Πρόσφατα είδα την κινηματογραφική εκδοχή της Φόνισσας του Παπαδιαμάντη, η οποία προβλήθηκε υπό την σκηνοθετική ματιά της Εύας Νάθενα και τη συγκλονιστική ερμηνεία της Καριοφυλιάς Καραμπέτη. Η Φόνισσα είναι ένα κείμενο που περιγράφει και αγγίζει σε βάθος τις κοινωνικές αναπαραστάσεις που αναπτύσσονται περιμετρικά της έννοιας του φύλου. Ο Παπαδιαμάντης κάνει μια βαθιά τομή στην ελληνική πεζογραφία, κυρίως επειδή τολμά να θίξει εν τω γίγνεσθαι ένα συλλογικό τραύμα και να αποδώσει με ακρίβεια την σκληρότητα των έμφυλων διακρίσεων και βεβαίως, μέσα από αυτές, τις κοινωνικές συνθήκες και ανισότητες της εποχής του.
Πάνω
στο συγκλονιστικό του αφήγημα έρχεται η κινηματογραφική ενορχήστρωση
από την σκηνοθέτιδα Εύα Νάθενα να αποδώσει με λιτό και στοιβαρό τρόπο τις
κοινωνικές και τις ψυχολογικές διαστάσεις της γυναίκας-φόνισσας και μέσα από
αυτή, τις πλευρές μιας σκληροτράχηλης κοινωνίας. Φωτίζοντας παράλληλα τις
διαχρονικές τους συνδέσεις μια και στοιχεία αυτής της κοινωνίας κυλούν στις
φλέβες μας ακόμη και σήμερα.
«Να
το προικιό μου», αναφωνεί η Φραγκογιαννού, καθώς βρίσκεται «στο ήμισυ του
δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης» κλείνοντας σε δύο
φράσεις ό,τι συμβαίνει στον ψυχισμό της, αλλά και στο πολιτισμικό υπόβαθρο της
κοινωνίας της.
Η
Νάθενα, ακολουθώντας τον Παπαδιαμάντη, τοποθετεί την ηρωίδα μέσα στο ίδιο
εντυπωσιακό φυσικό σκηνικό, τονίζοντας εμφατικά το φυσικό περιβάλλον, με τις
αδρές και σκληρές του αποχρώσεις, οι οποίες αντικατοπτρίζονται στις αντίστοιχες
σκληρές απεικονίσεις της καθημερινής ζωής, μεταξύ των οποίων και της δυσμενούς θέσης
της γυναίκας στην κοινωνική ιεραρχία.
Η
ηρωίδα του Παπαδιαμάντη, η Φραγκογιαννού, είναι μια συνηθισμένη μα και
ξεχωριστή φιγούρα που κινείται στη ραχοκοκαλιά μιας σκληροτράχηλης πατριαρχικής
κοινωνίας. Είναι αυτή που φέρνει στον κόσμο τα παιδιά και συγκεντρώνει πάνω της
όλες τις προσδοκίες για να αποκτήσει η εγκυμονούσα γυναίκα το πολυπόθητο αγόρι.
Στο πλαίσιο αυτό η Φραγκογιαννού κινείται μεταξύ ατομικής βούλησης και
πεπρωμένου, μεταξύ αποδοχής και αναζήτησης, μεταξύ μιας ιδιότυπης αυτονομίας
και της άτεγκτης κοινωνικής επιρροής.
Πως
θα αλλάξουν οι κοινωνικές δομές, πως θα αλλάξει η μοίρα των γυναικών, είναι το
ερώτημα που βασανίζει και δημιουργεί μια υπαρξιακή αγωνία στον συγγραφέα. Τα
ίδια ερωτήματα προφανώς βασανίζουν και την Νάθενα, παρά τη διαφοροποίηση της εποχής
που ζουν και βεβαίως του φύλου τους. Ωστόσο, το μόνο σίγουρο είναι πως τα
παραπάνω ερωτήματα μας αφορούν όλους, ιδιαίτερα σε μια καμπή της ιστορίας όπου
η γυναικεία υπόσταση ξαναβυθίζεται στις πτυχώσεις μιας νέας αναδυόμενης, όσο
και παλιάς, πατριαρχίας.
Ο
Παπαδιαμάντης λοιπόν μας χάρισε ένα κοινωνικό μυθιστόρημα που από τη μία φωτίζει
την ανάγκη για μετασχηματισμούς στις κοινωνικές δομές και στις ανθρώπινες
σχέσεις και από την άλλη την επιθυμία να συνταχθούμε στο κοινό του ανθρώπου,
μέσα από συνθέσεις κι όχι διαιρέσεις.
Και
βέβαια αναδεικνύει αυτές τις ανάγκες με ένα φυσικό και ταυτόχρονα δραματικό
τόνο, με τον οποίο συντάσσεται και η σκηνοθετική και ερμηνευτική απόδοση της ταινίας. Σαν να θέλουν
και οι δύο -συγγραφέας και σκηνοθέτιδα- να αποδώσουν την τραγικότητα της
ανθρώπινης μοίρας όταν αυτή ξεφεύγει από τις φυσικές της νομοτέλειες. Όταν δηλαδή
η σύνδεση του ανθρώπου με το κοινωνικό του περιβάλλον παραβιάζει τη φυσικότητα
του κύκλου της ζωής και δημιουργεί κοινωνικές και ψυχικές παθογένειες. Η
αλήθεια του οπτικοποιημένου κειμένου διαπλάθεται μεταξύ αντικειμενικής
περιγραφής και υποκειμενικής εμπειρίας και συνθέτει έναν κόσμο αντιφάσεων,
επιβίωσης και υπαρξιακής μοναξιάς, κοινωνικής σκληρότητας και νοιαξίματος,
αγάπης και εθίμου, έρωτα και ανάγκης, κ.ο.κ.. Και μέσα σε αυτές τις αντιφάσεις
διατρέχει ως ενοποιητικός παράγοντας ο βαθύτερος ψυχισμός της Χαδούλας, καθώς
και το τραυματισμένο υπόβαθρο της κοινωνίας που σε ασυνείδητο επίπεδο αναζητά
λύσεις.
Η
Χαδούλα δημιουργεί, μεταξύ του ψυχισμού της και του συλλογικού ασυνείδητου, ένα
διάκενο στο οποίο φαντασιώνεται μια λυτρωτική εμπειρία, ισοδύναμη με την
καταλυτική μορφή της αγάπης. Σκοτώνει τα μικρά κορίτσια και νοηματοδοτεί αυτή
της την πράξη ως λυτρωτική αγάπη, για να τα γλιτώσει από την μοίρα τους, την
κοινή μοίρα των γυναικών της εποχής. Ο θάνατος εξυψώνει τους ανθρώπους στο ίδιο
σημείο, άρει τους διαχωρισμούς και τις διακρίσεις, δεν υπολογίζει τις
κοινωνικές κατασκευές και παραμερίζει τις συμβάσεις που φτιάχνουν οι άνθρωποι
για να επιβιώσουν. Στον θάνατο είμαστε όλοι ίδιοι, και είναι σαν να μοιάζει το
σκληρό του πρόσωπο πιο δίκαιο και πιο ανθρώπινο από τις ανθρώπινες κοινωνικές
κατασκευές.
Ζωή
σαν θάνατος και θάνατος σαν λύτρωση, σαν το τίμημα δηλαδή για την απελευθέρωση.
Μήπως
δεν είναι όμως σκληρή η ζωή και για τους άντρες; Μήπως δεν είναι κι εκείνοι
έρμαια μιας κοινωνίας πυκνής σε αντιφάσεις και διαχωρισμούς; Μήπως δεν είναι κι
εκείνοι υπόδουλοι των δικών τους ρόλων; Τους παρατηρείς στην ταινία να
κινούνται σαν βιολογικές οντότητες, αποστασιοποιημένοι από κάθε λογής
συναισθήματα. Τουλάχιστον οι γυναίκες υφαίνουν μεταξύ τους ένα δίκτυο
επικοινωνίας, στρεβλό βέβαια, αλλά υπαρκτό. Μέσω του οποίου «μαγειρεύουν» τα
πάθη τους και επιχειρούν να αντέξουν τις πίκρες και τις ματαιώσεις της ζωής τους.
Από την άλλη οι άντρες ως «κυρίαρχοι» των κοινωνικών δομών ασφυκτιούν μέσα στην
ισχύ τους και βιώνουν μια ανεξάντλητη υπαρξιακή μοναξιά. Μόνοι και
συναισθηματικά ευάλωτοι εργάζονται, τρώνε, πίνουν και κάνουν σεξ, συνθέτοντας
μια αποτρόπαια κοινωνική φιγούρα.
Οι
άντρες ζουν σε μια ψευδαίσθηση πως μπορούν να ορίσουν τη ζωή και τον θάνατο,
ενώ δεν είναι σε θέση να ορίσουν τα ίδια τους τα συναισθήματα. Και μέσα σε αυτή
την αντίληψη αντιλαμβάνονται τη γυναίκα ως μέσο συντήρησης και αναπαραγωγής κι
όχι σαν αλληλέγγυα πλάσματα στον αγώνα της επιβίωσης και της εξέλιξης των ίδιων
και των κοινωνιών τους.
Οι
άντρες βιώνουν μια ανελέητη πίεση που τους συνθλίβει στις μυλόπετρες της
επιβίωσης. Μοιάζουν σαν τις πέτρες και τα βράχια των βουνών του νησιού τους που
στέκονται αγέρωχα, σκληρά, μα και μοναχικά απέναντι στις αντιξοότητες του αέρα,
της βροχής και της κάψας του ήλιου. Οι άντρες εκείνης της γενιάς -όπως και
πολλοί άλλοι πολλών γενιών- στερούνται του χαδιού και της αγάπης που κουβαλά η
γυναίκα και η μητέρα. Το πετσί τους
γίνεται τραχύ για να αντέχει και η καρδιά τους σκληραίνει για να μπορούν να
γίνουν το πέρασμα προς την επιβίωση για όλη την οικογένεια.
Στην
ταινία δεν ξέρεις ποιον/α να πρωτολυπηθείς και για ποιο πράγμα να συμπονέσεις
πρώτα. Όλα κινούνται σε ένα δραματικό φόντο που αποκλείει τις απολαύσεις που
έχουν οι απλές ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις, το χάδι, η φροντίδα, ο έρωτας.
Άντρες και γυναίκες στον δρόμο μεταξύ θείας και ανθρώπινης ηθικής ανήμποροι να
αγαπήσουν ο ένας τον άλλο, στρέφονται με μανία ο ένας εναντίον του άλλου, σε
ένα κυριολεκτικό μα και φαντασιακό παιχνίδι επιβίωσης, από το οποίο όμως δεν
επιβιώνει κανείς δίχως να τραυματιστεί και να πληγεί συναισθηματικά ή/και
σωματικά. Το ίδιο πληγωμένο καθίσταται και το κοινωνικό σώμα, ένα σώμα που
κουβαλά στη ράχη του τις διακρίσεις και τους αποκλεισμούς που το ίδιο
δημιουργεί, σαν να νοσεί από μια αυτοάνοση ασθένεια.
Το
παράδοξο με τις πατριαρχικές δομές είναι πως καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα
αέναο διαγενεακό τραύμα, το οποίο
μεταλλάσσεται σε μίσος και σκληρότητα ή γίνεται σιωπή, στις περιπτώσεις που δεν
επουλωθεί. Σε κάθε περίπτωση στην ταινία αναδεικνύεται μεταξύ άλλων η
πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων και φωτίζονται κάποια από τα σύγχρονα
κοινωνικά προβλήματα, όπως μεταξύ άλλων η έμφυλη βία, η δύναμη των
προκαταλήψεων και η επιρροή που έχουν οι κοινωνικές διεργασίες στους ανθρώπινους ψυχισμούς, η
μοναξιά στον γάμο, η φτώχια, κ.ο.κ..
…Να τη δείτε άμεσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου