποτελέσματα
Πρώτη ερευνητική ομάδα
Η κάθε γενιά μεγάλωσε με ένα διαφορετικό διακύβευμα το οποίο επηρέασε
νοηματικά το περιεχόμενο των ρόλων και των συμπεριφορών τους. Η εποχή
διαμορφώνει τους ανθρώπους και εγχαράσσει πάνω τους τρόπους και μοτίβα σκέψης
και συμπεριφοράς. Είναι αυτοδικαίως αναμενόμενο επομένως η κουλτούρα κάθε
εποχής να διαφοροποιείται από τις προηγούμενες και από τις επόμενες, με
συνέπεια την δημιουργία του φαινομένου που έχει ονομαστεί «χάσμα γενεών». Το
χάσμα στην επικοινωνία είναι το πρώτο που αναδύεται από την παρατήρηση της
ομάδας συνομιλίας μεταξύ γηραιότερων και νεαρών ατόμων.
Καταρχάς διαφαίνεται πως κάθε γενιά έχει διαφορετική αίσθηση της έννοιας
της κοινωνικότητας και της εγγύτητας. Έχουν επίσης διαφορετικές ταχύτητες
παραγωγής και προσαρμογής στα νέα δεδομένα. Είναι εμφανής η διαφορά της
κουλτούρας των γηραιότερων στην αναζήτηση των πληροφοριών, καθώς είχανε
δυσκολότερη πρόσβαση στις πηγές, σε αντίθεση με τους σημερινούς νέους οι οποίοι
έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες, αλλά και τον κίνδυνο της υπερ ή της παρά
πληροφόρησης. Οι νέοι λοιπόν είχαν όλοι τους «έξυπνο» κινητό και καθόσον
συνομιλούσαν με τους «παππούδες» όπως τους αποκαλούσαν, παράλληλα συνομιλούσαν
διαρκώς με μηνύματα με άλλους ανθρώπους ή παρακολουθούσαν το προφίλ τους στα
μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Διαφαινόταν επίσης οι διαφορές στην γενικότερη μαθησιακή κουλτούρα και την
διαπαιδαγώγηση. Η διαφορά δηλαδή σε επίπεδο αρχών, αξιωμάτων και κυρίως μορφών
συμπεριφοράς ήταν εμφανής. Ο λεγόμενος σεβασμός στην Τρίτη ηλικία έχει πάρει
διαφορετικές διαστάσεις από αυτές που αναμένουν οι ηλικιωμένοι, με συνέπεια
ορισμένες συμπεριφορές να φαντάζουν ξένες για εκείνους. Για παράδειγμα ένας
νεαρός αναφώνησε εσείς οι γέροι δεν καταλαβαίνεται από αυτά δείχνοντας
την αντίδρασή του στην δυσαρέσκεια ενός από τους ηλικιωμένους για την
συνεχόμενη χρήση των κινητών. Η αντίδραση του νεαρού αποτελεί μια
ανάρμοστη συμπεριφορά για τη ομάδα
των ηλικιωμένων, ενώ για τους νεαρούς είναι ένας πιο οικείος τρόπος να
εκφράζονται.
Ωστόσο γίνεται εμφανές πως οι νέοι είναι καθηλωμένοι στα μέσα μαζικής
δικτύωσης για λόγους ψυχαγωγικούς, επικοινωνίας και λιγότερο μάθησης. Τόσο που
το διαδίκτυο στα μάτια των ηλικιωμένων από μέσο γίνεται αυτοσκοπός.
Γίνεται σαφές πως μια άλλη διαφορά που προκύπτει και διαφαίνεται και από
τους σχετικούς διαλόγους μεταξύ των δύο ομάδων είναι η διαφορετική αντίληψη για
την ψυχαγωγία και την διασκέδαση. Οι ηλικιωμένοι δεν μπορούν να αντιληφθούν
εύκολα την αξία της ψηφιακής διασκέδασης και ως εκ τούτου σε αρκετές
περιπτώσεις γινόταν διδακτικοί και ίσως και απορριπτικοί. Για παράδειγμα
εκφράσεις όπως σηκώστε και λιγάκι το κεφάλι σας ψηλά εμπεριέχει
αφενός μια κριτική στάση ενάντια στην χρήση των κινητών τηλεφώνων και αφετέρου
μια ειρωνική αποστροφή για την «κατάντια» των νέων που έχουν «χαμηλωμένο» το
κεφάλι τους.
Η έκφραση ψηλά το κεφάλι καταδεικνύει από την άλλη αυτό που υποστηρίζουν οι
ηλικιωμένοι άνθρωποι κι ενίοτε επιχειρούν να προστατεύσουν τους νέους: Ότι
δηλαδή τα σημερινά παιδιά είναι κουρασμένα κι υπερφορτωμένα, σκυφτά δηλαδή, ενώ
παράλληλα το βάρος που σηκώνουν δεν είναι αποδοτικό για την μόρφωση και την
καλλιέργεια της ψυχής τους. Εξάλλου σύμφωνα με σχετικές έρευνες αποδεικνύεται
πως οι σημερινοί μαθητές συμμετέχουν σχεδόν παθητικά στο εκπαιδευτικό γίγνεσθαι
και βρίσκονται στα χαμηλότερα ποσοστά γνώσεων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η
εκπαίδευση δεν έχει παιδευτικό χαρακτήρα, δηλαδή για αυτούς, κάτι που δεν
αφήνει αδιάφορους τους ηλικιωμένους, οι οποίοι είτε από νοιάξιμο, είτε από
δυσφορία το επισημαίνουν, όπως ένας ηλικιωμένος κύριος που αναφώνησε με καημό έτσι και τα εγγόνια μου, τρέχουν ασταμάτητα από φροντιστήριο σε
φροντιστήριο και δεν φαίνεται να απολαμβάνουν τίποτα, δεν έχουν χρόνο ούτε να
παίξουν, ούτε να γελάσουν, ούτε καν να φάνε σαν άνθρωποι.
Από τους διαλόγους φαίνονται και οι διαφορετικές προτεραιότητες στις
βασικές ανάγκες και στους προσανατολισμούς της ζωής. Καταρχάς άλλαξε το βασικό
νόημα του γάμου και της οικογένειας, οι ηλικιωμένοι μεγαλώσανε σε ένα κόσμο
νοημάτων που έθετε σε απόλυτη προτεραιότητα της ενηλικίωσης τον γάμο και την
οικογένεια. Ενώ για τους σημερινούς νέους αυτό το μοτίβο νοηματοδότησης της
ζωής φαίνεται να αποτελεί μια μακρινή ανάμνηση από το πολύ μακρινό παρελθόν. Η
αμφισβήτηση της μίας πλευράς ως προς τα διακυβεύματα της άλλης είναι έκδηλα
εμφανής: Εσύ που είσαι κορίτσι κοίτα σε λίγα χρόνια να βρεις ένα καλό παιδί
να παντρευτείς, γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο σπουδαίο από τον γάμο και την
οικογένεια παροτρύνει ένας κύριος μία από τις νεαρές κοπέλες
της παρέας, κατευθυνόμενος βεβαίως σε όλες τις μικρές κυρίες. Είδαμε και τα δικά σας τα καλά ανταπαντά η έφηβη
με ένα σχετικό εκνευρισμό, σαν να θέλει να καταγγείλει το μοτίβο των
στερεοτυπικών σχέσεων για τον γάμο και την συμβίωση που ταλάνισε ολόκληρες
γενιές ανθρώπων.
Από την άλλη αυτό το ασαφές μοτίβο για τις σχέσεις των νέων μπερδεύει πολύ
τους ηλικιωμένους, οι οποίοι δεν δύναται να καταλάβουν ούτε τις αξίες, ούτε τα
νοήματα που δίνουν οι νέοι στις συντροφικές σχέσεις και τον γάμο. Εμείς παππού είμαστε πολύ προχωρημένοι σ’ αυτά λέει
ένας νεαρός, αλλά τι να σας λέμε τώρα, μήπως θα καταλάβετε
τίποτα!. Εμείς παππού μπορεί να είμαστε
φίλοι, αλλά κι ερωτευμένοι ταυτόχρονα -friends with benefits-, ενώ εσείς την
πρώτη γυναίκα που θα βλέπατε ερωτικά έπρεπε και να την παντρευτείτε. Δεν ξέρω τι είναι αυτό το μπένεφιτς, αλλά ρε παιδάκι μου δεν είναι
πράγματα αυτά, ή φίλοι ή… πως να το κάνουμε, δεν ταιριάζουν όλα με όλα.
Κάποιες συνομιλίες δείχνανε έναν αγεφύρωτο διάλογο μεταξύ νοημάτων που δεν
μοιάζει να συγκλίνουν εύκολα. Οι ηλικιωμένοι δείχνανε με μια αμεσότητα την
αποστροφή τους για μια γενιά ανθρώπων που δεν έχει στιβαρά χαρακτηριστικά και
μοιάζουν στα μάτια τους ως οιωνεί παιδιά. Από την άλλη η νέα γενιά εντοπίζει
μια δυσκαμψία και έλλειψη ευελιξίας στην προσαρμογή τους στα νέα δεδομένα και
σε πολλές περιπτώσεις ενεργούν ως βάρος για τις νεότερες γενιές. Οι διάλογοι
είναι χαρακτηριστικοί: Εμείς στην ηλικία σας πιάναμε
την πέτρα και την στύβαμε, εσείς κάθεστε στις πλατείες και στα μπαράκια και
τρώτε τα λεφτά των γονιών σας!!!, είπε κάπως θυμωμένα ένας από τους
ηλικιωμένους κυρίους απευθυνόμενος λοξά στην παρέα των νεαρών. Κι εσείς δεν λέτε με τίποτα να ξε-φοβηθείτε και να μπείτε στον νέο
κόσμο, φοβόσαστε τόσα πολλά πράγματα που καταντάει λιγάκι κουραστικό, φοβόσαστε
το ασανσέρ, δεν έχετε ιδέα από φορολογικά και άλλα γραφειοκρατικά ζητήματα κι
ένα σωρό άλλες ελλείψεις που δείχνουν πως ενώ ο κόσμος άλλαξε εσείς δεν
μπορείτε και δεν θέλετε να τον ακολουθήσετε, μονολόγησε ένας νεαρός
με περιπαιχτικό ύφος.
Παρά τις λεκτικές «διαμάχες» φαίνεται πως η διάθεση για κατανόηση και
επικοινωνία υπάρχει εκατέρωθεν. Κάθονται τόση ώρα και μιλούν ενώ συνήθως μπορεί
και να μην ανταλλάξουν ούτε μια ματιά. Ωστόσο παραμένει ένα δύσκολο εγχείρημα η
γεφύρωση των μεταξύ τους γενεών. Οι νεαροί της ομήγυρης είναι η πρώτη γενιά που
υφίσταται τις τρομερές συνέπειες από ένα σωρό κρίσεις που έχουν τις ρίζες τους
στον τρόπο ζωής των παλιότερων γενιών. Νιώθουν προδομένοι κι εγκαταλελειμμένοι,
γι’ αυτό θυμώνουν και κλείνονται
στο καβούκι τους, ή γίνονται αιχμηροί, ή ακόμη και επιθετικοί. Από την άλλη οι
παλιότεροι βλέπουν τον πόνο και το αδιέξοδο της νέας γενιάς νιώθουν κι εκείνοι
το αδιέξοδο της και ματαιώνονται για τις δικές τους πράξεις που οδηγήσαν ως
εδώ. Αν και δύσκολα αποδέχονται τα κακώς κείμενα, κυρίως φορτώνοντας τις
ευθύνες της συλλογικής ήττας στην ανεύθυνη νέα γενιά. Υπάρχει λοιπόν ένα σημείο
σύγκλισης σαν να ζητούν κάτι ο ένας από τον άλλο και γίνεται μια προσπάθεια
επαναπροσέγγισης δύο γενεών που δεν καταφέραν να επικοινωνήσουν κυρίως επειδή
χάθηκε ο ενδιάμεσος κρίκος επικοινωνίας, αυτός της μεσαίας γενιάς.
Παρά λοιπόν τις αντιμαχίες και τη δυσκολία παρακολούθησης των διαλόγων,
γιατί μιλούσαν σχεδόν όλοι μαζί, το κλίμα σταδιακά άρχισε να ελαφραίνει και να
γίνεται όλο και περισσότερο χιουμοριστικό. Κυριάρχησε στο τέλος λίγο πριν
αποχωρήσουν πρώτα οι ηλικιωμένοι κι έπειτα οι νεαροί ένα θετικό κλίμα ως
ένδειξη πως εκατέρωθεν είχαν ανάγκη από τον διάλογο και την μεταξύ τους
αλληλεπίδραση. Σημειωτέων βέβαια πως δεν ειπώθηκε φανερά τουλάχιστον κάτι
σχετικό με την υπόσχεση ή την ανάγκη να ξαναανταμώσουν και να ξανασυζητήσουν.
Δεύτερη ερευνητική ομάδα
Οι Έλληνες νέοι είναι μάλλον πιο μετριοπαθείς τόσο από τους γονείς τους,
όσο κι από την γενιά των παππούδων τους. Μεγαλωμένοι σε μία παγκοσμιοποιημένη
κοινωνία, που αλλάζει, εξελίσσεται και επικοινωνεί ταχύτατα κι έχοντας
αποκτήσει διαφορετικά ιδανικά και προτεραιότητες, που συμβαδίζουν με τις
ανάγκες και τις απαιτήσεις της εποχής, οι νέοι βιώνουν στο πετσί τους μια
ασάφεια στα κοινωνικά μοτίβα συμπεριφορών και μοιάζουν να διατρέχονται από μια
ασυνέχεια της βιογραφικού τους τροχιάς.
Η κυρίαρχη ενοποιητική κουλτούρα για τους νέους είναι ο ψηφιακός κόσμος. Η
εκπαίδευση, η μύηση, η ψυχαγωγία και η διασκέδαση έχουν συρρικνωθεί στον κόσμο
της μαγικής οθόνης, εκεί όπου ο άνθρωπος γίνεται χρήστης μιας κουλτούρας
διαφοροποιημένης από αυτή των προηγούμενων γενεών. Μοιάζει επομένως το λεγόμενο
χάσμα μεταξύ των γενεών των σημερινών εφήβων με την γενιά των τωρινών
ηλικιωμένων να είναι αγεφύρωτο: Από την μια μεριά έχουμε την γενιά της
προσκόλλησης στα παλιά νοήματα κι από την άλλη την γενιά που μοιάζει να ζει
δίχως νοήματα, προσκολλημένη στον φαντασιακό κόσμο του διαδικτύου. Εσείς οι νέοι δεν περάσατε δυσκολίες και δεν μπορείτε να
καταλάβετε τι σημαίνει φτώχεια κι ανέχεια, υποστηρίζει ο ηλικιωμένος
της ομάδας Α, για να λάβει μια σχετικά οργισμένη απάντηση από τον νεαρό της
ομάδας Β εμείς ζούμε τα απόνερα μιας τραγικής κατάστασης όπου δεν μας
περιμένει κανένα μέλλον.
Οι σημερινοί νέοι ζουν και ονειρεύονται στο πλαίσιο ενός συστήματος που
αγκυλώνει τη σκέψη και την
περιορίζει μυωπικά στα νοήματα της κυρίαρχης κουλτούρας της κατανάλωσης. Οι
νέοι μετατρέπονται σε χρήστες υπηρεσιών και εξαρτούνται από τον εθισμό του
ανήκειν στον ψηφιακό κόσμο. Αλλάζει η γλώσσα άρα κι ο τρόπος που σκέφτονται κι
εν τέλει δρουν. Ο νεαρός γέλασε κάποια στιγμή όταν κουδούνισε το κινητό
τηλέφωνο του ηλικιωμένου άντρα κι εκείνος έβγαλε από την τσέπη του ένα
αναλογικό κινητό τηλέφωνο, χαχαχα, που το βρήκατε αυτό το
κινητό αναφώνησε κι άφησε παράλληλα άφωνο τον ηλικιωμένο, ο
οποίος δεν κατάλαβε καν την ειρωνεία.
Παράλληλα χάθηκε η αμεσότητα και η απτότητα των ανθρώπινων σχέσεων, τα
σώματα των νέων σφριγούν από επιθυμίες οι οποίες προσπαθούν να αναπτυχθούν σε
ένα κακοήθες πλαίσιο αναφοράς.
Από την άλλη η γενιά των παππούδων έζησε σκληρά και σε συνεχή εγρήγορση για
τα ζητούμενα της επιβίωσης. Έμαθε επίσης να ασκείτε στην υπομονή διότι οι
ρυθμοί της ζωής ήταν περισσότερο αργοί. Ο χρόνος μετριούνταν με γεγονότα και
σημαντικές στιγμές κι όχι με την ταχύτητα που εναλλάσσεται στην αγορά το νέο
μοντέλο i-phone.
Η νέα γενιά είναι η γενιά που ενώ αναρωτιέται για τα τραύματα των
παλαιοτέρων γενεών βιώνει μια αβάσταχτη δυσφορία γεννημένη στα «παλάτια» της
ευδαιμονίας της ενδιάμεσης γενιάς. Οι σημερινοί νέοι κουβαλούν το δυσβάστακτο
βάρος μιας σακατεμένης κοινωνίας και μάλιστα δίχως την προοπτική που είχαν οι
προηγούμενες γενιές πως τα πράγματα συνεχώς θα βελτιώνονται. Δυσκολεύονται
επομένως να ορίσουν το περιεχόμενο της καλής ζωής, ενώ παράλληλα κατηγορούνται
από τους παλιότερους πως ζουν ανεύθυνα και δίχως προσανατολισμό. Παραδείγματος
χάρη στην συζήτηση ο ηλικιωμένος της ομάδας Β μουρμούρισε επιμένοντας στην
άποψη του έτερου ηλικιωμένου πως εσείς τα έχετε όλα, αλλά δεν
ξέρετε τίποτα, νομίζετε πως η ζωή είναι εύκολη, δεν παιδευτήκατε όσο εμείς,
αλλά δεν το εκτιμάτε.
Οι νέοι νιώθουν αποκομμένοι από το παλιό περισσότερο από κάθε άλλη γενιά,
νιώθουν σχεδόν εγκαταλελειμμένοι και με ένα διαρκές κατηγορώ από τους
παλιότερους. Τους κατηγορούν για έλλειψη σεβασμού στις αξίες και τα ιδανικά,
για επιπολαιότητα και παραβίαση της γλώσσας. Κατηγορούνται για ανυπακοή,
αδιαφορία, ανωριμότητα, ανευθυνότητα, ασυδοσία, υποταγή στα κελεύσματα της
μόδας. Ας πούμε ο ηλικιωμένος της ομάδας Α είπε σε αυστηρό, αλλά και τρυφερό
ταυτόχρονα ύφος παιδί μου όλα αλλάζουν, όλα θέλετε να τα
αλλάξετε, κρατήστε τουλάχιστον ίδιες τις αξίες που σας κληρονομήσαμε. Κρατήστε
τη γλώσσα, τα ήθη μας κι όσα παλέψαμε εμείς να στήσουμε στη ζωή μας.
Είχε ένα παράπονο ο τόνος της φωνής του, αλλά και οι νέοι ήταν περισσότερο
θυμωμένοι μάλλον με την παραίνεση, παρά συγκαταβατικοί κι αυτό φάνηκε από την
απάντηση του νεαρού της ομάδας Β εσείς και οι γονείς μας μάς
παραδώσατε έναν άσχημο κόσμο, τι θέλετε να κάνουμε και πως να συνεχίσουμε κάτι
που έχει τόσες πολλές ασχήμιες;
Τα στερεότυπα της γενιάς των γονέων τους πνίγουν τους σημερινούς νέους, οι
οποίοι τσαλαβουτώντας στο άγνωστο αναζητούν νέες ισχυρές νοηματοδοτήσεις.
Αμφισβητούν αλλά και υπακούουν: αμφισβητούν τον υλισμό, τον συντηρητισμό και
τον συμβιβασμό των παλαιοτέρων, καθώς και την αδιαλλαξία και τον καθοδηγητισμό
τους.
Από την άλλη οι ηλικιωμένοι έχουν μια πιο βαθιά γνώση της ζωής και την
πεποίθηση πως κάποτε οι σημερινοί νέοι θα έρθουν στην θέση τους, εκεί που ήσουν ήμουνα κι εδώ που είμαι θα έρθεις όπως
αναφώνησε ο ηλικιωμένος της ομάδας Β, θέλοντας να τονίσουν την σχετικότητα του
χρόνου και των ηλικιών.
Η έλλειψη συνεννόησης είναι δεδομένη, οι γέφυρες έχουν υποστεί ζημιές. Η
ταχύτητα των αλλαγών επέφερε νέα δεδομένα. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη. Δύσκολο να
γίνει η συνεννόηση, πόσο μάλλον η σύνθεση. Ο έφηβος/η νιώθει μόνος μέσα σε ένα
περιβάλλον συνεχών αλλαγών και μετατοπίσεων. Τα προβλήματα τους αναδύονται από
τους φόβους, την άγνοια και την έλλειψη εμπιστοσύνης, αγχώδης τρόπος ζωής, την
αλλοτρίωση της εργασίας, τον φτωχό ελεύθερο χρόνο.
Έχουμε πλέον κατάθλιψη στις νέες τρυφερές ηλικίες, κάτι εξαιρετικά σπάνιο
για τις παλιότερες γενιές οι οποίες είχαν άλλες στρεβλώσεις. Τι συμβαίνει και
οι έφηβοι να χάνουν την επιθυμία τους για ζωή, στην τρυφερή αυτή φάση ζωής;
Χαμηλή αυτοεκτίμηση, χαμηλές επιδόσεις και επιθετικότητα χαρακτηρίζουν μεγάλο
μέρος του νεανικού πληθυσμού. Οι εξαρτήσεις και ο εθισμός στο διαδίκτυο
καθημερινότητα. Σαν όλα αυτά να απορροφούν τον ψυχικό πόνο και την δυσφορία των
νέων.
Οι νέοι σωματοποιούν την κατάθλιψή τους και παγώνουν τις
βιο-κοινωνικό-ψυχικές διεργασίες ανάπτυξής τους. Οι διεργασίες του πένθους για
το πέρασμα στην ενηλικίωση παραμένει ατελής, με συνέπεια η διεργασία
εξατομίκευσης και ανήκειν να μένουν ανολοκλήρωτες. Αυτό δείχνει για παράδειγμα
ο έντονος θυμός των νεαρών της έρευνας και η φαινομενική ασέβεια απέναντι στους
ηλικιωμένους ανθρώπους. Σαν ο θυμός να είναι η εκτόνωση της θλίψης τους για ένα
αγεφύρωτο παρόν κι ένα αβέβαιο μέλλον. Σε αυτή την μετάβαση από το χθες στο
σήμερα και στο αύριο οι νέοι χρειάζονται ένα ασφαλέστερο περιβάλλον,
χρειάζονται την στοργή των παλιότερων γενεών κι όχι την κριτική και την
απόρριψή τους. Η διαδικασία διαφοροποίησης των νέων από τα οικογενειακά πρότυπα
χρειάζεται παράλληλα την παραδοχή των παλαιότερων αυτής της ανάγκης.
Στέρηση βιωματικής εκπαίδευσης, αυτό είναι που νιώθουν οι νέοι. Σαν οι
παλιότερες γενιές να τους τα δώσαν όλα, εκτός από το συναισθηματικό βίωμα να
είναι παρόντες ολόψυχα στην σχέση και στις αλληλεπιδράσεις της ύπαρξης. Αυτό
ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα που πήγαζε από τον διάλογο τεσσάρων ανθρώπων που
ενώ επιθυμούσαν την σχέση, αδυνατούσαν να βρουν τους κοινούς κώδικες να
επικοινωνήσουν.
Η μία γενιά έχει ανάγκη από την άλλη, ειδικά σε έναν κόσμο που όλα αλλάζουν
γρήγορα οι νέοι έχουν ανάγκη από την βραδύτητα των γερόντων ώστε να
αντισταθμίσουν την αβεβαιότητα των νέων συνθηκών. Έχουν ανάγκη τα παλιά πρότυπα
που παλέψαν με ένα περισσότερο συλλογικό τρόπο για να βγουν από το καβούκι της
ατομικότητας. Και οι ηλικιωμένοι έχουν ανάγκη από την νεανική αύρα, καθώς κι
από ευήκοα αυτιά που θα ακούσουν τις εμπειρίες τους.
Τι συμβαίνει όμως στην πράξη, υπάρχει διάθεση για συνύπαρξη; Μάλλον υπάρχει
έλλειψη κοινών δραστηριοτήτων, οι νέοι δεν συμμετέχουν στα ίδια στέκια με τους
ηλικιωμένους και οι ηλικιωμένοι δεν αντέχουν την βουή των νέων. Οι νέοι έχουν
άλλες αναφορές και πρότυπα και σταδιακά αποξενώνονται από τις παλιότερες
στάσεις ζωής. Ας πούμε οι νέοι δεν ενδιαφέρονται για την «πολιτική», αδιαφορούν
σε αντίθεση με τους ηλικιωμένους που περάσαν από συνθήκες πόλωσης και
φανατισμού και ζήσαν σε ακραίες συνθήκες δημοκρατίας.
Βέβαια αυτό που ζουν σήμερα οι νέοι μοιάζει σαν η αρχή μιας νέας κυκλικής
επανάληψης της ιστορίας…
Ο ψυχισμός των νέων είναι σε σύγχυση, όλα μοιάζουν αμφίσημα και
διχοτομημένα, εκτός της μοναχικότητας του καταναλωτικού τρόπου ζωής. Ο κόσμος
γίνεται εχθρικός και αφιλόξενος, ώστε η κάψουλα του διαδικτύου να μοιάζει ως
λυτρωτική λύση (χαρακτηριστικό γεγονός ήταν πως καθ’ όλη την διάρκεια της
αλληλεπίδρασης οι δύο νεαροί είχαν συνεχώς ανοιχτά τα κινητά τους και διαρκώς
δεχόταν ή στέλναν μηνύματα). Οι άνθρωποι δεν συνεννοούνται μεταξύ τους και οι
νέοι θυμώνουν γιατί νιώθουν πως δεν τους δώσαμε τα εργαλεία για να ζήσουν. Κι
όχι μόνο αυτό αλλά δημιουργήσαμε έναν αντίξοο κόσμο με την ασυδοσία και την
αφέλεια μας.
Η σεξουαλικότητα είναι μια άλλη αγεφύρωτη παράμετρος, οι νέοι δεν βρίσκουν
τα νήματα συνεννόησης με τους ηλικιωμένους, η ασάφεια των φύλων, οι νέες
κοινωνικές κατασκευές, οι νέες νοηματοδοτήσεις των σχέσεων (φίλοι με
πλεονεκτήματα) γκρεμίζουν τις γέφυρες μεταξύ των γενεών. εσείς αλλιώς ερωτεύεστε σήμερα είπε κάπως
συγκαταβατικά ο ηλικιωμένος της ομάδας Α, για να ξεσπαθώσει λιγάκι πιο έντονα ο
έτερος ηλικιωμένος της ομάδας Β μαντάρα τα έχουν κάνει οι
σημερινοί νέοι, δεν έχουν καμιά ντροπή, φιλιούνται στο δρόμο, χωρίζουν, άσε που
έχουν αυξηθεί οι γκέι. Οι νεαροί αισθάνονται αμήχανα αλλά προσπαθούν
να υπερασπιστούν την γενιά τους, λέγοντας για παράδειγμα ο νεαρός της ομάδας
Β εμείς βλέπουμε περισσότερο ακομπλεξάριστα το ζήτημα του σεξ, εσείς
ήσασταν μια πολύ κομπλεξική γενιά, ενώ ο δεύτερος νεαρός της ομάδας
Α υποστηρίζει πως είχατε κάποιες σταθερές αρχές στο ζήτημα, αλλά
δεν είδα πως σας βοηθήσαν, τουλάχιστον εμείς ανοίξαμε όλα τα θέματα και δεν τα
κρύβουμε.
Συζήτηση
Το μοτίβο της γενικότερης συνομιλίας είχε αρκετές απροσδιοριστίες, ήταν
ασαφές και με ποικίλες διαβαθμίσεις στην αλληλοκατανόηση μεταξύ των δύο ομάδων.
Ζητήματα που αφορούν το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούν έκαστοι, προβλήματα
άρθρωσης των νέων, καθώς συχνά μιλούσαν βιαστικά, προβλήματα ακοής των
ηλικιωμένων και βεβαίως ζητήματα που προκύπτουν από τις διαφορές στο ύφος του
καθενός, όπως παραδείγματος χάρη αναφορικά με την χρήση της ειρωνείας και του
περιπαιχτικού λόγου από την πλευρά των ηλικιωμένων και την χρήση ενός θυμωμένου
λόγου από τα νεαρά άτομα.
Οι ηλικιωμένοι δεν βιάζονται, αλλά δεν είναι και πολύ διαθέσιμοι σε νέες
αλλαγές διότι έχουν λιγότερο χρόνο να ζήσουν μπροστά παρά πίσω τους. Συνεπώς
αντιλαμβάνονται περισσότερο τις αλλαγές ως υποχρέωση των νεαρών, με την έννοια
πως υποστηρίζουν το χρέος της νεολαίας να τους καταλάβει και να αποδεχθεί την
εμπειρία τους. Από την άλλη οι νέοι βιάζονται και δεν έχουν χρόνο για κάτι που
το θεωρούν περιττό ή ακόμη και ανούσιο, όπως το «αίτημα» αυτό των ηλικιωμένων
να τους κατανοήσουν. Ωστόσο όταν οι νεαροί «άκουγαν» άμεσα βελτιωνόταν η
επικοινωνία, ενώ παράλληλα όταν οι ηλικιωμένοι δεν ήταν τόσο κριτικοί τότε οι
νέοι κατανοούσαν περισσότερο όσα θέλανε εκείνοι να τους μεταφέρουν.
Οι διαγενεακές σχέσεις απασχόλησαν κατά καιρούς την έρευνα στο πεδίο των
κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών. Οι περισσότερες από αυτές στέκονται
στην σημαντικότητα της γεφύρωσης των γενεών καθώς και στα αναδυόμενα προβλήματα
που την καθιστούν εφικτή ή την εμποδίζουν. Παραδείγματος χάρη υπάρχουν
συνάφειες των παρατηρήσεων της έρευνάς μας με τα αποτελέσματα της ευρωπαϊκής
έκθεσης για την διαγενεακή μάθηση και την κοινωνική ένταξη των ατόμων
μεγαλύτερης ηλικίας, η οποία παρήχθη ως αποτέλεσμα του έργου BEST FRIENDS και
επικεντρώνεται στην ανάλυση του πλαισίου αναφορικά με την γήρανση και της
κοινωνική συμπερίληψη των ατόμων μεγαλύτερων ηλικιακών σε έξι ευρωπαϊκές χώρες:
Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Λετονία, Αυστρία, Ιταλία και Ελλάδα[2]. Συνάφειες
παρατηρούνται επίσης με την έρευνα «Νέοι, ανεργία και διαγενεακή μεταβίβαση
απόψεων» που πραγματοποιήθηκε το 2022 από τον οργανισμό έρευνας και ανάλυσης
διαΝΕΟσις[3].
Συμπεράσματα
Όπως συμβαίνει πάντα η κάθε γενιά προσδοκά από την επόμενη να γίνει
καλύτερη και να εξελίξει τα πράγματα. Οι νέοι γκρεμίζουν τα παλιά νοήματα, αλλά
ακόμη δεν έχουν φανταστεί τα καινούργια. Βρίσκονται ως εκ τούτου σε ένα
διάκενο, που δημιουργεί τρομακτικά συναισθήματα, αλλά και μια ελπίδα για ένα
διαφορετικό μέλλον.
Οι ηλικιωμένοι από την άλλη έχουν τον καημό πως χάσανε τον ρόλο του
«σοφού», εκείνου που με την εμπειρία της ζωής θα γίνει ο φωτεινός δείκτης για
τους νέους, έχουν χάσει δηλαδή το κυρίαρχο νοηματικό τους γίγνεσθαι. Το
χαρτζιλίκι είναι ότι τους απέμεινε από τον πλούτο που έχουν να μεταφέρουν στην
καινούργια γενιά, ώστε η αλυσίδα να ενδυναμωθεί. Οι ηλικιωμένοι ίσως νιώθουν
απογοητευμένοι με ό,τι βλέπουν, αλλά -ίσως κρυφά- να είναι και αισιόδοξοι ή/και
να ζηλεύουν γιατί οι νέοι τολμούν την υπέρβαση, έστω και στο χαοτικό και ασαφές
πλαίσιο της μετανεωτερικότητας.
Το χάσμα μεγαλώνει κι από κάτω προς τα πάνω κι από πάνω προς τα κάτω. Οι
ηλικιωμένοι δεν είναι συνήθως αποδεκτοί, γιατί η ίδια η κοινωνία τους θεωρεί
εμπόδιο και πως δεν έχουν να δώσουν τίποτα πλέον στις νεότερες γενιές. Τους
απομονώνει ως άχρηστα εργαλεία σε αποθήκες ψυχών. Από την άλλη οι ηλικιωμένοι
δεν είναι ευπροσάρμοστοι στις νέες ασύλληπτες ταχύτητες της ζωής και μπαίνουν
στο αυστηρό στόχαστρο της κριτικής από τους νέους. Αυτό όμως δείχνει πως έχουν
υποχωρήσει οι βασικές αξίες και τα αξιώματα της ζωής, γιατί αυτά ανεξαρτήτως
της γενιάς είναι τα πιο σημαντικά και αποτελούν τους ισχυρούς κρίκους
διασύνδεσης των γενεών. Οι παλιότεροι έχουν να διδάξουν πολλά πάνω σε αυτές τις
αξίες γιατί τις έχουν δοκιμάσει στον στίβο της ζωής και τις έχουν συνειδητοποιήσει
βιωματικά. Έχουν επίσης κι αυτοί την ανάγκη να γευτούν την ορμή της
νεανικότητας σαν αντάλλαγμα στην δική τους εμπειρία.
Η ορμή της νιότης και η βιωμένη εμπειρία είναι δύο συνιστώσες της ζωής που
έχουν ανάγκη και οι δύο γενιές, ώστε να ανατροφοδοτούν η κάθε μία τα δικά της
νοήματα. Ο κατακερματισμός των κοινωνιών καθιστά επιτακτική την ανάγκη
διασύνδεσης των δύο αυτών ηλικιακών ομάδων. Τα παιδιά μοιάζουν να μεγαλώνουν
πρόωρα, δίχως την καθοδήγηση της εμπειρίας των παλιότερων γενεών. Έτσι χάνουν
την φρεσκάδα της νιότης και οδηγούνται σε μαρασμό. Από την άλλη οι ηλικιωμένοι
χάνουν την ευκαιρία να αναστοχαστούν πάνω στις εμπειρίες τους, μέσα από την
διαδικασία μετάδοσής τους στους νεότερους.
Γεγονός είναι πως η πείρα των ηλικιωμένων στο κομμάτι που σχετίζεται με την
εργασιακή εμπειρία δεν αποτελεί πλέον ένα ισχυρό πρότυπο για τους νέους όπως
συνέβαινε παλιότερα. Η εμπειρία πλέον δεν μπορεί να είναι οδηγός για τους νέους
δεδομένου πως η τεχνολογική εξέλιξη καθιστά πολύ γρήγορα ξεπερασμένη την
προηγούμενη γνώση και κάνει αναγκαία τη συνεχή αναζήτηση της νέας γνώσης από το
διαδίκτυο ή τους θεσμούς εκπαίδευσης. Η γνώση δεν είναι πια συνυφασμένη με την
ηλικία, αλλά με τη διαθεσιμότητα και την ευελιξία στην αναζήτησή της.
Που μπορούν, επομένως, οι ηλικιωμένοι να είναι υποστηρικτικοί και πως
μπορούν να σχετιστούν διαφορετικά με τη νέα γενιά; Οι ηλικιωμένοι έχουν
διανύσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους, δεν βιάζονται κι έχουν μάθει να
αγαπούν και να συγχωρούν, ώστε μπορούν να αποτελέσουν ένα «μαγικό» πλαίσιο για
να μεγαλώσει ένα παιδί, εκεί όπου όλα επιτρέπονται κι όλα σχεδόν μπορούν να
πραγματοποιηθούν, εκεί που δεν χαλάει κανένα χατίρι. Στις περιπτώσεις που δεν
υπάρχουν εμπλοκές στην επικοινωνία οι έφηβοι βρίσκουν σε αυτή τη σχέση
περισσότερη αποδοχή, κατανόηση και υποστήριξη και λιγότερη οριοθέτηση. Έτσι,
βιώνουν μια σχέση πιο χαλαρή, ζεστή και τρυφερή με ιδιαίτερα οφέλη και για τις
δύο πλευρές. Οι παππούδες και οι ηλικιωμένοι άνθρωποι γενικότερα είναι η
ζωντανή παράδοση της οικογένειας και της κοινωνίας, μεταφέρουν ιστορίες, μύθους
και γεγονότα που ενσαρκώνουν τις θέσεις, τις αρχές και τις αξίες της
οικογένειας και φυσικά έχουν όλο το χρόνο για να τις αφηγηθούν. Οι νέοι μέσα
από τις αφηγήσεις αυτές μπορούν να ταξιδέψουν νοερά στο παρελθόν, να φανταστούν
πως ήταν οι γονείς τους παιδιά και πως εκείνοι σχετιζόταν με τους δικούς τους
γονείς και να φανταστούν γενικότερα τα συστατικά της ύπαρξής τους προκειμένου
να νιώσουν κομμάτι μιας ιστορικής διαδρομής που καλούνται να συνεχίσουν.
Συνοπτικά θα λέγαμε πως:
§ Η κάθε γενιά
μεγάλωσε με ένα διαφορετικό διακύβευμα το οποίο επηρέασε νοηματικά το
περιεχόμενο των ρόλων και των συμπεριφορών τους. Από αυτά τα διαφορετικά
πρότυπα νοηματοδότησης και την διαφορετική κουλτούρα αναφοράς προκύπτει και το
λεγόμενο χάσμα των γενεών.
§ Υπάρχει μια
διαφορετική αίσθηση για την κοινωνικές σχέσεις και την εγγύτητα των ανθρώπων.
§ Διακατέχονται
από μια διαφορετική κουλτούρα αναζήτησης της πληροφορίας και εκμάθησης νέων
δεδομένων.
§ Έχουν
διαφορετική αίσθηση του χρόνου, η οποία απορρέει τόσο από την ηλικία, όσο και
από τις διαφορετικές ταχύτητες με τις οποίες κινείται το γίγνεσθαι της κάθε
γενιάς.
§ Έχουν
διαφορετικές συνήθειες στην διασκέδαση και την ψυχαγωγία.
§ Και βεβαίως
τους διατρέχει μια διαφορετική κουλτούρα στην αναζήτηση του νοήματος της ζωής,
το οποίο από την γενιά των παππούδων έως σήμερα μετακινήθηκε από τον γάμο και
την τεκνοποίηση σε περισσότερο αόριστα κι ασαφή σχήματα και μοτίβα σχέσεων.
§ Παρόλες τις
διαφορές η παρούσα έρευνα αποτυπώνει με σαφήνεια την κοινή ανάγκη και των δύο
γενεών για επικοινωνία και την αγωνία τους να βρεθούν νέοι τρόποι προσέγγισης
κι αλληλεπίδρασης.
Συγγραφείς:
§ Δρ. Γιώργος
Γιαννούσης, ψυχοθεραπευτής – συγγραφέας – επιστημονικός υπεύθυνος του
Ινστιτούτου συμβουλευτικής & ψυχοθεραπείας ΝΗΜΑ
§ Κωνσταντία
Χαλδούπη, ψυχοθεραπεύτρια – συνεργάτιδα του ΝΗΜΑτος
§ Κατερίνα
Γιαννούση, φοιτήτρια ψυχολογίας
[1] https://www.nhmacenter.gr/
[2] https://bestfriendsproject.eu/media/bestfriends-io1-european-report-el.pdf
Βιβλιογραφία
§ Brazelton, B. T., Cramer, B. (2009). Η Πρώτη-Πρώτη Σχέση, 1η Έκδοση. Αθήνα: ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΠΑΠΑΖΗΣΗ ΑΕΒΕ.
§ Bremner, G., J. & Slater, A. (2019). Εισαγωγή στην
Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Αθήνα: Εκδόσεις Τζιόλα.
§ Cole, M. &
Cole, M. (2011). Η Ανάπτυξη των Παιδιών (Ενιαίο). Αθήνα: ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ. ΔΑΡΔΑΝΟΣ
15
§ Coleman, J. C.
(2013). Ψυχολογία της Εφηβικής Ηλικίας, (Μετ. Κουλεντιανού, Μ.) 1η Έκδοση.
Αθήνα: Gutenberg.
§ Craig, G. J.,Baucum, D. (2007). Η Ανάπτυξη του Ανθρώπου, 1η Έκδοση. Αθήνα:
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ ΑΕΒΕ.
§ Marwedel, U.
(2009). Γεροντολογία και Γεροψυχιατρική, 1η Έκδοση. Αθήνα: Ευρωπαϊκές
Τεχνολογικές Εκδόσεις.
§ Γιαννούσης,
Γ., (2021). Βιωματικός οδηγός ψυχοθεραπείας – Η εξελικτική συστημική
προσέγγιση. Αθήνα, εκδόσεις Αρμός.
§ Δαρδαβέσης,
Θ., Κωσταρίδου-Ευκλείδη, Α., Χουσιάδας, Λ. (2011). Θέματα Γηροψυχολογίας και
Γεροντολογίας, 1η Έκδοση. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
§ Κοκκέβη Α.
Κίτσος Γ., Φωτίου Α., (2008). Εφηβεία. Συμπεριφορές και ψυχοκοινωνική υγεία.,
Αθήνα: Ιατρικές Εκδόσεις ΒΗΤΑ.
§ Πούρκος Μ
(επιμ.). (2010). Ποιοτική έρευνα στην ψυχολογία και την εκπαίδευση, Αθήνα, εκδ.
Τόπος.