Η έννοια της ζωής είναι νομοτελειακά συνυφασμένη με
την απώλεια. Στην πορεία της ο άνθρωπος αναγκάζεται να βιώσει μικρές ή μεγάλες
απώλειες, οι οποίες εμπεριέχουν τον πόνο του αποχωρισμού μικρών ή μεγαλύτερων
πραγμάτων που αφορούν τη βιολογική αλλά και την ψυχοκοινωνική του υπόσταση.
Ως αναπόδραστη εμπειρία ο θάνατος ενός αγαπημένου
προσώπου αποτελεί τη μεγαλύτερη από τις απώλειες. Η απουσία αυτή συνεπάγεται
μια βιωμένη εμπειρία πόνου και μια τομή στο συνεχές της ζωής. Ο φόβος του θανάτου,
καθώς και το άγχος που προκαλεί η φθορά απασχολεί τους ανθρώπους από τη παιδική
ακόμη ηλικία και διογκώνεται καθώς περνούν τα χρόνια. Ένα παιδί θα αναρωτηθεί
που πάει ο παππούς όταν πεθάνει, θα τρομάξει στο ενδεχόμενο της απώλειας, θα
ζητήσει από τους γονείς του απαντήσεις. Η αμήχανη στάση των γονιών εκφράζει
συχνά την ανυπαρξία εσωτερικευμένων στάσεων για το ζήτημα της απώλειας και μια
έκδηλη αδυναμία διαχείρισης του.
Ο θάνατος έγινε το ταμπού της εποχής μας, οι
περισσότεροι στέκονται αμήχανα μπροστά στο άκουσμα του και δεν υπάρχουν πλέον
οι συλλογικές κοινωνικές αναπαραστάσεις να τον περιβάλλουν, να του δώσουν νόημα
και εν τέλει να απαλύνουν τον πόνο του. Ο άνθρωπος στέκεται μόνος και
απογυμνωμένος μπροστά του, ψάχνοντας να βρει τις εσωτερικές ορατές ή αόρατες συνδέσεις
για να νοηματοδοτήσει την απώλεια υφαίνοντας νέες κατασκευές.
Ενώ «συναντούμε» τον θάνατο παντού γύρω μας και
πολλές φορές τον βιώνουμε εικονικά, μέσα από ταινίες, βιντεοπαιχνίδια, την
ειδησεογραφική επικαιρότητα, κ.α. στεκόμαστε απέναντί του περισσότερο αδύναμοι
από κάθε άλλη εποχή. Ο θάνατος αντιμετωπίζεται διαδικαστικά, ο θρήνος δίνει τη
θέση του στην απώθηση και ο πόνος ναρκώνεται με την κατανάλωση ψυχοφαρμάκων.
Μαζί με τον φόβο της βιολογικής απώλειας σταδιακά ο
σύγχρονος άνθρωπος στέκεται με την ίδια αδυναμία μπροστά σε όλες τις μορφές
απώλειας, ακόμη και σε αυτές που είναι αναγκαίες και ζωτικές για την εξέλιξη
του, όπως το πέρασμα στην ενηλικίωση. Πόσες οικογένειες φοβούνται να ζήσουν
στιγμές αποχωρισμού και βιώνουν ως ένα μικρό θάνατο την αποχώρηση του παιδιού
από το σπίτι; Ακριβώς με τον ίδιο τρόμο αντιμετωπίζουν πολλές άλλες απώλειες σε
ψυχολογικό επίπεδο, όπως διαζύγια, κρίσεις και ματαιώσεις.
Ο άνθρωπος έπαψε λοιπόν να είναι εξοικειωμένος με την
ιδέα του θανάτου, δεν έχει τα υπαρξιακά στηρίγματα να τον εντάξει κάπου, ούτε τον
νοηματοδοτούν τα παλιά στηρίγματα,
παρότι πολλά από αυτά, τουλάχιστον τυπικά, εξακολουθεί να τα χρησιμοποιεί.
Ως εκ τούτου ο θρήνος του θανάτου έπαψε να αποτελεί κοινωνικό γεγονός, συρρικνώθηκε στη σφαίρα του
ιδιωτικού, απονεκρώθηκε συναισθηματικά και έγινε μια απωθημένη σκέψη. Εξάλλου
οι άνθρωποι πλέον δεν ξέρουν πώς να αντιδράσουν στην απώλεια και το πένθος των
άλλων και τους αντιμετωπίζουν συγκαταβατικά. Ο θρήνος γίνεται ατομική υπόθεση
σε αντίθεση με τη ανάγκη της ψυχής να επικοινωνεί την οδύνη της και να την
μεταφράζει σε κοινωνική εμπειρία.
Δεν μπορούμε βέβαια παρά να αποδεχθούμε πως ο
θάνατος, ως οριστική απώλεια του άλλου, είναι μια από τις πιο δύσκολες
εμπειρίες που ζει ο άνθρωπος. Συνάμα με τον πόνο επιφέρει και μια
αποσταθεροποίηση, όπου χάνονται οι σταθερές και η αίσθηση της ασφάλειας. Η
απώλεια του προσώπου φέρνει κι άλλες απώλειες στους οικείους, όπως αυτή του
ρόλου και των σχέσεων. Επομένως ο θάνατος φέρνει ανακατατάξεις και αλλαγές στην
ιεράρχηση των προτεραιοτήτων και των ευθυνών.
Επειδή όμως σε κάθε απώλεια είναι σαν να χάνουμε και
κάτι δικό μας, η έλλειψη αυτή μπορεί να οδηγήσει στην αναγκαιότητα να το
αναπληρώσουμε εσωτερικά. Αυτός είναι ένας λειτουργικός τρόπος αναπλαισίωσης της
απώλειας που οδηγεί μέσα από το τραύμα στην επανατοποθέτηση του εαυτού σε μια
νέα πραγματικότητα.
Η Κατερίνα είναι 29 χρονών και βίωσε το θάνατο της
μητέρα της πριν πέντε χρόνια, όταν τελείωνε το πανεπιστήμιο. Μαζί με τη μητέρα της
έχασε το στήριγμα που ήταν πάντα δίπλα της στα εύκολα και στα δύσκολα της ζωής.
Χάνοντας τη μητέρα της ως φυσικό πρόσωπο έχασε και τη γη κάτω από τα πόδια της.
Κλονίστηκε, επίσης, η πίστη της στη δύναμη του ανθρώπου, αφού η μητέρας της, «αυτή
η δυνατή γυναίκα που ήταν πάντα στήριγμα για τους άλλους» έχασε τη μάχη με το
θάνατο πολύ νέα. Πώς να ξαναδεί λοιπόν τον κόσμο δίχως τα μάτια εκείνης, δίχως
τις συμβουλές και τις παραινέσεις της;
Ξαφνικά ο χρόνος κόπηκε στα δύο, πριν και μετά τον θάνατο της μαμάς.
Ο θρήνος επιτρέπει τη μετάβαση από αυτό που έχασες σε
αυτό που μπορείς να αποκτήσεις και δημιουργεί την αίσθηση της συνέχειας. Είναι
μια χρήσιμη διεργασία προκειμένου να προσπαθήσεις να αποκτήσεις ότι σου έδινε ο
άλλος. Η αναδρομική βίωση του πένθους, μέσω της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας,
οδηγεί την Κατερίνα σταδιακά στην κατανόηση των εσωτερικών της αναγκών και τη
μετάβαση σε ένα άλλο στάδιο ωριμότητας, όπου η δύναμη εμπεριέχει την φροντίδα
του εαυτού κι όχι μόνο των άλλων. Σαν να έμαθε μέσα από την απώλεια να
αναγνωρίζει και να υπηρετεί τις ανάγκες της και να βάζει τον εαυτό της σε
προτεραιότητα.
Ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου μας φέρνει ενώπιον
των υπαρξιακών μας αγωνιών και ενός αμείλικτου ερωτήματος για το νόημα της
ζωής. Ως εκ τούτου το σημαντικότερο βήμα στη διεργασία του πένθους είναι ο
μετασχηματισμός του νοήματος της απώλειας, μέσα από την υποκειμενική βίωση του θρήνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου