Εισαγωγή
Η
σημασιολογική λειτουργία της γενεογραμματικής συνέντευξης αναπτύσσεται σε δύο
επίπεδα: σε ένα πρώτο επίπεδο οδηγεί στο γενεόγραμμα, το οποίο απεικονίζει τη γραφική
αναπαράσταση της οικογενειακής ιστορίας σε βάθος τουλάχιστον τριών γενεών.
Αποτελεί μια σχηματική γενεαλογική αναπαράσταση, όπου με συμβολικό
και αφαιρετικό τρόπο έχουν κωδικοποιηθεί οι σχέσεις συγγένειας και τα
γεγονότα ζωής (Ναυρίδης, 2005). Σε ένα δεύτερο επίπεδο αποτελεί μια αφηγηματική
κατασκευή. Άρα μια απόπειρα νοηματοδότησης του παρόντος, μέσα από μια νοητική
αναπαράσταση. Η αφηγηματική αυτή κατασκευή αποτελεί μια πραγματικότητα, την
πραγματικότητα του αφηγητή, του οποίου διαγράφει το προσωπικό σύμπαν. Σ’ αυτό
το πλαίσιο αναφοράς, το γενεόγραμμα μπορεί να αποτελέσει εργαλείο καταγραφής
προσωπικών ιστοριών και αφηγήσεων και στο χώρο της κοινωνιολογίας και της
κοινωνικής ανθρωπολογίας και να συμβάλλει στην κοινωνική έρευνα (Μακ Γκόλντρικ,
1999).
Η αφηγηματική κατασκευή οικοδομείται μέσω της μνήμης
(ανάμνησης) του γενεογραμματικού παρελθόντος. Το περιεχόμενο και η μορφή της
μνήμης που συνιστά η γενεογραμματική συνέντευξη (τα οποία εξαρτώνται από τα
κοινωνικά, χωρικά και χρονικά πλαίσια μέσα στα οποία διαμορφώνονται και
εξελίσσονται) διαμορφώνουν ένα είδος αφήγησης τη «γενεογραμματική αφήγηση».
Η αφήγηση αυτή υφαίνεται στο ενδιάμεσο της ατομικής,
οικογενειακής και κοινωνικής ταυτότητας. Η κοινωνική σκέψη που απορρέει από την
γενεαλογική αφήγηση απλοποιεί, σχηματοποιεί και συμπυκνώνει έννοιες και
φαινόμενα και επιτρέπει στα άτομα και τις ομάδες να ενσωματώσουν στο υπάρχον
σύστημα αξιών και αντιλήψεων το καινούργιο αντικείμενο που προκύπτει από την
αφήγηση. Η οικοδόμηση της σκέψης και του εαυτού γίνεται στη βάση της αφήγησης
των παρελθουσών εμπειριών διασφαλίζοντας τη συνέχεια των ατόμων. Ενώ παράλληλα,
οι εικόνες που ανασύρει η μνήμη, μέσω της γενεογραμματικής αφήγησης,
αναδεικνύουν την ταυτότητα της ομάδας αναφοράς του ατόμου.
Η γενεογραμματική αφήγηση είναι ένα είδος αυτοβιογραφικής
μνήμης που είναι πλαισιωμένη κοινωνικά. Αυτό σημαίνει πως είναι και ένα είδος
συλλογικής μνήμης, που ορίζεται ως η προφορική μεταβίβαση από γενιά σε γενιά
των ομαδικών γνώσεων και εμπειριών. Η συλλογική μνήμη διαφοροποιείται από την
εθνική ιστορία, η οποία μεταβιβάζεται μέσω της κοινωνικοποίησης, εφόσον είναι
μια ζωντανή μνήμη, συνδεδεμένη με το βίωμα των υποκειμένων (Μάντογλου
2005). Συγκροτείται από γεγονότα για τα
οποία τα μέλη μιας ομάδας έχουν άμεση εμπειρία, είτε επειδή τα έζησαν τα ίδια
είτε επειδή τα γνώρισαν μέσω της προφορικής επικοινωνίας με τα άτομα που τα
έζησαν.
Η γενεογραμματική αφήγηση σχετίζεται, επομένως, με τα
συναισθήματα, τα κίνητρα, το προϋπάρχον σύστημα ιδεών και την επεξεργασία των
σχετικών πληροφοριών κατά τη διάρκεια που τα άτομα βιώνουν τα γεγονότα, που
συμβάλλουν στην οικοδόμηση της προσωπικής και κοινωνικής τους ταυτότητας.
Η γενεογραμματική αφήγηση αποτελεί δηλαδή μια κοινωνικά
κατασκευασμένη γνώση για την πραγματικότητα, η οποία έχει μια διπλή ιδιότητα:
ως λειτουργία και χώρος του νου, μας ανάγει σε μια ικανότητα του ατόμου, ενώ ως
ταυτότητα – ατομική ή συλλογική - μας παραπέμπει σε μια κατάσταση του ατόμου.
Αυτή η ικανότητα του ανθρώπου συνιστά δηλαδή παράλληλα και μια ταυτοποιητική
διαδικασία, μια διαδικασία κατασκευής της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας.
Η παραπάνω συστημική θεώρηση κατανοεί τη γενεογραμματική
αφήγηση ως μια κατασκευή που συγκροτείται αυτοποιητικά. Ως το αυτοαναφορικό
αποτέλεσμα γνωστικών και αναστοχαστικών επεξεργασιών της μνήμης, που οδηγούν,
μέσω της αφηγηματικής δομής, σε ανασύσταση των εμπειριών σε μια νέα εσωτερική
οργάνωση. Με άλλα λόγια η καταγραφή του γενεογράμματος, ως μια διαλεκτική
μετα-αφήγηση, συνιστά μια αφηγηματική δομή. Η γενεογραμματική αφηγηματική δομή
διαμεσολαβεί τη σχέση ατομικού – διαγενεακού, σχέση που διατρέχεται από το
κοινωνικό, δημιουργώντας ταυτοποιητικά πρότυπα συμπεριφοράς που καθ-ορίζουν την
προσωπικότητα του ανθρώπου εν τη εξελίξει και διαδραστικά. Η παραπάνω προοπτική
καταδεικνύει τη χρησιμότητα που μπορεί να έχει η γενεογραμματική αφήγηση στην κοινωνική έρευνα, δεδομένου ότι
διεργάζεται την προσωπική διαγενεακή ιστορία του ατόμου και τις συνάφειες της
με το ευρύτερο οικογενειακό και κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο ανήκει.
Τι είναι η γενεογραμματική αφήγηση
Η γενεογραμματική αφήγηση συνίσταται στο νέο επιστημολογικό
παράδειγμα της διαφοράς ή αλλιώς το «επικοινωνιακό παράδειγμα». Φέρνει στο
προσκήνιο της ερευνητικής προβληματικής την αλληλεπίδραση
υποκειμένου-αντικειμένου μέσα σε μια διυποκειμενική ιστορικοκοινωνική σχέση, η
οποία διαμεσολαβείται πάντα από την οικογενειακή ιστορία. Η γενεογραμματική
αυτή αφηγηματική προσέγγιση επιχειρεί να αποκαταστήσει τη διαλεκτική ενότητα
της ατομικής ιστορίας με την κοινωνική και οικογενειακή ιστορία της
ατομικότητας.
Για τον άνθρωπο αποτελεί φυσική ενόρμηση η τάση να εντάσσει
τις διαδοχές των γεγονότων που αντιλαμβάνεται σε μία αφήγηση. Μ’ αυτό τον
τρόπο, καταλαβαίνει καλύτερα τον εαυτό του και τον κόσμο και αισθάνεται πιο
ασφαλής. Επίσης, στη ζωή επιδιώκεται, μέσα από περιπέτειες και εντάσεις, η
σύσταση νοήματος. Η αφήγηση έχει καταλυτική παρουσία στη σύσταση του νοήματος.
Επίσης, η αφήγηση επιτρέπει να δει κανείς τον κόσμο έξω από τη σύγχυση του
καιρού του με την αυτοκυριαρχία και τη συνοχή που απαιτεί η σύνθεση ενός έργου.
Και ανεξαρτήτως του βαθμού πιστότητας στην πραγματική ιστορία, η σύνθεση των
γεγονότων ως μια λογική διαδοχή προς κάποιο τέλος, φαίνεται ότι είναι αρκετή
για να συγκρατήσει το Εγώ σε ισορροπία (Bruner, 1997). Η σύνθεση των γεγονότων, εδώ,
διαπλέκεται με άξονα την γενεογραμματική ιστορία και οδηγεί σε αφηγήσεις που ως
απόπειρες εκλογίκευσης και αναστοχασμού υφαίνουν την ατομική και κοινωνική
ταυτότητα και δρουν κατευναστικά, ακόμα και όταν το πραγματικό πρόβλημα δεν
θίγεται, ή όταν οι ουσιαστικοί λόγοι δεν αναφέρονται.
Ιδωμένο το γενεόγραμμα ως αυτοποιητική διαδικασία μας δίνει
μια συγκροτημένη διαλεκτική αφήγηση που αναπλαισιώνει και νοηματοδοτεί την
ύπαρξη, μέσα από τον αναστοχασμό των βιωμένων αντιλήψεων και γεγονότων. Σε αυτό
συνηγορούν και οι απόψεις των Maturana και Varela (1987), οι οποίοι καταλήγουν σε μια επιστημονική άποψη ότι η
πραγματικότητα κατασκευάζεται. Από την κατασκευή αυτή προσδιορίζεται η
συμπεριφορά του ατόμου και όχι με βάση την ίδια την πραγματικότητα. Οι ιστορίες
που παράγουμε σχετικά με τον εαυτό μας αποτελούν μία ακόμη απόπειρα κατανόησης
του ποιοι είμαστε, ποιος είναι ο κόσμος στον οποίο κινούμαστε και τι σημασία
έχουν οι πράξεις μας (Τσιώλης, 2006). Η απώλεια της ικανότητας σχηματισμού
αφηγήσεων γύρω από τον εαυτό μας βιώνετε ως απώλεια του εαυτού (Bruner, 2004).
Η κατανόηση της γενεογραμματικής αφήγησης ως σημαντικό
παράγοντα της κοινωνικής έρευνας αναδεικνύεται από την αντίληψη ότι ο τρόπος με
τον οποίο το υποκείμενο προσοικειώνεται την οικογενειακή και κοινωνική
πραγματικότητα και επενδύει με νόημα τα
οικογενειακά και κοινωνικά συμβάντα, είναι πάντοτε διαμεσολαβημένος από
μια λανθάνουσα δομή νοήματος που εδράζεται στο απόθεμα της γενεογραμματικής του
εμπειρίας και γνώσης.
Η εναλλαγή των γενεών συνιστά έναν κοινωνικό χρόνο στον
οποίο σχηματίζεται ένα τέτοιο απόθεμα αποκτημένων γνώσεων. Η διάρρηξη αυτής της
συνέχειας συνεπάγεται την έλλειψη ενοποιητικών προτύπων που θα δώσουν στο άτομο
την αίσθηση του ανήκειν, κοινωνική ταυτότητα και προσανατολισμό. Αν
συμφωνήσουμε πως η ταυτότητα του ατόμου χτίζεται από τις εμπειρίες του –
ατομικές και συλλογικές – σε μια αέναη διαδικασία εσωτερικής ανασύνθεσης των
εμπειριών σε γνώση και πράξη συνειδητοποιούμε την αξία αυτού του αποθέματος.
Η τοποθέτηση του ατόμου σε ένα συνεχές αλλαγών στο πλαίσιο
της γενιάς και της διαδοχής των γενεών προσφέρει ένα ευρύτερο πλαίσιο για να
εξεταστούν ζητήματα κοινωνικής συνέχειας, συνοχής και αλλαγής, τοποθέτησης των
ατόμων στον κοινωνικό χώρο και χρόνο, καθώς και τα αντικειμενικά δεδομένα σε
σχέση με τα οποία διαμορφώνονται υποκειμενικές εμπειρίες. Στο πλαίσιο αυτό η
προσωπικότητα, ως μια ψυχολογική και κοινωνιολογική βαθμίδα, μπορεί να
κατανοηθεί και να ερμηνευθεί μόνο στο πλαίσιο της αλληλεξάρτησης με την γενιά (S.N. Eisenstadt, 1997). Μέσω
αυτής της αλληλεξάρτησης εξετάζονται οι πολιτισμικοί ορισμοί και οι
πολιτισμικές σημασίες που αποδίδει η κοινωνία στην κατασκευή της ταυτότητας.
Έτσι η ταυτότητα δεν εκφράζει απλώς και μόνο την ταξινόμηση του ατόμου σε μια
ορισμένη κατηγορία. Περιλαμβάνει συγκεκριμένες προσδοκίες για τωρινές και
μελλοντικές δραστηριότητες και υπαγορεύει έναν γενικό και διάχυτο τρόπο
συμπεριφοράς υποδεικνύοντας τις βασικές διευθετήσεις των ρόλων. Οι προσδοκίες
αυτές επιτελούν τον κανονιστικό ρόλο της κοινωνικοποίησης, συνδιαμορφώνοντας
τόσο το κοινωνικό άτομο όσο και τον εαυτό, με στόχο την διασφάλιση της
κοινωνικοπολιτισμικής συνέχειας. Επίσης εκφράζουν τις ιεραρχικές σχέσεις
εξουσίας και τους τρόπους με τους οποίους αυτές εκδηλώνονται.
Η γενεογραμματική αφήγηση, ως κατασκευή, είναι ένα
αυτοαναφορικό σύστημα. Περιλαμβάνει την επανατροφοδότηση, την επανάληψη των
ρυθμών και την επανάληψη των καταστάσεων (διαγενεακή επανάληψη). Με την
περιγραφή της αντίληψης των εξωτερικών πραγμάτων ως αυτοαναφορά τονίζεται ό,τι
η αντίληψη είναι περισσότερο μια κατασκευή παρά μια αντανάκλαση του εξωτερικού
κόσμου (Παρίτσης, 2003). Η διατύπωση αυτή μπορεί να αποτελέσει το πλαίσιο της
απάντησης στο ερώτημα πώς καθίσταται δυνατό τα άτομα να συγκροτούν και να
διατηρούν την ταυτότητά τους στις νεωτερικές, λειτουργικά υπερδιαφοροποιημένες
κοινωνίες. Οι σύγχρονες πολύπλοκες κοινωνίες διακρίνονται από τον έντονο
χαρακτήρα της λειτουργικής διαφοροποίησης. Δεν μπορούν οπότε, θεωρητικά, να
αντιμετωπισθούν ως αντικείμενο, το οποίο τίθεται απέναντι σε ένα γνωστικό
υποκείμενο. Κρίνεται περισσότερο απαραίτητη επομένως, στα πλαίσια της
λειτουργικής διαφοροποιημένης σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας, η
περιγραφική διαπίστωση της εμπειρικής ύπαρξης των ατόμων, καθώς και των
κοινωνικών και των επιμέρους συστημάτων (Γεωργίου, 2003).
Αυτό σημαίνει ότι το άτομο εξασφαλίζει την ταυτότητα προς
τον εαυτό του μέσω της πολλαπλής ενσωμάτωσής του στα διαφοροποιημένα
υποσυστήματα διάδρασης και οργάνωσης, στο βαθμό που μπορεί να παράγει από την
εκάστοτε παροντική του οπτική μια συνεκτική περιγραφή του εαυτού του με τη
μορφή μιας αφηγηματικής κατασκευής (Τσιώλης 2006). Η ταυτοποιητική αυτή
διαδικασία διαμεσολαβείται από την διαγενεακή κουλτούρα, η οποία λειτουργεί ως
ένας συνδετικός κρίκος του ατομικού με το κοινωνικό. Επιπροσθέτως η διαδοχή των
γενεών αποτελεί το πέρασμα για την συνέχεια και αναπαραγωγή της κυρίαρχης
κουλτούρας μέσα από τη διαλεκτική σχέση μεταξύ των διαφορετικών γενεών. Τόσο η
μεταβίβαση και αναπαραγωγή της κουλτούρας, όσο και η διαλεκτική σχέση των γενεών
αποτελούν τον συνεκτικό ιστό της κοινωνίας και των επιμέρους συστημάτων, όπως η
οικογένεια, διασφαλίζοντας την κοινωνικοπολιτιστική συνέχεια και προάγοντας την
κοινωνική αλλαγή, σε μια αμφίδρομη ταυτοποιητική λειτουργία με το άτομο.
Το άτομο συγκροτεί την ταυτότητά του – με αφηγηματικό τρόπο
– όχι τυχαία ή κατά βούληση, αλλά εντός ενός πεδίου ενδεχομένων συμβάντων (Nassehi &Weber, 1990), που διαφέρει
ανάλογα με την κοινωνική του θέση, την οικογένεια καταγωγής και τη θέση του στο
γενεογραμματικό συνεχές. Οι καθορισμοί αυτοί βιώνονται από την κάθε ατομική
συνείδηση ως κοινωνικά αιτήματα που εισπράττει από το περιβάλλον της.
Κάθε ιστορία αυτοορισμού προκύπτει ως ιδιαίτερη υλοποίηση
και παραλλαγή κάποιου ευρύτερου ιστορικοκοινωνικού πλαισίου. Ο Bruner (1998) αναφέρει ότι
οι ιστορίες παράγονται σύμφωνα με τα πολιτισμικά πρότυπα. Επίσης επηρεάζονται
από τις προκαταλήψεις κάθε κοινωνικής ομάδας, οι οποίες συντελούν, ως ένα
βαθμό, στην ανάπτυξη χαρακτηριστικών, κωδίκων, θεσμών και συνηθειών μέσα στην
ομάδα, τα οποία, καθώς αναπτύσσονται, αποτελούν την οργανική βάση της
κοινωνικής ζωής, σχηματίζουν γέφυρες μεταξύ των γενεών και μεταδίδονται από
γενιά σε γενιά. Επίσης, προσδιορίζουν την κοινωνιοψυχολογική ταυτότητα του
ατόμου και της ομάδας και αποτελούν το μυστικό της συνέχειας και της διατήρησης
τους. Όμως, σύμφωνα με την αρχή της αυτοποίησης τα αιτήματα του περιβάλλοντος
μπορεί να αποτελέσουν πληροφορίες για τη συνείδηση μόνο στο βαθμό που θα πάρουν
τη μορφή νοήματος που προσιδιάζει στην αυτοαναφορικότητα της συνείδησης
(Παρίτσης, 2003). Μόνο στο βαθμό που τα ερεθίσματα του κοινωνικού περιβάλλοντος
θα μεταφραστούν στην επιλεκτικότητα της ατομικής ταυτότητας. Και αυτή η
επιλεκτικότητα καθίσταται συνειδητή, δηλαδή κατανοητή από τη συνείδηση μέσω της
αυτοπεριγραφής.
Η γενεογραμματική αφήγηση, επομένως, αντανακλά μια
επιλεκτική αναπαράσταση βιωμένων γεγονότων της διαδρομής του οικογενειακού βίου
που ιδωμένα από την εκάστοτε παροντική οπτική υπόκεινται στις αναγκαίες
χρονολογικές τροποποιήσεις και συσχετίσεις. Ο χρόνος παρουσιάζεται ως δυναμικό
προϊόν των διαδικασιών ανακατασκευής της συμπεριφοράς και η εμπειρία του χρόνου συνδέεται με τη συνειδητή
επεξεργασία των πληροφοριών (Michon, 1990). Πρόκειται για μια αναστοχαστική διαδικασία: η συστημική
ορθολογικότητα θέτει το ζήτημα της ικανότητας των συστημάτων να μπορούν να
ανατροφοδοτούνται από τις εμπειρίες και τα λάθη τους. Η ικανότητα αυτή των
συστημάτων συνιστά την πραγματολογική βάση της ταυτότητάς τους.
Ως προς τη θεώρηση της διαδικασίας προσοικείωσης της
κοινωνικής πολυπλοκότητας από το άτομο, η προσοικείωση αυτή δεν πρέπει να
συγχέεται με σχήματα όπως «μεταβίβαση» ή «καθορισμός». Το άτομο προσοικειώνεται
την κοινωνική πολυπλοκότητα στο βαθμό που την εντάσσει στο δικό του νοηματικό
πλαίσιο αναφοράς, σε μια δηλαδή ταυτότητα που συνδέει τις παροντικές
παρατηρήσεις με παρελθούσες εμπειρίες και μελλοντικές προσδοκίες (Ναυρίδης,
1994). Η χρονολογική αυτή διάσταση της αυτοπεριγραφής των ψυχικών συστημάτων
μας οδηγεί στην εγκατάλειψη της αντίληψης περί μιας άκαμπτης ταυτότητας. Συμπεραίνουμε ότι η έννοια του χρόνου,
και αυτές της γενιάς και της ηλικίας, που παραπέμπουν σε αυτή, δεν αποτελούν,
μόνο, υλικά κατασκευής της κοινωνικής πραγματικότητας. Σε αυτές εντάσσουμε τη
συγκρότηση της προσωπικής ταυτότητας, μέσω της αλληλεπίδρασης του εαυτού με
τους άλλους, την εξέλιξη του ατόμου, την δυνατότητά του να υποκειμενοποιεί το
εξωτερικό περιβάλλον κατασκευάζοντας τη δική του όψη των πραγμάτων με τη μορφή
των προσωπικών αναμνήσεων.
Η σημασία της γενιάς, της διαδοχής των γενεών, σε συσχέτιση
με τη δημιουργία της ταυτότητας, αποδίδεται εκπληκτικά από τον Οδυσσέα Ελύτη, ο
οποίος γράφει στον Κήπο με τις αυταπάτες:
«κατά το στρείδι και το μαργαριτάρι του» (Ελύτης, 1995, σελ. 14) και στο Εν
Λευκώ, «Επειδή κατά το ήμισυ, δεν υπάρχει αμφιβολία, γεννιόμαστε δοσμένοι ֹ
ούτε καν την ελιά της γιαγιάς μας στο δεξί μάγουλο δεν μπορούμε ν’ αποφύγουμε.
Το ζήτημα είναι τι γίνεται με το άλλο ήμισυ, που αναπτύσσεται με τη θέλησή μας,
και πως τα δύο αυτά συμβιβάζονται, προπάντων όταν, είτε στο ένα είτε στο άλλο,
συμβαίνει τα δύο υπόλοιπα τέταρτα να έλκονται ή να απωθούνται, με τρόπο που η
σύμμειξή τους να καταντά προβληματική. Αν αποτύχει – όπως η μαγιονέζα στο
γύρισμα – δεν τρώγεται. Χιλιάδες ανυπόφοροι άνθρωποι μας απελπίζουνε καθημερινά
για το είδος, και η αιτία βρίσκεται εκεί» (Ελύτης 1992, σελ. 119).
Το αντικείμενο και οι εφαρμογές της γενεογραμματικής αφήγησης στην
κοινωνική έρευνα
Η χρήση της γενεογραμματικής συνέντευξης, οδηγεί σε μια
αφηγηματική κατασκευή που είναι εξαιρετικά χρήσιμη στην αποκάλυψη του συνολικού
πλαισίου της ζωής του ατόμου. Το πλαίσιο της εμπειρίας ζωής δεν περιορίζεται
στα στενά χρονικά όρια από τη γέννηση του ατόμου ως την στιγμή της συνέντευξης.
Η ίδια η γενεογραμματική αφηγηματική διαδικασία μάς οδηγεί πέραν αυτού του
πλαισίου, τόσο προς το παρελθόν όσο και προς το μέλλον του ατόμου, το οποίο
μέσω της αφήγησης ενθέτει την υποκειμενικότητά του στο οικογενειακό και
γενικότερα στο κοινωνικοιστορικό πλαίσιο. Στην πράξη αυτό ισοδυναμεί με την
αναζήτηση του πώς βιώνετε και πώς νοηματοδοτείται η σχέση ανάμεσα στην ατομική
ύπαρξη και στις ιστορικές διαδικασίες.
Οι γενεογραμματικές αφηγήσεις, που προκύπτουν από τις
γενεογραμματικές συνεντεύξεις αναφέρονται, μέσω της αυτοπεριγραφής, στη διαδρομή του βίου. Κάθε φορά, όμως, που ανακαλούμε ένα
γεγονός του παρελθόντος στην πραγματικότητα συνθέτουμε μια νέα υποκειμενική
εμπειρία. Οι μνήμες ενός γεγονότος αλλάζουν στο χρόνο, στο βαθμό που
επηρεάζονται από την παρούσα κατάσταση του ατόμου (Μάντογλου, 2005). Για τους
νομικούς τα γεγονότα είναι γεγονότα. Για τον άνθρωπο υπάρχει η υποκειμενική
δόμηση της πραγματικότητας. Όταν ο νους ανακαλεί μνήμες από ελαφρά διαφορετικές
σκοπιές, αυτόματα συμμετέχει στο κτίσιμο εναλλακτικών πραγματικοτήτων, γεγονός
σημαντικής αξίας για την επιβίωση σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Αυτό
σημαίνει πως οι γενεογραμματικές αφηγήσεις δεν εξιστορούν τα παρελθόντα γεγονότα ή
βιώματα με φωτογραφικό(ή κινηματογραφικό) τρόπο, καθώς απελευθερώνουν
ενδεχόμενες δυνατότητες, και παρουσιάζουν επιλεκτικά το παρελθόν. Δεν
αποτελούν, δηλαδή, αναπαραγωγή του παρελθόντος, αλλά νέες κατασκευές. Ως εκ τούτου δεν αναβιώνουν τα γεγονότα
με αντικειμενικό τρόπο και δεν μπορούν να αποτελέσουν μια αντικειμενική πηγή
πληροφόρησης των συμβάντων του γενεογραμματικού παρελθόντος. Εξάλλου ο στόχος είναι, μέσω της
αφηγηματικής δομής, να αναδειχθεί η ικανότητα του ατόμου να ανασυνθέτει τις
εμπειρίες του και να αποδίδει υποκειμενικά, μέσα από τον ανασχηματιστικό
χαρακτήρα της αφήγησης, τις συνθήκες του παρελθόντος που επέδρασαν στη ζωή του. Αυτό, δηλαδή,
που καθιστά ενδιαφέρουσα μια αφηγηματική επικοινωνία μέσω της καταγραφής
του γενεογράμματος δεν είναι η αντιστοίχηση των κειμένων με την πραγματικότητα
όπως βιώθηκε στο παρελθόν, αλλά τα πιθανά ενδεχόμενα και η απροσδιοριστία που
χαρακτηρίζουν τη δημιουργία τους (Nassehi, 1994).
Σε ένα άλλο επίπεδο ανάλυσης, παρατηρούμε ότι επιστρέφοντας
στο γενεογραμματικό παρελθόν του ατόμου ή της οικογένειας επιτρέπουμε την
ενασχόληση με τον χρόνο, τη μέτρηση και την κατάτμησή του, και μέσω αυτού την
αναζήτηση συμβόλων για να διατυπωθούν οι κοινωνικές συμβάσεις γύρω από αυτόν.
Ξαναγυρνάμε στον χρόνο δηλώνει την απόπειρα και την ανάγκη των ανθρώπων να
βρουν και να ορίσουν τις προσωπικές τους συντεταγμένες, και να ερμηνεύσουν με
κοινωνικούς όρους τις φυσικές/βιολογικές φάσεις στη διάρκεια της ζωής τους έτσι
ώστε να μπορέσουν να τοποθετήσουν τον
εαυτό τους μέσα σε αυτές ή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Norbert Elias (2001), να μπορέσουν να προσανατολιστούν.
Η γενεογραμματική αφήγηση ανιχνεύει τις νοηματικές δομές
που στόχο έχουν να εξηγήσουν συγκεκριμένες συμπεριφορές, να προάγουν αρχετυπικά
πρότυπα και να καθοδηγήσουν το άτομο. Η αναστοχαστική της μορφή ενέχει μια
διαχρονική ιδιότητα, που δίνει νόημα στο παρελθόν, ορίζει το παρόν και αποτελεί
γνώμονα για το μέλλον. Αποτελεί μια συμβολική αναδόμηση των εμπειριών που
εγγράφονται στο βιολογικό, οικογενειακό, κοινωνικό και πολιτισμικό παρελθόν του
ατόμου. Η εννοιολογική αυτή ανακατάταξη γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να
βοηθήσει το άτομο να νοηματοδοτήσει επαρκώς τις ενέργειες του και συνεπώς να
βάλει ‘κάποια τάξη’ στον ενδοψυχικό του κόσμο.
Η κονστρουκτιβιστική οπτική που διατρέχει τη
γενεογραμματική αφήγηση,-αντίθετα από τις κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, που
εστιάζουν σε τυπικούς παράγοντες διαφοροποίησης των ανθρώπων με πολιτικοκοινωνικά
κριτήρια, εντάσσει την ταυτότητα και την διαφοροποίηση σε ένα πλαίσιο
επικοινωνιακών διαδράσεων που κατασκευάζεται εντός της επικοινωνιακής
ανταλλαγής (Τσιώλης, 2006). Ιδιαίτερα, η οπτική του αφηγηματικού
κονστρουξιονισμού (Gergen & Gergen, 1988) βρίσκει πρόσφορο έδαφος στο πεδίο της γενεογραμματικής έρευνας,
στο βαθμό που οι ίδιες οι αφηγήσεις αποτελούν προϊόντα διαδικασιών
ανα-συγκρότησης: παρουσιάζουν, δηλαδή, μια εστιασμένη πλευρά του βίου,
ανασυντιθεμένη με υλικά του παρόντος.
Αυτό σημαίνει ότι με την γενεογραμματική αφηγηματική
διαδικασία μπορούμε να κατανοήσουμε με ποιο τρόπο οι άνθρωποι αναγνωρίζουν και
νοηματοδοτούν τους σημαντικούς ιστορικούς και
δομικούς παράγοντες. Μπορούμε να δούμε πώς τέμνεται η ατομική ιστορία
των ανθρώπων με την ιστορία της οικογένειάς τους σε μια συγκεκριμένη εποχή, για
να κατανοήσουμε καλύτερα τις δυνατότητες και τους περιορισμούς τους. Με άλλα
λόγια να οριοθετήσουμε το ατομικό τους σύμπαν, τις προσωπικές τους
συντεταγμένες, με χώρο-χρονικό άξονα τις οικογενειακές και κοινωνικές συνθήκες.
Έτσι, η γενεογραμματική αφήγηση αναγνωρίζεται ως στοιχείο της
διαμεσολάβησης του κοινωνικού στο
ατομικό, και ως έκφραση τής κοινωνικά και ιστορικά συγκροτημένης
υποκειμενικότητας.
Ως εκ τούτου οι γενεογραμματικές αφηγήσεις θα πρέπει να
ιδωθούν, αφενός, ως απόπειρες νοηματοδότησης του παρόντος, αφετέρου όμως και ως
κείμενα που παραπέμπουν στη χρονικότητα του βίου και παρέχουν τη δυνατότητα
στον ερευνητή να ανιχνεύσει την εσωτερική λογική τής κάθε γενεογραμματικής
διαδρομής. Μέσα σε αυτή την προοπτική η γενεογραμματική αφηγηματική προσέγγιση
εμπεριέχει ταυτόχρονα μια θεωρία και μια μέθοδο για τα αντικείμενά της.
Ένα προνομιακό πεδίο της γενεογραμματικής έρευνας αποτελούν
εκείνα τα ζητήματα και οι καταστάσεις που παρατηρούνται στην τομή ατομικού,
οικογενειακού και κοινωνικού και αναδεικνύουν την ένταση που προκύπτει από την
αλληλεπίδραση τους, ειδικότερα σε μεταβατικές περιόδους. Η γενεογραμματική αφηγηματική προσέγγιση ενδείκνυται για τη μελέτη
της ατομικής προσοικείωσης της οικογενειακής και κοινωνικής μεταβολής. Η
ανάλυση των γενεογραμματικών αφηγήσεων μας πληροφορεί πώς σημαντικές
οικογενειακές και κοινωνικές εξελίξεις ανασυνθέτονται και προβάλλονται σε
αφηγηματικό επίπεδο από τα άτομα και πώς αυτά
επιχειρούν να τις διαχειριστούν και να τις εντάξουν στην διαδικασία
αυτοκατασκευής της ταυτότητά τους.
Ένα τέτοιο πεδίο αποτελεί, παραδείγματος χάρη, η
τοξικοεξάρτηση, η οποία δεν αντιμετωπίζεται ως ανακλαστική συμπεριφορά, αλλά ως
μια μορφή κοινωνικής δράσης, ως πρακτική η οποία στην ιστορική της πορεία έχει
επενδυθεί με νοήματα και σημασίες που παραπέμπουν σε ευρύτερα ιστορικά και
συλλογικά μορφώματα και αφορούν συγκεκριμένες αντιλήψεις του κοινωνικού
υποκειμένου και του ρόλου του μέσα στον κόσμο (Ανδριάκαινα, 2005). Είναι σαν ο άνθρωπος μέσα από την χρήση των ναρκωτικών
να επιδιώκει την συμβατότητα με το περιβάλλον. Η γενεογραμματική αφήγηση
επιτρέπει στον ερευνητή να αναζητήσει το
ειδικό νόημα που αποκτά η τοξικοεξάρτηση στο πλαίσιο της συγκεκριμένης ιστορίας
ζωής, σε συνδυασμό με το νόημα που της αποδίδεται διαγενεακά στα πλαίσια μιας
οικογένειας. Επίσης, να δώσει πληροφορίες για την συμβολική και αναπαραγωγική
αξία του συμπτώματος της τοξικοεξάρτησης, να το νοηματοδοτήσει διαφορετικά και
να βάλει τάξη στον ενδοψυχικό κόσμο της οικογένειας. Συμβάλλοντας, σε επίπεδο
θεραπείας στην ατομική και οικογενειακή διαφοροποίηση και την απεξάρτηση και σε
ερευνητικό επίπεδο στην ανίχνευση γενικότερων μορφών και δομικών και ιστορικών
παραγόντων που αναδύονται από τις αφηγήσεις.
Συμπεράσματα
Η γενεογραμματική αφήγηση είναι μια συγκροτημένη και
στοχοθετημένη διάδραση, η οποία λειτουργεί ως οιονεί πλαίσιο παρουσίασης του
εαυτού, μέσα από μια γενεαλογική προοπτική και οδηγεί σε ανάδυση δεδομένων που
μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της ποιοτικής κοινωνικής έρευνας. Η
αναστοχαστική ιδιότητά της ευνοεί την ανάπτυξη και την αυτοπραγμάτωση του
ατόμου και ταυτόχρονα παραπέμπει σε γενικότερες φόρμες μέσω των εγγενών εννοιών
και πληροφοριών που περιέχει. Σε αυτή την περίπτωση, δεν περιορίζεται σε ένα
προσωπικό αναστοχασμό, αλλά αποτελεί τη συνισταμένη των ατομικών αναπαραστάσεων
των μελών της οικογένειας και συνεπώς συνιστά ένα πλαίσιο ή ένα σύστημα
μετα-κανόνων μέσα στο οποίο οργανώνεται η λογική των σχέσεων της οικογένειας.
Με αυτή την έννοια η γενεογραμματική αφήγηση διέπει ταυτόχρονα τη μορφή και το
περιεχόμενο της αλληλεπίδρασης.
Λειτουργεί, επομένως, ως μια μετα-εμπειρία, η οποία
διαμορφώνει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται το ένα μέλος το άλλο και τις
προσδοκίες που τρέφει το κάθε μέλος για τα υπόλοιπα, υπαγορεύει την υιοθέτηση
ρόλων, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ενδοοικογενειακής εικόνας και συνθέτει
μια γενικότερη δομή. Εδώ έγκειται η κοινωνιολογική της σημαντικότητα και η
χρησιμότητά της στο πεδίο της έρευνας: δεν αφορά απλά εξατομικευμένες περιπτώσεις.
Αντιθέτως βιώματα σαν και αυτά που απορρέουν από τις γενεογραμματικές
αφηγήσεις, πηγάζουν από κοινωνικά μορφώματα τα οποία προσδίδουν στα άτομα
κοινωνικά χαρακτηριστικά που παραπέμπουν αφενός σε μια συγκεκριμένη
συλλογικότητα, ομάδα ή κατηγορία και αφετέρου ενέχουν μια διάσταση
διαχρονικότητας. Η γενεογραμματική αφήγηση αποτελεί επομένως μια διαδραστική
πράξη που δεν σχετικοποιεί τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την ανάλυσή της,
αλλά καταδεικνύει τους τρόπους λειτουργίας και τις δομές των κοινωνικών σχηματισμών
και τους τρόπους με τους οποίους αυτοί
εγγράφονται στις ατομικές αφηγήσεις.
Η ιδιαίτερη αξία της γενεογραμματικής αφήγησης έγκειται στο
γεγονός ότι η ταυτότητα του ατόμου εξασφαλίζεται στη διαδρομή του βίου του μόνο
στο βαθμό που μπορεί να παράγεται μια γενεογραμματική συνέχεια. Σύμφωνα με τον Karl Mannheim (1997) η γενιά ως η κοινωνική αποτίμηση
και διαχείριση των βιολογικών γεγονότων της γέννησης και του θανάτου δηλώνει
και εξασφαλίζει τη θέση του ατόμου στον κοινωνικό χρόνο. Το ανήκειν σε μια συγκεκριμένη
γενιά σημαίνει για τον καθένα την ένταξη σε μια συγγενή με άλλα άτομα θέση. Η
γενιά οριοθετεί έναν κοινό τρόπο σκέψης και εμπειρίας, διαμορφώνει το κοινωνικό
πρόσωπο του ατόμου και διαγράφει ένα πλαίσιο διαμόρφωσης της προσωπικότητας,
των ψυχολογικών γνωρισμάτων του ατόμου. Έτσι η υποκειμενικότητα μιας ατομικής
ιστορίας θεμελιώνεται στην αξιολόγηση των οικογενειακών, και παρά πέρα των
κοινωνικοοικονομικών παραγόντων που επηρεάζουν την εμφάνιση της ανθρώπινης
συμπεριφοράς. Αυτή η διαλεκτική σχέση επιτρέπει το πέρασμα από το ατομικό στο
οικογενειακό και κοινωνικό, καταδεικνύοντας την κοινωνιολογική σημασία των
γενεογραμματικών αφηγήσεων και τη δυνατότητα αξιοποίησής τους από την κοινωνική
έρευνα. Εξάλλου, οι εσωτερικές και οι δι-ατομικές αφηγήσεις υπακούουν στις
ίδιες συμβάσεις με τις δημόσιες αφηγήσεις, καθώς διορθώνουμε τις εκφράσεις και
απολογούμαστε στα διότι, όπως όταν μας βλέπουν. Η αφήγηση, δηλαδή, υπονοεί
ευρύτερες συνδέσεις απ’ αυτές στις οποίες άμεσα αναφέρεται. Και η απλούστερη
αφήγηση προϋποθέτει ή συστήνει μια ολόκληρη κοσμολογία.
Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι στόχος δεν είναι η
αντικειμενική αναπαράσταση και αναβίωση του παρελθόντος. Εξάλλου κάτι τέτοιο θα
ήταν αδύνατο, δεδομένου ότι στοιχεία, όπως η μνήμη, η χρονική στιγμή, η σχέση
ερευνητή/αφηγητή και το ερευνητικό ερώτημα, διαμεσολαβούν μεταξύ εμπειρίας και
αφήγησης συνθέτοντας το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα αναδυθούν με τον δικό τους
τρόπο τα συγκεκριμένα γεγονότα έναντι άλλων σημαντικών του βίου.
Οι γενεογραμματικές αφηγήσεις ως μετα-εμπειρίες, δεν
αποτελούν, επομένως, τυπικές αναπαραστάσεις του γενεογραμματικού παρελθόντος,
αλλά νέες συνθέσεις που άπτονται της διαχρονικότητας του παρόντος και της εν
εξελίξει ανασύστασης του εαυτού. Δίνουν έτσι πρόσβαση σε πληροφορίες που αφορούν
αφενός την δυναμική και τους τρόπους που εγγράφονται οικογενειακοί και
κοινωνικοί δομικοί παράγοντες στην ατομική ιστορία, αλλά και τα ασυνείδητα
κίνητρα που εμπλέκονται στην διαμόρφωση των ρόλων, των προσδοκιών και της
ταυτότητας του ατόμου και της ομάδας αναφοράς. Αποτελεί, επομένως, το πέρασμα
από την ενδοψυχική συνθήκη του ατόμου στην ομαδική συνθήκη της οικογένειας και
της κοινωνίας, από την δράση στην αλληλεπίδραση, από το άτομο στο σύστημα και
ως εκ τούτου δεν αποτελεί απλώς μια ερευνητική μέθοδο, αλλά προσεγγίζει
την ουσία του συνόλου της ζωής του ατόμου, συμβάλλοντας στο πεδίο της ποιοτικής κοινωνικής έρευνας μέσα από
τη μελέτη των κοινωνικών, οικογενειακών, διαγενεακών σχέσεων του ατόμου, όπως
αυτές προκύπτουν από τις ατομικές
αφηγήσεις.
Γιώργος Γιαννούσης
Συστημικός Ψυχοθεραπευτής, Οικογενειακός Θεραπευτής, Σύμβουλος Εξαρτήσεων
Συστημικός Ψυχοθεραπευτής, Οικογενειακός Θεραπευτής, Σύμβουλος Εξαρτήσεων
Βιβλιογραφία
1.
Bruner Jerome, Δημιουργώντας Ιστορίες, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2004.
2.
Bruner
Jerome, Πράξεις
Νοήματος, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1997.
3.
Eisenstadt
S.N., Ηλικιακές ομάδες
και κοινωνική δομή: το πρόβλημα, στο Παιδική
Ηλικία, επιμέλεια Μακρυνιώτη Δήμητρα, Αθήνα, 1997.
4.
Elias
Norbert, Η
απουσία του χρόνου: μια υπόθεση, στο Παιδική
Ηλικία, επιμέλεια Μακρυνιώτη Δήμητρα, Αθήνα, 1997.
5. Gergen K., & Gergen M., Narrative and the
Self as Relationship, Advances in Experimental Social Psychology, Berkowitz,
L. (ed), San Diego, 1988, Academic Press, 17-56.
6.
Mannheim
K., Το
κοινωνιολογικό πρόβλημα των γενεών, στο Παιδική
Ηλικία, επιμέλεια Μακρυνιώτη Δήμητρα, Αθήνα, 1997.
7. Maturana H. & Varela F., The tree
of Knowledge: the biological roots of
human understanding, Shamhala Books, Boston ,
1987.
8. Michon, J.A., Implicit and
Explicit Representations of Time. Sto R. Block (Ed), Cognitive Models of
Psychological time, pp. 37-58. Hillsdale ,
New Jersey : Lawrenve Erlbaum
Associates, 1990.
9. Moscovisi S. La
Psychanalyse son
image et son public. Paris: PUF, 1976.
10. Nassehi &Weber, “Zur einer Theorie
biographischer Identitat. Epistemologische und systemtheoretische Argumente”,
1990.
11. Nassehi A., “Die Form der Biographie.
Theoretische Uberlegungen zur Biographieforschung in methodologischer Absicht”
BIOS, 1994.
12.
Ανδριάκαινα Ελένη, Παίζοντας με τα Όρια, Θεραπευτικές
Κοινότητες και Χρήστες Ναρκωτικών, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2005.
13.
Γεωργίου Θεόδωρος, Η Φιλοσοφία ως Συστημική Θεωρία, Δοκίμια για
τον Niklas Luhmann, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2003.
14.
Ελύτης Οδυσσέας, Εν Λευκώ, Αναφορά
στον Ανδρέα Εμπειρίκο, εκδ. Ίκαρος, 1992.
15.
Ελύτης Οδυσσέας, Ο κήπος με τις αυταπάτες, εκδ.
ύψιλον/βιβλία, Αθήνα, 1995.
16.
Μάντογλου Άννα, Μνήμες, Ατομικές-Συλλογικές-Ιστορικές,
εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2005.
17.
Μόνικα Μακ Γκόλντρικ-Ράντι
Γκέρσον, Το γενεόγραμμα, εκδ. Κέδρος,
Αθήνα, 1999.
18.
Ναυρίδης Κλήμης, Κλινική Κοινωνική Ψυχολογία, εκδ. Παπαζήση,
Αθήνα, 1994.
19.
Ναυρίδης Κλήμης, Ψυχολογία των Ομάδων – Κλινική Ψυχοδυναμική
Προσέγγιση, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2005.
20.
Παρίτσης Νίκος, Συστημική Ψυχιατρική, Τόμος Α, Η Νοημοσύνη
της Ζωής, εκδ. Βήτα, Αθήνα, 2003.
21.
Τσιώλης Γιώργος, Ιστορίες Ζωής και βιογραφικές αφηγήσεις, Η
βιογραφική προσέγγιση στην κοινωνιολογική ποιοτική έρευνα, εκδ. Κριτική,
Αθήνα, 2006.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου