Προσπαθώντας να φτιάξω την δομή του
συγκεκριμένου κειμένου, αρχικά αναρωτήθηκα
τι σημαίνει βία, τι συνιστά αυτό το φαινόμενο. Μετά από αρκετές σκέψεις
κατέληξα στο ότι η βία είναι ένα σύνθετο φαινόμενο, μια διυπόστατη πράξη:
1.
ένα φυσικό φαινόμενο (βία – βίος –
επιβίωση). Η επιθετικότητα θεωρείται ως εγγενής αντίδραση. Όσοι υποστηρίζουν
αυτή την άποψη λένε ότι ο άνθρωπος, όπως όλα τα ζωικά είδη, είναι
«προικισμένος» με επιθετικό ένστικτο που στοχεύει στην προστασία και την
ασφάλεια του. Ο Freud από την πλευρά του, προσπαθώντας να ερμηνεύσει την μανία
αλληλοεξόντωσης που έδειξαν οι άνθρωποι κατά το β΄ παγκόσμιο πόλεμο,
τροποποίησε την αρχική του θεωρία και υποστήριξε ότι εκτός τη libido, την ορμή
της ηδονής, οι πράξεις του ανθρώπου κατευθύνονται και από την ορμή για τη ζωή
και για τη διαιώνιση του είδους και στον αντίποδα της υπάρχει η ορμή που μας
σπρώχνει προς το θάνατο και την καταστροφή, όχι μόνο των άλλων, αλλά και τη
δική μας.
2.
ένα κοινωνικό κατασκεύασμα, ένα πολιτισμικό
μόρφωμα, ένα προϊόν πολιτισμικής διαφοράς (η βίαιη πράξη, δηλαδή, ορίζεται
κοινωνικά με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κουλτούρας της κάθε κοινωνίας
ή της ίδιας κοινωνίας σε διαφορετικές εποχές. Μπορούμε να δούμε ένα απλό
παράδειγμα: πως εκλαμβανόταν το χαστούκι σε ένα ελληνικό σχολείο της δεκαετίας
του ΄60 και πως εκλαμβάνεται σήμερα.
Για τους αρχαίους
έλληνες η βία ήταν θεότητα που
προσωποποιούσε την υπέρτατη ισχύ. Αναφέρεται ως κόρη του Τιτάνα Πάλλαντου και
της Ωκεανίδας Στυγός και, αδελφή του Κράτους, του ζήλου και της Νίκης, οι οποίοι
βοήθησαν τον Δία στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων. Επίσης, η βία ταυτιζόταν με την Ανάγκη και
συγγένευε με την Πειθώ.
Η βία, λοιπόν,
έχει πολλά πρόσωπα … και πολλές αναγνώσεις. Το πως θα ερμηνεύσεις τη βία
εξαρτάται, δηλαδή, από το πλαίσιο στο οποίο συναντιέται και από το πρόσωπο που
την πραγματοποιεί. Ας πούμε οι πράξεις βίας των Ιρακινών θεωρούνται
τρομοκρατικές εκδηλώσεις –από την σκοπιά της Δύσης- και απελευθερωτικός αγώνας
από την πλευρά αυτών που τις πράττουν.
Σύμφωνα με τις
διαδεδομένες αντιλήψεις, τα φαινόμενα βίας των νέων νοούνται, κυρίως, ως
ανακλαστική συμπεριφορά (δηλαδή, απλή μίμηση, μηχανική απάντηση σε μια
ψυχοκοινωνική δυσλειτουργία ή λανθασμένο, ανορθολογικό μέσον για την επίλυση
ενός ατομικού προβλήματος). Κατά την δική μου άποψη χρειάζεται να
αντιμετωπιστούν ως μια μορφή κοινωνικής δράσης, ως πρακτική η οποία στην
ιστορική της πορεία έχει επενδυθεί με νοήματα και σημασίες που παραπέμπουν σε
ευρύτερα ιστορικά και συλλογικά μορφώματα και αφορούν συγκεκριμένες αντιλήψεις
του κοινωνικού υποκειμένου και του ρόλου του μέσα στον κόσμο. Από τη σκοπιά
αυτή, η βία δεν ανταποκρίνεται σε μια ζωτική ανάγκη των νέων αλλά κυρίως σε μια
κοινωνική ανάγκη-ανάγκη αυτοπροσδιορισμού, διάκρισης και διαφοράς και
επιβεβαίωσης μιας ιδιαίτερης μορφής υποκειμενικότητας. Με δύο λόγια, οι πράξεις
βίας είναι συγχρόνως και πράξεις συμβολικές που σημασιοδοτούν και νοηματοδοτούν
την ύπαρξη, δημιουργούν εικόνες του εαυτού, μέσων των οποίων ο νέος κατανοεί τη
θέση του μέσα στον κόσμο και ορίζει τις σχέσεις του με άλλα άτομα, ομάδες και
θεσμούς.
Όσο,
βέβαια, προχωρούμε στις αρχές του νέου αιώνα και όσο αυξάνεται η κοινωνική
διαφοροποίηση και η πολιτισμική πολυπλοκότητα της κοινωνίας, το φαινόμενο της
βίας αποκτά τον νεωτερικό του χαρακτήρα. Η νεωτερικότητα του φαινομένου
έγκειται στο ότι η πρακτική αυτή παύει να ανήκει στα αυτονόητα, στους
αδιαφιλονίκητους, κοινούς τόπους ενός πολιτισμού ή μιας κοινωνικής ομάδας και
καθίσταται κοινωνικό πρόβλημα.
Τα
φαινόμενα βίας των νέων-τύπου Γαλλίας πριν από κάποια χρόνια και του 2008 στην
Ελλάδα- από σημάδι πολιτισμικής καθυστέρησης και ηθικής παρακμής, θα γίνουν
σύμβολο δύναμης και χειραφέτησης, έμβλημα που εκφράζει την κριτική της αστικής
κοινωνίας και την αμφισβήτηση του δυτικού πολιτισμού. Οι πράξεις βίας
επενδύονται με τα νέα αυτά νοήματα επειδή ερμηνεύονται στο πλαίσιο των
πρωτόγνωρων αιτημάτων και διεκδικήσεων που είχε ήδη διαμορφώσει η νεολαιίστικη
εξέγερση στην υπόλοιπη Ευρώπη και Αμερική.
Από
πιο παλιά ακόμη, παρατηρούμε ότι εκτός από τις κινηματικές εξεγέρσεις που υποκινούν οι νέοι, υπάρχει μια άλλη μερίδα
νέων που έδειχνε και δείχνει μια περιφρόνηση προς το «κατεστημένο», η οποία
περιφρόνηση εκφράστηκε με αντισυμβατικές επιλογές στην ενδυμασία και τη
διασκέδαση, με την αδιαφορία για τα υλικά αγαθά και με μια ειρωνική στάση
απέναντι στις αξίες της επιτυχίας και της κοινωνικοοικονομικής ανέλιξης. Το
κέντρο βάρους της ζωής και της κοινωνικότητας μετατοπίζεται, για αυτούς τους
νέους, από τη μέρα στη νύχτα, από το σπίτι στο δρόμο, από την οικογένεια στις
παρέες συνομηλίκων, από την πολιτική στράτευση στην καταφυγή σε κάθε λογής
μυστικισμούς και συμμορίες. Στο πλαίσιο της λεγόμενης αντικουλτούρας
επιχειρήθηκε μια σκόπιμη και συνειδητή αντιστροφή όλων όσων θεωρούνταν
μικροαστικά, συμβατικά, πληκτικά και πεζά: η ατημελησία, η παρακμή, ο κίνδυνος
έγιναν στυλ. Οι εξεγερμένοι νέοι της εποχής, θεωρώντας ότι πρέπει να
αντισταθούν στην κοινή λογική και την επιβεβλημένη ορθοφροσύνη, υιοθέτησαν μια
παιγνιώδη στάση απέναντι στη ζωή και το θάνατο, στράφηκαν συχνά σε ακραίες
ηδονιστικές ή αυτοκαταστροφικές επιλογές και αναγόρευσαν το σεξ, τα ναρκωτικά
και τη βία σε εμβλήματα της αντίδρασης, της ανυπακοής και της αυτοπραγμάτωσης.
Στην
ελληνική κοινωνία, η παραγωγή νέων μορφών παρέκκλισης ήταν ένα από τα συμπτώματα της επίθεσης, των
νέων, κατά του ήθους, της ιδεολογίας και των αξιών των παραδοσιακών
μικρομεσαίων στρωμάτων. Το νόημα της συγκεκριμένης συμπεριφοράς καθίσταται
διακύβευμα καθώς στο πλαίσιο ενός ηθικού λόγου, που εξέφραζε κυρίως η
προηγούμενη γενιά και ειδικότερα τα υψηλά αστικά στρώματα, εξακολουθεί, η βία,
να χαρακτηρίζεται ανήθικη και απαράδεκτη συμπεριφορά, ενώ στο πλαίσιο ενός
ρομαντικού λόγου –τον οποίο χρησιμοποιούσαν από πάντα οι εξεγερμένοι νέοι-
συμβολίζει τη χειραφέτηση και την
αυτοπραγμάτωση, την αντίσταση κατά των θεσμών και των αντιλήψεων της κυρίαρχης
ιδεολογίας.
Από
κει και πέρα, παρατηρούμε μια αλλαγή του κοινωνικοπολιτισμικού προφίλ των νέων
που υιοθετούν βίαιη και παραβατική συμπεριφορά και νέες σημασίες και αιτίες με
τις οποίες συνδέεται στις μέρες μας η συγκεκριμένη πρακτική –βλέπε για
παράδειγμα τα επεισόδια των νέων στην Ισπανία. Πίσω από αυτή τη μεταβολή και
την αναγωγή του προβλήματος της βίας σε μέγιστο κοινωνικό ζήτημα, κρύβεται η έξαρση του πανικού, της κοινωνικής
δυσφορίας, της ανασφάλειας, της κοινωνικής αδικίας και αναλγησίας, της
φτώχειας, της ανεργίας, της έλλειψης ιδεολογικών ταυτίσεων κλπ.
Στο
πλαίσιο αυτό παρατηρούμε μια διαδικασία εισβολής των φαινομένων βίας από το «περιθώριο»
της κοινωνίας, δηλαδή από περιθωριακές ομάδες (χούλιγκαν κλπ), στο «κέντρο» της
κοινωνίας. Η έκπληξη για αυτή τη μετατόπιση αποδίδεται πολύ χαρακτηριστικά με
την είδηση που αναπαράγανε τα ΜΜΕ για συμμετοχή σε ομάδα ληστών ενός νέου από
πλούσια οικογένεια πριν λίγα χρόνια, αν θυμόσαστε, μια ληστεία που πήγε να
συνδεθεί και με την τρομοκρατία.
Το
ζήτημα πλέον μπορεί να αφορά όλους, από όποια σκοπιά και αν χτυπάει το
φαινόμενο την πόρτα σου. Είτε δηλαδή το παιδί σου συμμετέχει με βίαιο τρόπο σε
διαδηλώσεις κατά του συστήματος, είτε υιοθετεί βίαιη, εξωθεσμική συμπεριφορά.
Όσο αφορούσε και εκφραζόταν κυρίως από κάποιες περιθωριακές ομάδες ήταν εύκολο να
απομονώνονται τα αίτια του φαινομένου στις συνθήκες ζωής και στην κουλτούρα
αυτών των ομάδων.
Όταν, λοιπόν το ζήτημα χτυπάει την πόρτα και
των καλυτέρων οικογενειών, όπως συνηθίζετε να λέγεται, να αφορά δηλαδή όλους
μας και όχι μόνο κάποιες περιθωριακές ομάδες το φαινόμενο της βίας των νέων
αρχίζει να αποτελεί μια ιδιότυπη κατάσταση, η οποία προσδιορίζεται πλέον όχι
μόνο με κοινωνικούς αλλά και με ψυχολογικούς όρους. Αυτό σημαίνει αυτόματα ότι
ο νέος που καταφεύγει σε βίαιες πράξεις λογίζεται πλέον και ως θύμα της
κοινωνίας. Ως ένας άνθρωπος που χρήζει συμβουλευτικής καθοδήγησης και του
οποίου η συμπεριφορά λαμβάνεται ως σύμπτωμα κοινωνικής δυσλειτουργίας. (Αξίζει
εδώ να αναφερθεί η συμπεριφορά των λεγόμενων γνωστών – αγνώστων, οι οποίοι κάθε
φορά προκαλούν βίαια επεισόδια χωρίς ποτέ να συλλαμβάνονται. Σε τηλεοπτική
εκπομπή πρώην υπουργός Δημοσίας Τάξης ανέφερε ότι δεν συλλαμβάνονται, παρότι
αυτό είναι τεχνικά εύκολο, επειδή οι πράξεις τους σηματοδοτούν ένα κοινωνικό
φαινόμενο που χρήζει και άλλου είδους παρεμβάσεις εκτός από αστυνομικές.
Ανέφερε παρεμπιπτόντως ότι από στοιχεία που έχουν οι νέοι αυτοί προέρχονται από
συνηθισμένες μεσοαστικές οικογένειες.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι, ανάμεσα σε
αυτά και η βίαιη συμπεριφορά, αποδίδονται πλέον στις δομές τις αστικής
κοινωνίας, θεωρούνται τρόπο τινά προϊόντα της ακραίας αποξένωσης του ατόμου
στην σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία. Καθώς η κριτική αφορά τους θεσμούς, όσοι
αντιμετωπίζουν προβλήματα δεν περιθωριοποιούνται ούτε στιγματίζονται. Αλλάζει
έτσι η θέαση της ψυχικής ασθένειας, των ατομικών δυσλειτουργιών και των
δυσλειτουργιών στις σχέσεις, κατηγορίες στις οποίες συμπεριλαμβάνονται διάφορες
μορφές βίαιης συμπεριφοράς. Και για να το δείτε αναλογιστείτε ότι μέχρι
πρόσφατα στην πόλη μας τη Λάρισα οι ψυχιατρικές κλινικές βρισκόταν έξω από την
πόλη. Σήμερα μία από αυτές έχει εγκατασταθεί στο κέντρο, χωρίς να
δημιουργούνται προβλήματα και αντιδράσεις.
Η
ανεπιθύμητη συμπεριφορά δεν εκλαμβάνεται ως προσβολή ενός ηθικού κανόνα αλλά ως
απόκλιση από ένα κοινό πρότυπο κοινωνικής και προσωπικής ανάπτυξης. Σύμφωνα με
το νέο υπόδειγμα ερμηνείας των φαινομένων αυτών, η βία των νέων δεν εκφράζει,
μόνο, μιαν αντίθεση προς την κοινωνία και τους θεσμούς, αλλά εξηγείται και με
όρους κοινωνικής δυσλειτουργίας και ψυχικής ανωριμότητας. Η βία, δηλαδή,
ερμηνεύεται ως σύμπτωμα ενός βαθύτερου προβλήματος το οποίο αφορά τη
διαταραγμένη σχέση ατόμου και κοινωνίας. Και εδώ εκτός από τα φαινόμενα βίας που
παρατηρούμε στους νέους θα εντάξουμε, την ενδοοικογενειακή βία, την
παραβατικότητα, την ψυχολογική και λεκτική βία, την χειραγώγηση κλπ.
Εν
συντομία θα μπορούσαμε να διακρίνουμε δύο παραλλαγές του φαινομένου της βίας. Η
μεν πρώτη (συγκρουσιακή) ήταν
επικρατέστερη κατά τη δεκαετία του ΄80 και εξηγεί το φαινόμενο με όρους που
παραπέμπουν στις πολιτικο-ιδεολογικές συγκρούσεις της εποχής, δίνοντας έμφαση
στον «ατομισμό» και την «αλλοτρίωση». Η δεύτερη που φαίνεται να υπερισχύει μετά
τα μέσα της δεκαετίας του ΄90, αποφεύγει την κριτική αναφορά σε ευρύτερους
κοινωνικούς και ιδεολογικούς παράγοντες και εξηγεί τη βία με όρους ενός,
φαινομενικά ουδέτερου, τεχνικού λεξιλογίου, ως αποτέλεσμα ‘προσωπικής
ανεπάρκειας’ και ‘οικογενειακής δυσλειτουργίας’. (Βέβαια οφείλουμε να
αναρωτηθούμε που οφείλεται αυτή η ανεπάρκεια και αυτή η δυσλειτουργία. Οπότε
μάλλον θα καταλήξουμε ξανά στις ανεπάρκειες των κοινωνικών δομών). Έτσι κι
αλλιώς παρατηρούμε να υπάρχει μια σχέση αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης
ατόμου-οικογένειας-κοινωνίας, όπου το ένα συνδιαμορφώνει το άλλο και
αντίστροφα.
Οι δυτικές
κοινωνίες ζούσαν και ζουν σε πολλές περιπτώσεις σε μια φαντασίωση κοινωνικής
ειρήνης. Το αμερικάνικο όνειρο που ύφαινε τον κοινωνικό ιστό πάνω στην ευημερία
του ανθρώπου τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτιστικό επίπεδο μας έκανε να
ξεχνούμε ότι αυτή η ευμάρεια στηρίζεται και στην καταδυνάστευση των φτωχών
χωρών, των χωρών του λεγόμενου τρίτου
κόσμου. Και σαν να μην έφτανε αυτό η βία και τα γενικότερα φαινόμενα παρακμής
σαρώσανε την εσωτερική κοινωνική συνοχή των δυτικών κοινωνιών και διογκώθηκαν
σε ανάλογο βαθμό με την τεχνολογική εξέλιξη. Μια εξέλιξη που δεν έφερε τελικά
την κοινωνική ειρήνη και πρόοδο που φαντάστηκαν οι μεταπολεμικές κοινωνίες. Η
πτώση των συμβόλων και των ιδεολογιών που υποβαστούσαν και ισορροπούσαν κάπως τον
δυτικό πολιτισμό, η αποξένωση του ανθρώπου, οι σαρωτικές αλλαγές στους θεσμούς
όπως η οικογένεια και η εκπαίδευση, και η διάχυση της κοινωνίας της πληροφορίας
που βρίσκει τους ανθρώπους περισσότερο ευάλωτους, ανενημέρωτους, συγχυσμένους
και μόνους από ποτέ, όξυναν περισσότερο τους ανταγωνισμούς, ήραν την ανθρώπινη
αλληλεγγύη, σάρωσαν κάθε έννοια συλλογικότητας και αύξησαν τις εσωτερικές
εντάσεις και τα άγχη του σύγχρονου ανθρώπου με αποτέλεσμα την αύξηση των
φαινομένων βίας. Και μάλιστα αυτών χωρίς φαινομενική αιτία, χωρίς σύνδεση με
κάποιο αίτημα κοινωνικής αλλαγής. Η απρόσωπη κοινωνία, δηλαδή, γεννά απρόσωπη
και τυφλή βία. Εν κατακλείδι, η βία συνδέεται και ερμηνεύεται στις μέρες μας,
τόσο με βάση τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές, όσο και τα ψυχολογικά αδιέξοδα
του σύγχρονου ανθρώπου και την ποιότητα των οικογενειακών και γενικότερα των
ανθρωπίνων σχέσεων.
Αν
θέλουμε με ψυχολογικούς όρους να εστιάσουμε το φαινόμενο περισσότερο στην
παιδική και εφηβική ηλικία, θα λέγαμε ότι σύμφωνα με τη Διεθνή Ταξινόμηση
Ψυχικών Διαταραχών και Διαταραχών της Συμπεριφοράς (ICD) τα βασικά
χαρακτηριστικά των διαταραχών της διαγωγής, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και το
φαινόμενο της βίας, είναι η επαναλαμβανόμενη και επίμονη δυσκοινωνική,
επιθετική ή προκλητική διαγωγή, η οποία, στις πλέον ακραίες μορφές της,
συνεπάγεται πιο βίαιες από τις αναμενόμενες για την ηλικία του παιδιού
παρεκτροπές. Πρόκειται, συνεπώς, για διαταραχή βαρύτερη από τη συνηθισμένη
συμπεριφορά των παιδιών ή από την επαναστατικότητα των εφήβων.
Πολλά παιδιά
μπορεί να εμφανίσουν περιόδους επιθετικότητας στο σχολείο ή στο σπίτι. Όμως το
παιδί το οποίο θα θεωρήσουμε ότι παρουσιάζει διαταραχές διαγωγής (ή που
εκφράζεται μέσω αυτών) .. μιλάμε για διαταραχές με συμπτωματολογία βίαιης
συμπεριφοράς … διαφέρει από τα «άτακτα» ή τα δύσκολα παιδιά ως προς τον βαθμό,
την ένταση, την έκταση και τη σοβαρότητα των αντιθετικών ή διαταρακτικών
συμπεριφορών του, έτσι ώστε να τις χαρακτηρίσουμε βίαιες. Παρόλα αυτά η
διαχωριστική γραμμή μεταξύ φυσιολογικών και διαταραγμένων συμπεριφορών δεν
είναι πάντα πολύ ευκρινής.
Τα
παιδιά και οι έφηβοι με βίαια συμπεριφορά απασχολούν όλο και συχνότερα το
σχολείο, την οικογένεια, αλλά και τις δικαστικές υπηρεσίες. Παρόλα αυτά η
παιδοψυχιατρική προσέγγισή τους, μέσω κυρίως της έννοιας της διαγωγής, δίνει
υπερβολικά μεγάλη σημασία στην επίπτωση της συμπεριφοράς των παιδιών αυτών στους
άλλους, παραβλέποντας πολλές φορές αυτά που νιώθει το ίδιο το παιδί-και αυτό
που νιώθει είναι, κυρίως, ένα αίσθημα ψυχικής οδύνης απέναντι στο οποίο το
παιδί «θωρακίζεται» με τη συμπεριφορά του αυτή και το οποίο κρατά ερμητικά
κλεισμένο μέσα του.
Θα
μπορούσαμε σύμφωνα με αυτή την οπτική τις διαταραχές βίαιης συμπεριφοράς να τις
δούμε και ως διαταραχές, που εκφράζονται μέσω της βίαιης συμπεριφοράς.
Και
αυτό γιατί συνήθως πίσω από τη βίαιη συμπεριφορά των παιδιών και των νέων
κρύβεται κάτι άλλο και σε συναισθηματικό επίπεδο κρύβεται, κυρίως, το
συναίσθημα του θυμού. Το οικουμενικό κίνητρο του θυμού είναι η αίσθηση του
κινδύνου. Αυτή η αίσθηση του κινδύνου σηματοδοτείται όχι μόνο από μια άμεση
φυσική απειλή, αλλά επίσης, όπως συχνότερα συμβαίνει, από μια συμβολική απειλή
της αυτοεκτίμησης της αξιοπρέπειας, της απομόνωσης του ανθρώπου: η άδικη ή
σκληρή απειλή, η προσβολή, ο εξευτελισμός, ή η απογοήτευση κατά την επιδίωξη
ενός σημαντικού στόχου.
Και
φυσικά ξέρουμε ότι ο θυμός θεριεύει με τον θυμό. Οι νέοι αυτοί καλά κάνουν,
ίσως, και δεν καταπίνουν τον θυμό τους γιατί αυτός κρύβει μια διαμαρτυρία και
εκφράζει μια δυσλειτουργική κατάσταση (οικογενειακή ή/και κοινωνική), αλλά το
γεγονός ότι αντί να αποκτήσουν δεξιότητες, κοινωνικές και συναισθηματικές, για
να τον καταπραΰνουν και να τον εκφράσουν δημιουργικά, τον αναμοχλεύουν με έναν
αυτοκαταστροφικό για τους ίδιους και καταστροφικό για τους γύρω τους τρόπο.
Πίσω
από αυτή τη διαδικασία υπάρχει η αιώνια διαμάχη μεταξύ της παρόρμησης και του
ελέγχου της παρόρμησης, του Εκείνου και του Εγώ, της επιθυμίας και του
αυτοελέγχου, της ικανοποίησης και της αναμονής. Ίσως, ειδικότερα για τα παιδιά,
να μην υπάρχει πιο ουσιαστική δεξιότητα από την αντίσταση στις παρορμήσεις. Και
βέβαια η δεξιότητα αυτή μαζί με αυτή της ενσυναίσθησης (της ικανότητας δηλαδή
να γνωρίζουμε τα συναισθήματα του άλλου, μια ικανότητα που οικοδομείται πάνω
στην αυτοεπίγνωση και απουσιάζει, σύμφωνα με έρευνες από τους ανθρώπους με
ακραία βίαια χαρακτηριστικά, είναι από τις δεξιότητες αυτές που δεν διδάσκονται
πλέον στα σχολεία μας. Σχολεία στα οποία βλέπουμε
πλέον η βία να εισβάλλει όλο και περισσότερο.
Τελειώνοντας,
θέλω να θέσω ένα πλαίσιο προβληματισμού, μέσα στο οποίο εν περιλήψη μπορεί να
αναλυθεί το ζήτημα που μας απασχολεί σήμερα. Το πλαίσιο αυτό έχει τις εξής
αφετηρίες:
- Η επιλογή της βίας ως συμπεριφοράς από ένα άτομο δεν είναι τυχαία. Εξαρτάται από το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνεται αυτή η επιλογή (με ποια σημασία , δηλαδή, φορτίζει το κοινωνικό σύστημα τη συγκεκριμένη συμπεριφορά). Εξαρτάται από το άτομο ( το οποίο εντάσσεται σε κάποια ομάδα, πολιτισμική, ιδεολογική, ηλικιακή). Όπως, επίσης, εξαρτάται και από την χρονική στιγμή αυτής της επιλογής, δεδομένου ότι η σχέση συμπεριφοράς / πολιτισμικού συστήματος είναι αμφίδρομη και μεταβαλλόμενη στο χρόνο.
- Το υπόβαθρο της βίαιης συμπεριφοράς υποδηλώνει, εκτός από την βιαιότητα των κοινωνικών δομών, ψυχολογική, κοινωνική, ενδοπροσωπική και περιβαλλοντική δυσλειτουργία του ατόμου. Προκειμένου να αντιμετωπίσει το άτομο τις παραπάνω δυσλειτουργίες, χρησιμοποιεί και βασίζεται πάνω στη χρήση βίας με στόχο την προσωπική ανακούφιση και νοηματοδότηση της ύπαρξής του. Λειτουργούν, δηλαδή, οι βίαιες πράξεις ως σύμπτωμα άλλων βαθύτερων δυσλειτουργιών και ως ένα μέσο κοινωνικής ένταξης, απαίτησης και διαμαρτυρίας. Η βία είναι εκτός από μέσο έκφρασης και φορέας μηνυμάτων.
- Η βιαιότητα των κοινωνικών δομών αντανακλάται στις διάφορες μορφές χειραγώγησης του ατόμου που εκφράζεται από τους τυπικούς ή άτυπους θεσμούς και κυρίως στις μέρες μας από τα ΜΜΕ και την εκπαίδευση.
- Τέλος, το οικογενειακό κλίμα (η δομή και η λειτουργία της οικογένειας), ιδιαίτερα στην σημερινή εποχή, αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα ενίσχυσης ή αποτροπής των παραγόντων επικινδυνότητας της εμφάνισης βίαιης συμπεριφοράς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου