Τρίτη 1 Ιουνίου 2021

Η ταυτότητα του υποκειμένου και ο κοινωνικός δεσμός στην εξελικτική συστημική προσέγγιση


Σύμφωνα με τον Erikson (1968), η ταυτότητα είναι ένα αίσθημα ενότητας και συνέχειας που μπορεί να αναχθεί στο συνεχές αίσθημα του να είναι κανείς ο εαυτός του. Το «αίσθημα» αυτό αναφέρεται περισσότερο σε μια υπαρξιακή ενοποίηση του ατόμου που το κάνει να μη συγχέεται με τους άλλους. Η ταυτότητα, ως επιβεβαίωση της μοναδικότητας, είναι πάντα στα όρια της ύπαρξης του άλλου. Είναι μια κατασκευή που ενοποιεί την πρόθεση του υποκειμένου με το βλέμμα των άλλων, το κοινωνικό βλέμμα. 
 
      Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό όν ή, με άλλα λόγια, είναι πολιτικό ζώο (Αριστοτέλης). Εγγράφεται πριν καν γεννηθεί στο υφάδι της γλώσσας, ως ομιλών και ομιλούμενος, παίρνει το όνομά του από τους άλλους με βάση τη γενιά του, τους γονείς του, το περιβάλλον που μιλάει την ίδια γλώσσα με αυτόν, με βάση την αφομοίωση των προτύπων, αναγνωριζόμενος μέσα σε αυτά, ενώ συγχρόνως υποκρίνεται ότι βρίσκει διέξοδο για να εκφράσει τη μοναδικότητά του. Αυτή η μοναδικότητα τείνει να γίνει έλλειψη και διάψευση, μέσα από μια μη αντιστρέψιμη και αμείωτη αλληλεπίδραση μεταξύ ναρκισσιστικού και συλλογικού και αυτό καθιστά την ταυτοτική προβληματική μια ψυχοκοινωνική προβληματική (Jacuqeline Barus-Michel, 2005). 
 
     Μια πρώτη όψη της ταυτότητας έχει να κάνει με το έκδηλο. Αυτό που προσφέρει μια κωδικοποιημένη αναπαράσταση του εαυτού. Είναι αυτό που θεσμοθετεί το άτομο και συνεπώς το εγγράφει και το προσδιορίζει μέσα σε ένα σύστημα αντικειμενικών και κοινωνικών επισημάνσεων, οι οποίες υπάρχουν καθ’ αυτές, ανεξάρτητα από την υποκειμενική επεξεργασία στην οποία το άτομο τις υποβάλλει και ανεξάρτητα από ό,τι αισθάνεται γι’ αυτές (Bourdieu, 1999). Η ταυτότητα του υποκειμένου είναι επίσης μια αναπαράσταση του Εγώ, μια υποκειμενική κατασκευή που εγγράφεται σε μια χρονικότητα. Η διεργασία αυτή είναι εν μέρει ασυνείδητη και στόχος της είναι η παραγωγή νοήματος από υλικά αντλούμενα από τα ψυχικά και κοινωνικά αποθέματα. Έτσι η ταυτότητα συμπεριλαμβάνει δύο εγγραφές: Η μια, κωδικοποιημένη, σχετίζεται με έναν ορισμό του εαυτού ο οποίος συνδέεται με τυπικά χαρακτηριστικά και μπορεί να έχει υποστεί μεταβολές, επιρροές από το εξωτερικό και που μπορεί να είναι επενδυμένος ή απορριπτέος. Η άλλη είναι μια συνεχής και εσωτερική διαδικασία διευθετήσεων σε σχέση με το περιβάλλον, που επιβεβαιώνει ένα αίσθημα ύπαρξης, ενώ συγχρόνως αναζητά νόημα και συνοχή (Bruner, 1997). Οι δύο εγγραφές αθροιστικά δίνουν τη δομητική και υπαρξιακή διάσταση της ταυτότητας και συνιστούν την έννοια του υποκειμένου. Με άλλα λόγια, όπως αναφέρει ο Morin, το τι είναι υποκείμενο προϋποθέτει ένα άτομο αλλά η εικόνα ενός ατόμου δεν αποκτά νόημα παρά μόνο αν εμπεριέχει την έννοια του υποκειμένου· μια θεμελιακή ιδιότητα του οποίου είναι η ικανότητά του να αντικειμενοποιεί, αρχής γενομένης από την ικανότητα να αντικειμενοποιείται το ίδιο, να αναγνωρίζει τον εαυτό του (Morin, 2005). 
   
   Όμως το υποκείμενο δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα της ιστορίας του –των ενδοψυχικών και κοινωνικών εγγραφών- είναι και ο δημιουργός της. Δομείται ανάλογα με τους τρόπους που οικειοποιείται τα κοινωνικά αντικείμενα που συναντά, επιλέγει ή δημιουργεί (Κατάκη, 2008). Η ταυτότητα του υποκειμένου συνίσταται σε κατασκευασμένες, αποδεκτές και επιλεγμένες αναπαραστάσεις μέσα από ψυχικές και κοινωνικές δυναμικές στις οποίες εμπλέκεται το υποκείμενο (Ναυρίδης, 1997). Μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι αυτή η ταυτότητα, όσο και αν είναι φύσει εξελίξιμη, παρουσιάζεται κάθε φορά με διαφορετικό πρόσωπο, ανάλογα με το πλαίσιο και το περιβάλλον, παρά το ότι το υποκείμενο τείνει να τα συγκεράσει. Αν περάσουμε στο χώρο της κοινωνικής ψυχολογίας, η ταυτότητα δεν είναι κάτι το δεδομένο αλλά ένα σύνολο αναπαραστάσεων που αφορούν το πρόσωπο (Παπαστάμος, 2008). Όταν το πρόσωπο ερωτάται ή διερωτάται για την έννοια του χαρακτηρισμού και της μοναδικότητας, προστρέχει στις αναπαραστάσεις αυτές. Τα αισθήματα αυτοαποδοχής, αβεβαιότητας ή και δυσφορίας προσδιορίζουν τη δυνατότητα ή την αδυναμία απάντησης. Το κοινωνικό περιβάλλον μπορεί να αντιτίθεται ή να απειλεί την ταυτότητα, είτε επειδή την αμφισβητεί και της αντιτίθεται είτε επειδή ευνοεί την επιβεβαίωσή της και τα στηρίγματά της. Μετά από αυτήν τη διεργασία, η ταυτότητα όχι μόνο δεν αποτελεί σταθερό δεδομένο αλλά εγγράφεται σε μια ιστορία, τη δική μας ιστορία και την ιστορία των ανταλλαγών μας με το περιβάλλον (Bruner, 1997). Για το λόγο αυτό μιλάμε για ταυτοτική διαδικασία και όχι για ταυτότητα, για διεργασίες υποκειμενοποίησης και όχι για υποκείμενο. 
   
Αυτή η διαδικασία επηρεάζεται ποικιλότροπα από κινήσεις του κοινωνικού πεδίου, ανάλογα με τις εξελίξεις που προτείνονται ή τις ρωγμές που επιβάλλονται, τις οποίες αποδυναμώνουν ή πολλαπλασιάζουν τα στηρίγματα και οι αποδοχές. Η διαδικασία συγκρότησης της υποκειμενικότητας, σε ένα πλαίσιο κοινωνικής αστάθειας και μεταβολής, μπορεί να καταστεί ιδιαίτερα εύθραυστη και να κατακερματιστεί (Κατάκη, 2008). Όταν αναφερόμαστε σε κατακερματισμό, εννοούμε ότι στην προσπάθεια αυτή για προσδιορισμό και εξοικείωση του εαυτού υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί ασυνέχεια, ότι μπορεί να υπάρξει σοβαρή ρήξη ανάμεσα στην επιθυμία αποδοχής και στις δυνατότητες πραγμάτωσης. Η ρήξη αυτή γίνεται παράγοντας μείωσης της εσωτερικής βεβαιότητας και της δυνατότητας των κοινωνικών δεσμών.
   
   Η παραπάνω ρήξη προσδιορίζεται σαφώς από την κοινωνική εξέλιξη και το πέρασμα στην υπερνεωτερικότητα. Από μια συνθήκη, δηλαδή, όπου «οι ευρωπαϊκές κοινωνίες βρίσκονται σε μια ενδιάμεση κατάσταση: τα ερείπια της βιομηχανικής κοινωνίας, εδαφικά προσδιορισμένης, πειθαρχικής, νεωτερικής, ιεραρχημένης, συνυπάρχουν με την ανάπτυξη της ρευστής, παγκοσμιοποιημένης, πολυκεντρικής, υπερνεωτερικής κοινωνίας» (Vincent de Gaulejac, 2010:43). Σύμφωνα με τον ίδιο συγγραφέα στην υπερνεωτερική κοινωνία «αυτοπροσδιορίζεται κανείς περισσότερο ως εξαίρεση παρά ως όμοιος… Το άτομο οφείλει να πραγματώνεται να γίνεται ο εαυτός του ανεξάρτητα από τις αντικειμενικές συνθήκες που διευκολύνουν ή εμποδίζουν την επιτυχία…το άτομο καθίσταται υπεύθυνο της επιτυχίας ή της αποτυχίας του. Η καταγγελία των αντικειμενικών ανισοτήτων υποχωρεί ενώπιον των ατομικών ελλείψεων και ανικανοτήτων» (Vincent de Gaulejac, 2010: 39). Ο κόσμος της υπερνεωτερικότητας φαντάζει αμείλικτος, είναι όμως παράλληλα αυτός στον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να εκφράσει την ελευθερία του. Η δυιστική αυτή αντίληψη μαρτυρά μια αλλαγή εγγραφής του υποκειμένου στον κοινωνικό δεσμό· η αλλαγή αυτή καθιστά σαφές πως οι νέες μορφές με τις οποίες εμφανίζονται τα φαινόμενα των ψυχικών δυσλειτουργιών προέρχονται από τη δυσκολία σύνδεσης του «είναι» με τον κοινωνικό δεσμό, και την παράλληλη αγωνιώδη απόπειρα συγκρότησης της υποκειμενικότητας. 

   Στο παρών κείμενο επιχειρούμε μέσα από βιωμένες εμπειρίες κρίσεων και ρήξεων στη ζωή των υποκειμένων με συμπτώματα ψυχικών δυσλειτουργιών, να οδηγηθούμε σε ένα στοχασμό αναφορικά με τις ιδιαιτερότητες των σύγχρονων υποκειμένων –των υποκειμένων της υπερνεωτερικότητας- τα οποία διερωτώνται για τη συνοχή τους, την υπαγωγή τους και τα σχέδιά τους, μέσω των οποίων αναζητούν αναγνώριση και νόημα, όπως επίσης, μονιμότητα και συνοχή, στοιχεία απαραίτητα για την ψυχική στήριξη και τη συγκρότηση του εαυτού ως υποκείμενο. 
    Πριν απ’ όλα, όμως, ας επιχειρήσουμε μια πρώτη ανίχνευση της διαμόρφωσης του υποκειμένου όπως αυτή διατυπώθηκε από τις κυριότερες αναπτυξιακές θεωρίες. Καταρχήν οφείλουμε να επισημάνουμε πως από όλες τις αναπτυξιακές θεωρίες έχει επισημανθεί η σημασία της οικογένειας για την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη της προσωπικότητας (Lawrence Pervin – Oliver John, 2001). Παρόλο που κάθε θεωρητική προσέγγιση τονίζει διαφορετικές διεργασίες και δομές, η οικογένεια θεωρείται ο κυρίαρχος παράγοντας στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου (Giddens, 2002). Η κλασική ψυχαναλυτική θεωρία, όπως εκφράστηκε με τις θέσεις του S. Freud αρχικά και της κόρης του, A. Freud, στη συνέχεια, καθώς και η νεότερη προσέγγιση στο χώρο της ψυχανάλυσης, η θεωρία της σχέσης με το αντικείμενο, τονίζουν ιδιαίτερα τη σημασία της σχέσης του παιδιού με τη μητέρα κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του για τη μετέπειτα ψυχοκοινωνική ανάπτυξη και προσαρμογή (Παπαδιώτη-Αθανασίου, 2000). 

   Η A. Freud (ό.π.) αναφέρει ότι το νεογέννητο παιδί είναι ένα «ακοινώνητο» ον. Δεν έχει αναπτύξει ακόμη τις κοινωνικές δυνάμεις που ελέγχουν τον εαυτό. Κυριαρχεί το ένστικτο της ευχαρίστησης και της αποφυγής δυσάρεστων εμπειριών. Το έργο για τη διαμόρφωση του ακατέργαστου αυτού υλικού σε ένα κοινωνικοποιημένο μέλος της κοινωνίας το επιτελούν κατά κύριο λόγο οι γονείς. Τα βρέφη, όπως αναφέρουν οι Nichols και Everett (1986), δε γίνονται αυτόματα ολοκληρωμένες προσωπικότητες. Διαμορφώνονται επίπονα και σταδιακά, μέσα από τις στάσεις και τα έργα των γονιών τους, που είναι και οι πρώτοι φορείς της κοινωνικοποίησής τους. Η διαδικασία διαμόρφωσης της προσωπικότητας είναι διαρκής, όπως υποστηρίζεται στην αναπτυξιακή θεωρία του Erikson (1968). Παρά ταύτα, ο «σκληρός πυρήνας» αυτής της προσωπικότητας διαμορφώνεται τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού, όταν κυρίαρχο ρόλο στην κοινωνικοποίησή του έχουν οι γονείς του. 

   Με βάση την συστημική προσέγγιση, όσον αφορά την ηλικία στην οποία ολοκληρώνεται η διαμόρφωση της προσωπικότητας, οι Nichols και Everett (1986), θεωρητικοί και θεραπευτές στο χώρο της συστημικής θεώρησης, αναφέρουν ότι η προσωπικότητα, όπως όλα τα ζωντανά συστήματα, είναι ένα ανοιχτό σύστημα. Ένα ζωντανό σύστημα επιβιώνει όταν τα όρια του είναι ανοιχτά και επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών, τη μετακίνηση πληροφοριών προς το σύστημα και έξω από αυτό. Υπάρχει μια συνεχής διεργασία ανταλλαγής μεταξύ του εσωτερικού ανθρώπινου δυναμικού και του εξωτερικού κοινωνικού περιβάλλοντος. Υπάρχει ένα σύστημα συνεχούς αλληλεπίδρασης και επανατροφοδότησης μεταξύ του εαυτού και των άλλων. Με βάση αυτήν τη συνεχή αλληλεπίδραση η προσωπικότητα διαμορφώνεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής. Η θέση αυτή δεν αναιρεί την ύπαρξη κάποιων σταθερών που χαρακτηρίζουν διαχρονικά τον εαυτό. Σε όλη αυτήν τη διαδρομή, παρότι υπάρχει μια συνέχεια στην εξέλιξη (Bezevegis, 1997) και μια συνέχεια στην ποιότητα προσαρμογής του παιδιού σε κάθε αναπτυξιακό στάδιο (Μόττη-Στεφανίδη, 1997), το πλαίσιο εξακολουθεί να επηρεάζει σημαντικά τόσο τη συνεχή τροποποίηση χαρακτηριστικών της προσωπικότητας όσο και την έκφραση των ήδη υπαρχόντων. 
   
     Στις αρχές του 1970 εμφανίζεται ένα πλήθος νέων ιδεών, που προσπαθούν να εκφράσουν με διαφορετικό τρόπο η κάθε μια, αυτό το ρόλο του «πλαισίου» ως καθοριστικού παράγοντα της γνωστικής ανάπτυξης του ανθρώπου (Κακούρος – Μανιαδάκη, 2003). Οι απόψεις αυτές συνέκλιναν στο ακόλουθο συμπέρασμα: Η μελέτη της ανάπτυξης του ατόμου πρέπει να γίνεται μέσα στο φυσικό χώρο και στο κοινωνικό, διαδρασιακό (interactional), πλαίσιο στο οποίο οι ψυχολογικές διεργασίες πραγματοποιούνται, επειδή οι αλλαγές στο ευρύτερο φυσικό, κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον του αναπτυσσόμενου ατόμου είναι πιθανό να προσδιορίζουν καθοριστικά τον τρόπο με τον οποίο αυτό αντιδρά, και κατά συνέπεια να οδηγούν σε λανθασμένα συμπεράσματα όσο αφορά στη γνωστική του ανάπτυξη (ό.π.). Το περιεχόμενο του όρου «πλαίσιο» διαφοροποιείται από μελέτη σε μελέτη. Κυρίως εννοούμε το οικολογικό περιβάλλον του ατόμου, που περιλαμβάνει ένα ευρύτατο πλέγμα διαπλεκόμενων και αλληλεπιδρώντων συστημάτων (Μαριδάκη, 1997). 

     Το πώς θα αναπτυχθεί η προσωπικότητα εξαρτάται όχι μόνο από βιολογικούς και ενδοψυχικούς παράγοντες αλλά και από τις αξίες, στάσεις και ιδεολογικές τοποθετήσεις ενός συγκεκριμένου κοινωνικού πλαισίου απέναντι σε βασικά φαινόμενα και εκδηλώσεις της ζωής, όπως οι διαπροσωπικές σχέσεις, οι σχέσεις προς το άλλο φύλο, οι στάσεις για το μεγάλωμα των παιδιών κ.α. Επίσης, εξαρτώνται από το τεχνολογικό επίπεδο, τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες μιας χώρας, καθώς και από τη διαμόρφωση του φυσικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζουν τα άτομα. Η ανάπτυξη της προσωπικότητας, δηλαδή, είναι συνάρτηση και του κοινωνικού, πολιτισμικού και γεωγραφικού πλαισίου, στο οποίο ζουν τα άτομα. Η παραπάνω άποψη στηρίζεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος δε ζει απομονωμένος. Είναι ένα δρων και αλληλεπιδρών μέλος των κοινωνικών ομάδων. Εκείνο που βιώνει ως πραγματικό εξαρτάται τόσο από εσωτερικές όσο και εξωτερικές συνιστώσες. Το ότι ο άνθρωπος επηρεάζεται από το κοινωνικό του πλαίσιο, και ότι με τη σειρά του το επηρεάζει, είναι λοιπόν προφανές (ό.π.). 

     Ας συνυπολογίσουμε, επίσης, ότι η γενετική μας κληρονομιά μάς προικίζει με κάποια συναισθηματικά χαρακτηριστικά που καθορίζουν την ψυχοσύνθεσή μας. Όμως το εγκεφαλικό κύκλωμα που εμπλέκεται εδώ είναι εξαιρετικά εύπλαστο. Η συγκεκριμένη ιδιοσυγκρασία μας δεν είναι η μοίρα μας. Τα συναισθηματικά μαθήματα που παίρνουμε ως παιδιά στο σπίτι και στο σχολείο διαμορφώνουν τα συγκινησιακά κυκλώματα, κάνοντάς μας περισσότερο ικανούς – ή ανίκανους – στους χειρισμούς της συναισθηματικής νοημοσύνης. Αυτό σημαίνει ότι η παιδική ηλικία και η εφηβεία είναι κρίσιμα παράθυρα που δίνουν την ευκαιρία για την εδραίωση των ουσιωδών συναισθηματικών συνηθειών που θα κυβερνήσουν τη ζωή μας (Golleman, 1995). Η οικογενειακή ζωή είναι το πρώτο σχολείο της συναισθηματικής μας αγωγής. Αποτελεί έναν πολύ σημαντικό συντελεστή σε αυτήν τη διαδικασία. Είναι μια φυσική κοινωνική ομάδα, η οποία καθορίζει τις αντιδράσεις των μελών της στα εσωτερικά και εξωτερικά ερεθίσματα. Η οργάνωση και η δομή της ελέγχουν και προσδιορίζουν τις εμπειρίες των μελών της. 

    Ιδιαίτερη έμφαση στη συνεχή διαμόρφωση της προσωπικότητας δίνει η θεωρία του κοινωνικού κονστρουκτιβισμού, η οποία επηρέασε σημαντικά την συστημική προσέγγιση (Τσαμπίκα – Καλαρρύτης, 2009). Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, υπάρχει ένα συνεχές γίγνεσθαι στην ανθρώπινη προσωπικότητα. Ο άνθρωπος μέσα από τη συναλλαγή του με τους άλλους, ιδιαίτερα τους «σημαντικούς άλλους», διαμορφώνει συνεχώς την προσωπικότητά του (Κατάκη, 2008 & Lawrence Pervin – Oliver John, 2001). 
   
    Παρόλο όμως που η προσωπικότητα διαμορφώνεται εφ’ όρου ζωής, οι γονείς, επειδή είναι τα πρώτα πρόσωπα με τα οποία επικοινωνεί το παιδί και μάλιστα στα πρώτα χρόνια της ζωής του που είναι τα πιο εύπλαστα, αποτελούν για αυτό το κυρίαρχο περιβάλλον επίδρασης. Η οικογένεια είναι ο χώρος όπου το παιδί, περνώντας από διαδοχικά στάδια, θα διαμορφώσει το βασικό εαυτό και θα αποκτήσει την προσωπική του ταυτότητα και την αυτονομία του, για να ενταχθεί στη συνέχεια αυτόνομο άτομο στην κοινωνία. Η οικογένεια επηρεάζει την προσωπικότητα και τη συμπεριφορά του ατόμου ως σύνολο, ως σύστημα. Παρόλο που οι αναπτυξιακές θεωρίες τονίζουν περισσότερο τη σημασία της μητέρας, αλλά και του πατέρα, ανάλογα με το στάδιο ανάπτυξης του παιδιού, σύμφωνα με τη συστημική προσέγγιση ολόκληρη η οικογένεια ως σύστημα συμμετέχει στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη καθενός μέλους (Κατάκη, 2008). Η οικογένεια δεν είναι άθροισμα μεμονωμένων ατόμων αλλά ένα δυναμικό σύνολο που περιλαμβάνει τα άτομα και τις μεταξύ τους σχέσεις και αλληλοαντιδράσεις (Κακούρος-Μανιαδάκη, 2003). 

        Στην οικογένεια, οι κύριοι παράγοντες οι οποίοι συντελούν στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του νέου μέλους δεν είναι το κάθε άτομο χωριστά, ούτε η σχέση της μητέρας ή του πατέρα με το παιδί, αλλά ο τρόπος με τον οποίο η οικογένεια σχετίζεται και επικοινωνεί με τα μέλη της ως σύνολο. Η σχέση και ο τρόπος συναλλαγής του ζευγαριού, για παράδειγμα, θα καθορίσουν τη στάση της μητέρας προς το παιδί. Με βάση την αντίληψη αυτή, η σχέση μητέρας παιδιού κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του, η οποία είναι πολύ βασική για την ψυχοκοινωνική του ανάπτυξη, θα καθοριστεί από το συνολικό πλαίσιο και ιδιαίτερα από τη σχέση ανάμεσα στο ζευγάρι (Dolto, 2004). 

    Η φύση των ορίων που υπάρχουν τόσο ανάμεσα στα υποσυστήματα της οικογένειας όσο και ανάμεσα στην οικογένεια και τον έξω κόσμο, καθορίζει τη λειτουργικότητα του οικογενειακού συστήματος (Παπαδιώτη-Αθανασίου, 2000). Τα όρια, με όρους ανθρώπινης συμπεριφοράς, σημαίνουν ανάληψη και εκπλήρωση ενός ρόλου από το κάθε υποσύστημα για τη λειτουργία του όλου συστήματος. Όπως είναι φανερό, ο γονεϊκός ρόλος είναι αυτός που διαμορφώνει κυρίως το συνολικό πλαίσιο της οικογένειας. Βασικό και απαραίτητο στοιχείο για να είναι οι γονείς σε θέση να οριοθετούν τη συμπεριφορά του παιδιού και να το βοηθήσουν να διαμορφώσει συγκροτημένη ταυτότητα είναι το να έχουν συγκροτήσει οι ίδιοι τη δική τους ταυτότητα για να αναλάβουν το ρόλο τους ως γονείς. Τα όρια κάνουν, δηλαδή, πιο ευδιάκριτα τα σύνορα και επομένως διευκολύνουν τις μεταβάσεις στην εξελικτική αλυσίδα των σταδίων του κύκλου ζωής. 

    Και αυτό γιατί τα στάδια στον κύκλο ζωής του ανθρώπου δεν είναι μόνο βιολογικά προσδιορισμένα, από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση και το θάνατο. Το ζήτημα είναι πιο σύνθετο για τον πολιτισμένο άνθρωπο. Τα στάδια του ανθρώπινου κύκλου ζωής διαγράφονται από τη φύση τους με κοινωνικούς όρους όσο και με βιολογικούς (Giddens, 1997). Είναι, δηλαδή, συνάρτηση της πολιτισμικής ανάπτυξης που διέπει κάθε κοινωνία. Υπό αυτήν την οπτική η «παιδική ηλικία», όπου διαμορφώνεται η προσωπικότητα του ανθρώπου, δεν είναι ένα σαφές και διακεκριμένο στάδιο της ζωής. Η έννοια της παιδικής ηλικίας, όπως την ξέρουμε σήμερα, είναι προϊόν της σύγχρονης ιστορίας, μια και η εμφάνισή της καταγράφεται περίπου πριν τρεις αιώνες. Την άποψη αυτή υποστήριξε ο Φιλίπ Αριές (1990), λέγοντας πως η παιδική ηλικία δεν υπήρχε πριν το Μεσαίωνα ως ξεχωριστή φάση της ανθρώπινης ανάπτυξης. Τα παιδιά συμμετείχαν στο κοινωνικό γίγνεσθαι με ανάλογο των ενήλικων τρόπο, ως μικροί ενήλικες. 

    Η παιδική ηλικία, έτσι όπως την εννοούμε σήμερα, είναι δημιούργημα των αστών της πρώτης βιομηχανικής κοινωνίας. Η έννοια της παιδικότητας διαχωρίστηκε ως ξεχωριστή φάση του κύκλου ζωής επικεντρωμένη στην προετοιμασία των παιδιών προς την ενηλικίωση. Η στροφή αυτή είχε ως αποτέλεσμα την αποκοπή των παιδιών από τον ενεργό χώρο και την παράταση της εξαρτημένης φάσης του νέου ανθρώπου από την οικογένεια. Επίσης, την απαγόρευση της εργασίας των ανηλίκων και την εισβολή της εκπαιδευτικής διαδικασίας στη ζωή τους (ό.π.). 

     Ανεξάρτητα από το πώς θα ορίσουμε την παιδικότητα, σε αυτό που φαίνεται να συμφωνούν οι περισσότεροι μελετητές είναι ότι η βρεφική, η νηπιακή και η μέση παιδική ηλικία κατέχουν πρωτεύοντα ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου (Giddens, 2002). Και πως η ανάπτυξη του παιδιού συν-καθορίζεται από βιολογικούς, κοινωνικούς και ψυχολογικούς παράγοντες που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους μέσα στην ιστορικότητα του ανθρώπινου πολιτισμού. Επίσης η σημασία της οικογένειας για την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού και τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του έχει επισημανθεί από όλες τις αναπτυξιακές θεωρίες, όπως επισημάνθηκε πιο πάνω. Η «παιδικότητα» είναι επομένως ένα κοινωνικό κατασκεύασμα, ένα φαινόμενο που διαμορφώνεται και ανταλλάσσεται με τις υπάρχουσες κοινωνικοπολιτισμικές δομές. Στη σημερινή εποχή η εικόνα της παιδικής ηλικίας μοιάζει περισσότερο αινιγματική από ποτέ. Μεταξύ του κακοποιημένου και του αγιοποιημένου παιδιού καλείται η σύγχρονη κοινωνική αντίληψη να διαμορφώσει ένα πλέγμα θέσεων που να είναι απαλλαγμένο από τις πλάνες του παρελθόντος, αλλά και από ορισμένες υπερβολές του παρόντος. Υπερβολές που συνιστούν σύμφωνα με τον Renaut (2007) διολίσθηση στην ανευθυνότητα των παιδιών. Διολίσθηση που απαιτεί, σύμφωνα με τον ίδιο συγγραφέα τον επανακαθορισμό της αυθεντίας, δηλαδή με άλλα λόγια τον επανακαθορισμό της οικογένειας και του σχολείου ως φορείς κοινωνικοποίησης. 

     Σύμφωνα με τον Freud (1993, σ. 228-229) η συμπεριφορά του παιδιού δεν πρέπει να παραβλέπεται, αφού οι παιδικές παρορμήσεις θεωρούνται ανήθικες ή και διαστροφικές και πρέπει να μετουσιωθούν. Η αναγκαία παραίτηση από τις ορμές πρέπει αρχικά να επιβληθεί απ’ έξω, συγχρόνως, όμως, ο καταναγκασμός η «υπερηθικότητα» όπως λέει ο Freud (ό.π. σ. 229), μπορεί να οδηγήσει σε καταναγκαστικές νευρώσεις. Ο Freud συνδέει έτσι την αναγκαιότητα της αγωγής με τις πιθανές βλάβες, αφού ενώ δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τη συμπεριφορά των παιδιών, από την άλλη πλευρά οι ηθικές αντιδράσεις των ενηλίκων που συνδέονται με την κοινωνικοποίηση και την αγωγή μπορεί να οδηγήσουν στο σχηματισμό νευρωτικών συμπτωμάτων. Επίσης, η διατύπωση της υπόθεσης της ορμής του θανάτου οδηγεί τον Freud (2001) στην παραδοχή ότι η παραίτηση από ένα ουσιαστικό μέρος της σεξουαλικής απόλαυσης αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για κάθε κοινωνία. Η ύπαρξη της ορμής του θανάτου, ενός στοιχείου που διακρίνεται από την «αρχή της ηδονής», που βρίσκεται στο «επέκεινα» αυτής, οδηγεί σε αποτυχία την ηδονιστική στοχοθεσία. Η ανθρώπινη επιθετικότητα είναι η προς τα έξω εκδήλωση της ορμής του θανάτου, ενώ με τη δημιουργία του υπερεγώ και του αισθήματος ενοχής που λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο του οιδιπόδειου συμπλέγματος, προκαλείται στροφή της επιθετικότητας ενάντια στο ίδιο το υποκείμενο. Η οιδιπόδεια σύγκρουση έχει δομικό χαρακτήρα για την ανάπτυξη του παιδιού, είναι μη αναγώγιμη, απαιτεί παραίτηση και για αυτό χρειάζεται την αυθεντία (Μπατσίλας, 2007). 

      Μια άλλη όψη της κοινωνικής μας ζωής, αυτή της διαδοχής των γενεών, έχει μεταλλαχθεί στο σύγχρονο κόσμο. Ο άνθρωπος, σήμερα, όλο και περισσότερο αντιλαμβάνεται την ύπαρξή του ως ατομική, παρά ως έναν κρίκο στην αλυσίδα της εξέλιξης και της διαδοχής των γενεών, της βιολογικής και κοινωνικής αναπαραγωγής. Στο πλαίσιο αυτής της αλυσιδωτής εξελικτικής διαδικασίας η πληρέστερη κατανόηση της ψυχικής δυσλειτουργίας προϋποθέτει τη γνώση της αναμενόμενης συμπεριφοράς σε κάθε αναπτυξιακό στάδιο. Αυτό σημαίνει ότι εστιάζουμε και στη σχέση ανάμεσα στις πρώιμες εμφανίσεις διαταραχών ή τραυματικών εμπειριών και τη δυσμενή έκβασή τους σε ύστερη ηλικία – κατά την εφηβεία. Παρότι η ύπαρξη κάποιας διαταραχής κατά την παιδική ηλικία δεν οδηγεί οπωσδήποτε σε κάποια διαταραχή σε μεγαλύτερη ηλικία, σύμφωνα με τον Kohlberg (1972) τα άτομα που εμφανίζουν κάποια διαταραχή κατά την παιδική ηλικία έχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν αργότερα προβλήματα και παθολογική συμπεριφορά. Σύμφωνα, επίσης, με τους Κακούρο και Μανιαδάκη (2003) μία από τις διαδρομές προς την ψυχοπαθολογία είναι πιθανό να έχει ως αφετηρία τα προβλήματα στις σημαντικές διαπροσωπικές σχέσεις του παιδιού. Η διαδοχή των γενεών συνδέεται ρητά με την παροντική διάσταση της οικογένειας ως συστήματος που συμβάλλει στη διαμόρφωση του υποκειμένου και στους κοινωνικούς του δεσμούς. Η διαδικασία με την οποία συντελείται η παραπάνω αμφίδρομη ενέργεια ονομάζεται κοινωνικοποίηση. Είναι δηλαδή η διαδικασία μέσω της οποίας ο άνθρωπος αποκτά τις στοιχειώδεις γνώσεις για το κοινωνικό του περιβάλλον και ό,τι σχετίζεται με αυτό και με αυτό το υλικό διαμορφώνει τα χαρακτηριστικά της ταυτότητάς του. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας ο άνθρωπος εσωτερικεύει τους κανόνες, τις αξίες και τα ήθη της κοινωνίας στην οποία ζει με τη γέννησή του και στην οποία προετοιμάζεται να γίνει μέλος της (Giddens, 2002). 

    Η οικογένεια ως πλαίσιο ανάπτυξης, παίζει σημαντικό ρόλο στην κοινωνικοποίηση του ατόμου. Οι παράγοντες που επηρεάζουν τη ζωή των παιδιών μπορούν να γίνουν αντιληπτοί ως ένα αλληλένδετο και αλληλοεπηρεαζόμενο δίκτυο πλαισίων. Η οικογένεια επηρεάζει την ανάπτυξη των παιδιών με δύο τρόπους: διαμορφώνοντας τη συμπεριφορά τους μέσα στην οικογένεια και επιλέγοντας άλλα πλαίσια στα οποία θα βρεθούν τα παιδιά. Διαμορφώνει ένα πλαίσιο όπου εξελίσσεται η ύπαρξη και η συνύπαρξη, ή με άλλα λόγια οι διαδικασίες υποκειμενικότητας και δι-υποκειμενικότητας του ανθρώπου. Οι διάφορες μορφές με τις οποίες συναντάμε την οικογένεια αποδεικνύουν ότι η οικογένεια είναι ένα κοινωνικό γεγονός. Και ως τέτοιο υπόκειται στους κανόνες λειτουργίας της ευρύτερης κοινωνίας στην οποία ανήκει. Ως κοινωνικό γεγονός διατρέχεται ιστορικά και μελετώντας αυτήν την ιστορικότητα μπορεί να αποδειχθεί αυτή η στενή σχέση της οικογένειας με το κοινωνικό σώμα. Αυτό σημαίνει ότι κάθε κοινωνία έχει εκείνες τις μορφές οικογένειας που συνάδουν με το επίπεδο ανάπτυξης και κοινωνικής οργάνωσής της σε μια συγκεκριμένη στιγμή της ιστορικής της πορείας. Οι τύποι της οικογένειας είναι πάντα ένα τμήμα του τρόπου που είναι οργανωμένη και λειτουργεί η κοινωνία. Αυτό δε σημαίνει ότι η οικογένεια προσδιορίζεται από δυνάμεις κοινωνικές τις οποίες δεν μπορεί να επηρεάσει, αλλά ότι βρίσκεται με την κοινωνία σε μια σχέση αλληλόδρασης (Giddens, 2002). 

   Αν επομένως βλέπουμε στην οικογένεια παθολογικά φαινόμενα, που συνήθως εκδηλώνονται στα άτομα και στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, τότε πρέπει να αναζητήσουμε τις αιτίες αυτής της εξέλιξης στο κοινωνικό σώμα και στην οικογένεια ως σύνολο (ειδικότερα στο πώς η οικογένεια φιλτράρει και προσαρμόζεται στο κοινωνικό σώμα), και όχι σε συμπεριφορές των ατόμων, τις οποίες μπορούμε να ορίσουμε ως σύμπτωμα μιας δυσλειτουργίας (Minuchin, 2000), να αναγάγουμε δηλαδή την ατομική συμπεριφορά σε κοινωνική μορφή και να αναζητήσουμε τα βαθύτερα αίτια της δυσλειτουργίας στις αιτιώδης συνδέσεις της με το κοινωνικό γίγνεσθαι, όπως εισάγει η εξελικτική συστημική προσέγγιση (Γιαννούσης, 2021).



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου