Θέλουν και δεν μπορούν ή
μπορούν και δεν θέλουν;
Οι μαθησιακές δυσκολίες ως
έννοια κι ως πρακτική έχουν πιάσει στην ελληνική εκπαιδευτική κουλτούρα τα άκρα. Πριν από
κάποιες δεκαετίες η εκπαιδευτική κοινότητα, οι ειδικοί, αλλά και οι γονείς
αντιμετώπιζαν τη σχολική υστέρηση ή αποτυχία ως χαρακτηριστικό της
προσωπικότητας του παιδιού που δεν αγαπά, δεν τα καταφέρνει με τα γράμματα ή
ενώ είναι πολύ έξυπνο δεν στρώνεται να διαβάσει (τεμπέλης). Οι διαγνωστικές
κατηγορίες ήταν αδρές και χοντροκομμένες με αποτέλεσμα πολλά παιδιά που όντως
αντιμετώπιζαν κάποια μαθησιακή δυσκολία ή δυσκολία προσαρμογής στο
μαθητοκεντρικό σύστημα διδασκαλίας, να αδικούνται και να στιγματίζονται ως
προβληματικά.
Από την άλλη, την
τελευταία δεκαετία οι μαθησιακές δυσκολίες, η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής
και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), η δυσλεξία και άλλα πολλά, υπάρχουν στο λεξιλόγιο
σχεδόν κάθε δασκάλου, γονιού και ειδικού. Έχοντας ως στόχο να εντάξουμε όσους
μαθητές πραγματικά είχαν πρόβλημα, ευαισθητοποιώντας τη σχολική κοινότητα και
την οικογένεια, φτάσαμε στην ιατρικοποίηση του φαινομένου και την
κατηγοριοποίηση των μαθητών σε κουτάκια – ταμπέλες του τύπου υπερκινητικός,
διασπαστικός κλπ.
Φυσικά, δεν υποστηρίζω την
επιστροφή στο σύστημα του παραδοσιακού σχολείου που τιμωρούσε το μαθητή με
μειωμένες γνωστικές ικανότητες, αλλά θα πρέπει να είμαστε περισσότερο
προσεκτικοί στον διαχωρισμό των πραγματικών δυσκολιών από τις προθέσεις και
αξιώσεις των μαθητών, από το πόσο δηλαδή κοπιάζουν και επενδύουν στη μάθηση.
Ο κάθε μαθητής μαθαίνει
διαφορετικά και πολλές φορές το εκπαιδευτικό μας σύστημα εξοστρακίζει τους
τύπους εκείνους των μαθητών που σκέφτονται και λειτουργούν περισσότερο
αφαιρετικά, είναι περισσότερο καλλιτεχνικοί και αρέσκονται στη βιωματική μάθηση
κι όχι στην παπαγαλία. Υπάρχουν και οι άλλοι μαθητές που είναι ευπροσάρμοστοι
στο υπάρχον σύστημα διδασκαλίας και κινούνται με άνεση στις απαιτήσεις του.
Ανεξαρτήτως της κατηγορίας όπου ανήκει κανείς, αυτό που έχει σημασία είναι να
επαναφέρουμε ως αξία τη δυναμική που αναπτύσσει ο μαθητής, τον κόπο που
επενδύει και τη συμμετοχική του διάθεση. Χρειάζεται, ειδικότερα, να ξαναδούμε
τη διάσταση του μαθητή που επενδύει σε σχέση με αυτόν που τεμπελιάζει κι όχι
μόνο του «δυσλειτουργικού» σε σχέση με τον «φυσιολογικό». Προφανώς, το
τελευταίο δεν μπορεί να επιτευχθεί με τον παλιό τρόπο, που ιεραρχούσε απόλυτα
τις επιδόσεις με βαθμολογικές κλίμακες και διορθώσεις με κόκκινο στυλό, αλλά με
ένα σύγχρονο τρόπο, ο οποίος, ωστόσο, θα επαναφέρει την έννοια της ανταπόδοσης
και της αμοιβής στην καλή προσπάθεια του μαθητή.
Αυτό που θέλω να πω, είναι πως δημιουργήσαμε ένα κατεστημένο
διαγνώσεων δυσλειτουργικών παιδιών και αυτό με τη σειρά του συνέβαλε στη
δημιουργία και συγκάλυψη μιας κουλτούρας της ήσσονος προσπάθειας που επικρατεί
τόσο στους εκπαιδευτικούς όσο και στους μαθητές. Χτίστηκε, κατ’ αυτόν τον
τρόπο, μια νοοτροπία στην οποία είναι πιο βολικό για το σύστημα
-σχολείο/οικογένεια- το παιδί να θεωρείται προβληματικό παρά φυγόπονο και
αδιάφορο, γιατί η δεύτερη παραδοχή παραπέμπει τις ευθύνες στο ίδιο το σύστημα.
Θέλει λοιπόν, αλλά δεν μπορεί είναι η διάγνωση για τα σύγχρονα «προβληματικά»
παιδιά, τα οποία παίρνουν στις πλάτες τους την ανικανότητα μιας ολόκληρης
κοινωνίας να τα μεγαλώσει υπεύθυνα.
Τα παιδιά των φροντιστηρίων όμως, τα φροντισμένα παιδιά, δεν
μαθαίνουν να αγαπούν το σχολείο, δεν μαθαίνουν πως να μαθαίνουν, στερούνται
παντελώς της μεθοδολογίας και ως συνέπεια στέκονται μετέωρα στο κόσμο του
διαδικτύου να προσπαθούν να αντλήσουν τα εργαλεία που θα τους βοηθήσουν να
επιβιώσουν. Οι νέες τάσεις της διεργασιακής και βιωματικής μάθησης δώσανε μια
νέα ώθηση στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ωστόσο, για να ολοκληρωθεί η προσπάθεια
αυτή, χρειάζεται το εκπαιδευτικό σύστημα να επαναφέρει επικαιροποιημένη μια νέα
μεθοδολογική πρόταση. Οι μαθητές έχουν ανάγκη από ένα πλαίσιο όπου θα
επιχειρούν να κατανοήσουν και να αποκτήσουν τη γνώση, ένα ξεκάθαρο πλαίσιο που
θα αξιολογεί την προσπάθεια του κάθε μαθητή και θα αναγνωρίζει την αξία του.
Επαναλαμβάνω πως δεν έχει σημασία μόνο τι θα καταφέρει ένας
μαθητής, αλλά πόσο θα έχει επενδύσει στη γνώση και στη διαδικασία κατάκτησής
της. Πόσο καλός χτίστης θα γίνει ώστε να οικοδομήσει, από το δημοτικό σχολείο
ακόμη, ένα νέο κόσμο γνώσεων δυσκολονόητο ίσως και παράξενο στην αρχή. Το
σημαντικό, λοιπόν, δεν εστιάζεται μόνο στις δυσκολίες ή στις πιθανές
προβληματικές συμπεριφορές, αλλά και στην ένταση της προσπάθειας και στον κόπο.
Θα πρότεινα, επομένως, να αρχίσουμε να προβληματιζόμαστε στο δίπολο
προσπάθεια-τεμπελιά με την ίδια προσοχή που δώσαμε και στις μαθησιακές
δυσκολίες, ως εμπόδιο στη γνώση. Η μεζούρα να μετρά την τεμπελιά και την
προσπάθεια κι όχι μόνο την διαταραχή.
Μάθαμε εν κατακλείδι στα παιδιά μας να μην ζορίζονται ή να
ζορίζονται χωρίς να θέλουν. Πως όμως θα μάθουν αν δεν διαβάσουν, δεν
εξασκηθούν, δεν εντρυφήσουν στους κανόνες και τη μεθοδολογία; Οι γηραιότεροι θα
θυμόσαστε το δικό σας βιβλίο της γραμματικής του δημοτικού σχολείου που ήταν
φορτωμένο με κανόνες και εξαιρέσεις. Ανεξάρτητα από το αν ήταν αποτελεσματικό ή
όχι είχε από πίσω του μια μεθοδολογία εκμάθησης και κατανόησης της γλώσσας όχι
μόνο ως μέσο συνεννόησης, αλλά κι ως εργαλείο της κουλτούρας μας. Η δομή των
λέξεων, η ορθογραφία, η γραμματική και η σύνταξη είχαν μια συμβολική, αισθητική
κι επικοινωνιακή αξία, η οποία ξεπηδούσε κάθε φορά που καταφέρναμε να την
αποκωδικοποιήσουμε. Ο αλφαβητισμός, το ζητούμενο της εποχής εκείνης, είχε
σταθερούς πόλους, ανάμεσα στους οποίους κινούνταν αξιολογικά οι επιδόσεις των
μαθητών. Το νέο ζητούμενο, όπως αναδεικνύεται από τις σύγχρονες ανάγκες, είναι
η σύνθεση ενός λειτουργικού κοινωνικού γραμματισμού που θα ξαναβάλει τους νέους
σε τροχιά εκμάθησης.
Οι λέξεις, οι ιστορίες,
είτε στον γραπτό είτε στον προφορικό λόγο δημιουργούν αφηγηματικές αλήθειες και
ανοίγουν προοπτικές που ένας τεμπέλης μαθητής χάνει την ευκαιρία να ζήσει.
Δυστυχώς, πολλά παιδιά δεν θέλουν να κοπιάσουν, προτιμούν την ευκολία της
γκρίνιας, της απομόνωσης και του θυμού. Εξάλλου, η διάγνωση καραδοκεί…διάσπαση
προσοχής και ξεμπερδέψαμε.
Στόχος είναι να μαθαίνουμε στα παιδιά μας να σκέφτονται, να
μοχθούν και να επενδύουν στην εξάσκηση των μαθημάτων, γιατί αλλιώς φτωχαίνει το
λεξιλόγιο, χωλαίνει η ιστορική γνώση και
μικραίνει το πάθος για την επιστήμη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου