Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Εκπαίδευση ενηλίκων (με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του Αλέξη Κόκκου)

Το βιβλίο προσπαθεί να ανιχνεύσει :

1.            Ποιο είναι το πεδίο της Εκπαίδευσης Ενηλίκων.
αποτελεί ένα ξεχωριστό πεδίο ή όχι;
2.            Ποια είναι η σχέση της Εκπαίδευσης Ενηλίκων με την δια βίου μάθηση και κατάρτιση και τι πολιτικές ή άλλες σκοπιμότητες υπάρχουν πίσω από αυτές τις έννοιες.
3.            Ποιο είναι το θεωρητικό πλαίσιο αυτού του πεδίου (η συζήτηση είναι ανοιχτή).
4.            Ποιος είναι ο εκπαιδευόμενος ενήλικας. Τι γίνεται στην Ελλάδα (το ποσοστό των Ενηλίκων Εκπαιδευομένων είναι μικρό). Ποιος είναι ο επαρκής εκπαιδευτής ενηλίκων.

Η εκπαίδευση Ενηλίκων αποτελεί ένα σχετικά πρόσφατο επιστημονικό πεδίο. Όπως αναφέρεται στην εισαγωγή του βιβλίου του Αλέξη Κόκκου γεννήθηκε στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ στην αρχή του 20ου αιώνα και αρχικά στόχευε στη βελτίωση του μορφωτικού επιπέδου των ευπαθών κοινωνικών ομάδων και ήταν συνδεδεμένη με τα λαϊκά κινήματα. Από τότε ως σήμερα παρατηρούμε μια ανάπτυξη του φαινομένου σε παγκόσμια κλίμακα με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό. Αυτό εξηγείται κυρίως εξετάζοντας κανείς τις νέες κοινωνικοοικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες που επικρατούν στη σύγχρονη δυτικού τύπου κοινωνική συγκρότηση.
Το σπάσιμο των παραδοσιακών κοινωνικών νορμών και το πέρασμα στην νεωτερικότητα και στην μετανεωτερική εποχή, η αλλαγή που επήλθε στις μεταπολεμικές πολιτικές συσχετίσεις, η άρση της απομόνωσης των μικρών κοινοτήτων και η εισβολή της τηλεόρασης και της πληροφορικής στα σπίτια των ανθρώπων, ο ραγδαίος ρυθμός ανάπτυξης της τεχνολογίας και ταυτόχρονα όλες οι άλλες μεταβολές στο κοινωνικό επίπεδο και στο πεδίο των επιστημών, είχαν ως αποτέλεσμα τη μεταλλαγή των δομών και των αξιών που επικρατούσαν στις κοινωνίες όλου του κόσμου.
Καθοριστικό παράδειγμα αποτελεί η διαδικασία διαμόρφωσης της ταυτότητας. Η ταυτότητα του ανθρώπου παραδοσιακά διαμορφωνόταν μέσα από κοινές αξίες, κανόνες, ρόλους και συμπεριφορές που σηματοδοτούνταν από την κυρίαρχη ιδεολογία και κουλτούρα της κοινότητας. Λειτουργούσε, δηλαδή, ο άνθρωπος μέσα από στερεότυπες συμπεριφορές (συνήθειες) που η κοινότητα  διαμέσου της οικογένειας διαμόρφωνε. Σήμερα ο άνθρωπος μεταφράζει σε προσωπικό επίπεδο τα κοινωνικά ερεθίσματα και δρα, με περισσότερο περίπλοκο τρόπο, μέσα από συγκινησιακές διεργασίες (τι νοιώθω), γνωστικές διεργασίες (γιατί το κάνω), τις παραδόσεις και τα έθιμα και εξετάζοντας, κάθε φορά, τις συνέπειες της κάθε πράξης και επιλογής του. Φτιάχνει, δηλαδή, την δική του κοσμοθεωρία.
Όπως αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου ο Καθηγητής Νίκος Μουζέλης, «σε ένα μετανεωτερικό πλαίσιο, όπου όχι μόνο οι παραδοσιακές μορφές οργάνωσης και κοινωνικής σκέψης, αλλά και οι συλλογικές ιδεολογίες (φασισμός, κομουνισμός) περιθωριοποιούνται, το άτομο είναι υποχρεωμένο να κατασκευάσει την δική του βιογραφία. Αναγκάζεται δηλαδή να πάρει μια σειρά από αποφάσεις που σε παλιότερες εποχές του επιβαλλόταν λίγο πολύ αυτόματα από την παράδοση, την κυρίαρχη ιδεολογία ή την τυποποιημένη εκπαίδευση. Αναγκάζεται να γίνει πιο αναστοχαστικό».
Έξω από αυτές τις αλλαγές δεν έμεινε, βέβαια, η εκπαίδευση και η εκπαιδευτική διαδικασία. Η εκπαίδευση, ως ένας από τους κυρίαρχους μηχανισμούς της κοινωνικής αναπαραγωγής, είχε μια βαθιά σχέση αλληλεπίδρασης, με τις μεταβολές που προαναφέρθηκαν, τις επηρέασε και την επηρεάσανε.
Πέρα από αυτό το γενικό πλαίσιο, μια σειρά από τεχνοοικονομικές και κοινωνικές αλλαγές κάνουν την μη υποχρεωτική, ευέλικτη εκπαίδευση ενηλίκων και τη δια βίου μάθηση να παίζει κεντρικό ρόλο στη μετανεωτερική περίοδο.
Για να το εξηγήσουμε αυτό πρέπει να λάβουμε υπόψη κάποιους δείκτες δραματικών αλλαγών που έχουν συντελεσθεί. Κατ’ αρχήν, υπάρχουν σαφείς δείκτες αναδιάρθρωσης της παραγωγής και της απασχόλησης. Ο αυτοματισμός της παραγωγής και η εισαγωγή των ηλεκτρονικών μέσων, η ταχύτητα παλαίωσης της γνώσης και της τεχνολογίας, η διεύρυνση του ελεύθερου χρόνου, η ανεργία, η γήρανση του πληθυσμού, η «ελαστικοποίηση» των θέσεων εργασίας, κ.τ.λ. έχουν συνδεθεί με διάφορες στρατηγικές επαγγελματικού επαναπροσανατολισμού και επαγγελματικής συνεχόμενης βελτίωσης και εξέλιξης, στα πλαίσια ενός ευέλικτου, αρθρωτού και ανοιχτού συστήματος βασικής τυπικής εκπαίδευσης και διάφορων δομών άτυπης και δια βίου εκπαίδευσης. Συστηματικά αναζητούνται προϋποθέσεις αναγνώρισης και πιστοποίησης ακαδημαϊκών, μορφωτικών και επαγγελματικών εμπειριών, μια που η τυπική εκπαίδευση δεν εξασφαλίζει την ένταξη στην απασχόληση , παρά μόνο προσφέρει την κατ’ αρχήν προϋπόθεση για αναζήτηση απασχόλησης. Οι εργαζόμενοι πλέον καλούνται να εξασφαλίζουν προϋποθέσεις επαγγελματικής κινητικότητας, ευελιξίας και προσαρμογής στις συνεχείς αλλαγές (Hasan, A., 1996).
Βέβαια, τίθεται επιτακτικά το ερώτημα, πως θα εκπαιδευτεί ο εργαζόμενος, ποιος θα αναλάβει το κόστος της εκπαίδευσης, ποια εκπαιδευτική και ευρύτερη κουλτούρα δημιουργείται και ποιες πολιτικές σκοπιμότητες αυτή κρύβει.
Συνοπτικά θα λέγαμε, σηματοδοτώντας το πριν και το μετά πως, παραδοσιακά, η εμπειρία λειτουργούσε αθροιστικά, και σε έκανε ικανό. Οι άνθρωποι οδηγούνταν σε κάθε λογής αυθεντίες για να αποκτήσουν την πολυπόθητη γνώση, το κλειδί. Τι γίνεται, όμως, σήμερα που η εμπειρία δεν οδηγεί απευθείας στη γνώση (η παραδοξία είναι η ορθοδοξία του καιρού μας Niclas Luhmann).
          Στο βιβλίο θίγεται πολύ όμορφα η αναγκαιότητα της Εκπαίδευσης Ενηλίκων και ο ρόλος του Εκπαιδευτή Ενηλίκων, ο οποίος δεν μεταφέρει γνώσεις, αλλά προσπαθεί να αλλάξει στάσεις των εκπαιδευόμενων.
Φεύγουμε, επομένως από την διατύπωση προτάσεων, όπως η μεταβίβαση γνώσεων και πάμε σε προτάσεις όπως :
§  Πως η εμπειρία μετουσιώνεται σε γνώση
§  Πως το βίωμα μετασχηματίζεται σε συνείδηση
Δίνουμε έμφαση δηλαδή στα μονοπάτια εκείνα που μας οδηγούν σε ένα κριτικό αναστοχασμό της εμπειρίας, εκεί όπου η μνήμη και η μάθηση δεν αποτελούν πλέον απλή υπόθεση κωδικοποίησης και αποθήκευσης της πληροφορίας, αλλά κυρίως, και πάνω από όλα, μια κοινωνική δραστηριότητα που περνά μέσα από το λόγο και οικοδομείται στις σχέσεις μας με τα άλλα άτομα.
Σε μια εποχή σαν την δική μας, που χαρακτηρίζεται από συνεχείς και βαθιές κοινωνικές αλλαγές, έχει ιδιαίτερη σημασία να παρακολουθούμε τα φαινόμενα «εν τω γίγνεσθαι». Τα γεγονότα της ζωής όμως τρέχουν τόσο γρήγορα, ώστε ο ανθρώπινος νους δεν προλαβαίνει να παρακολουθήσει τις αλλαγές που συντελούνται μέσα του και γύρω του, για να μπορέσει να κάνει τις αναθεωρήσεις που απαιτούνται. Ενώ δηλαδή είμαστε υποχρεωμένοι να κυνηγάμε το μέλλον, συχνά παραμένουμε δέσμιοι παλαιών αντιλήψεων που έχουν ήδη γίνει απολιθώματα, αφού τα μηνύματα που δεχόμαστε ξεπερνούν τη δυνατότητα μας να τα επεξεργαστούμε και να τα αφομοιώσουμε, με αποτέλεσμα να δυσλειτουργούμε. Για να προχωρήσουμε μπροστά, για να μην αισθανόμαστε παγιδευμένοι, είναι ζωτική ανάγκη να συμμετέχουμε στις διεργασίες. Μόνον έτσι μπορεί να ξέρει κανείς που βαδίζει. Μόνον έτσι μπορεί να αξιολογήσει τη θέση του μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Και μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να συμβάλλει τόσο σε ατομική όσο και συλλογική ανέλιξη.
Βέβαια για την εκμάθηση ενός καινούργιου τρόπου σκέψης και για την καινούργια γνώση δεν επαρκούν οι καθαρά γνωστικές πληροφορίες, η καθαρά λογική νοηματική διαδικασία. Αν έφτανε μόνο αυτό φανταστείτε τι καλά που θα ήταν με δεδομένο τον τεράστιο όγκο πληροφοριών και γνώσεων που μπορούμε να έχουμε σήμερα. Η απορρόφησή της καινούργιας γνώσης απαιτεί τη βιωματική μάθηση, στην οποία η συναισθηματική συμμετοχή του εκπαιδευόμενου παίζει πρωτεύοντα ρόλο. Όλες οι γνωστικές κατηγορίες που φτιάχνει ο νους μας κατασκευάζονται και συγκατασκευάζονται μέσα από τη συγκινησιακά φορτισμένη συνύπαρξη με το έμψυχο και άψυχο περιβάλλον μας.
          Η έννοια της βιωματικής μάθησης μας έκανε και στην εκπαιδευτική διαδικασία να σκύψουμε πάνω από έννοιες όπως: κριτικός αναστοχασμός, νόημα, διαχείριση της μνήμης και της εμπειρίας, αυτοποίηση και αυτοσύνθεση, κοινωνικές δεξιότητες.
Εν κατακλείδι, η κοινωνική γνώση μπορεί να δημιουργηθεί στη βάση της αναζήτησης του νοήματος στις πράξεις των υποκειμένων – εδώ των εκπαιδευομένων -  οι οποίοι, βρίσκονται σε διαδικασία στοχαστικής αλληλεπίδρασης μέσα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτιστικό πλαίσιο, στο οποίο δρουν.
Το καινούργιο αυτό θεωρητικό πλαίσιο μας έκανε να εστιάσουμε στις ιδιαιτερότητες και στις ανάγκες των ενήλικων εκπαιδευομένων, καθώς και στο διαφοροποιημένο ρόλο του εκπαιδευτή ενηλίκων. Δηλαδή να χαρτογραφήσουμε την εκπαίδευση ενηλίκων ως ένα ξεχωριστό επιστημονικό πεδίο. Και ξεκινώντας από την υπόθεση ή την βεβαιότητα ότι η κατάρτιση των ενηλίκων προϋποθέτει μια θεωρία και την κατάρτιση σε αυτή των εκπαιδευτών και των οργανωτών, διαπιστώνουμε την μέγιστη συμβολή του συγγραφέα, ο οποίος βίωσε πρώτα στην πράξη την Εκπαίδευση Ενηλίκων και αργότερα πέρασε σε θεωρητικές αναζητήσεις.
Από θεωρητικής, λοιπόν, άποψης τα πράγματα, είναι, βέβαια, ανοιχτά, αλλά είναι και  ξεκαθαρισμένα. Η πολιτική της αναδιατύπωσης, είναι αυτή που δημιουργεί το πρόβλημα, τι εννοούμε δηλαδή, εκπαίδευση ενηλίκων, δια βίου εκπαίδευση, κατάρτιση, επιμόρφωση κτλ. Αυτές οι έννοιες για πολιτικούς ή τεχνικούς λόγους, έχουν διαφορετικές απαντήσεις κάθε φορά.
Η εκπαίδευση είναι θεσμός. Η μάθηση είναι κάτι αέναο και γενικό. Η εκπαίδευση είναι ευθύνη των θεσμών, του κράτους, η μάθηση είναι πιο προσωπική υπόθεση. Επειδή, λοιπόν, δεν νοείται εκπαιδευτική πράξη πολιτικά ουδέτερη, δεν είναι τυχαίο που η Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθετεί την έννοια της δια βίου μάθησης. Αυτό το πέρασμα από την εκπαίδευση στη μάθηση σηματοδοτεί, σε πολιτικό επίπεδο, την συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας. Εισάγει έννοιες, όπως αυτές της εξατομίκευσης των εκπαιδευόμενων και της απασχολισιμότητας, δηλαδή, την προσωπική ευθύνη του εργαζόμενου να έχει γνώσεις και να είναι έτοιμος όταν τον καλέσουν να εργαστεί, για να μην μπει σε έξοδα η επιχείρηση. Έτσι όλοι οι νέοι, ιδίως, μπαίνουν στη λογική, στο τζόγο των πιστοποιήσεων για να έχουν περισσότερα προσόντα.
Ο εκπαιδευόμενος, λοιπόν, μπαίνει στην αίθουσα, έχοντας την δική του ιδιαιτερότητα και τα δικά του κίνητρα και σαφώς «καθοδηγούμενος» σε εισαγωγικά ή μη, από τις τρέχουσες πολιτικές και από την γενικότερη κατεύθυνση της κοινωνικοοικονομικής και πολιτισμικής πραγματικότητας. Στην εποχή της αβεβαιότητας, καταλαβαίνεται ότι αναζητά σταθερά σημεία. Και συνήθως, λανθασμένα, τα ψάχνει στις τυποποιημένες γνώσεις και τα πτυχία. Έτσι νιώθει αποδυναμωμένος διότι απλά δεν στηρίζεται στο έμψυχο δυναμικό που φέρει μέσα του και δεν ποντάρει στις διεργασίες που συντελούνται στην αντανάκλαση των σχέσεών του με τους άλλους.
Τίθεται επιτακτικά επομένως το ερώτημα αυτός ο εκπαιδευόμενος τι εκπαιδευτή θα συναντήσει;
          Στο βιβλίο, όπως προανέφερα θίγεται πολύ όμορφα ο ρόλος του Εκπαιδευτή Ενηλίκων, ο οποίος δεν μεταφέρει γνώσεις, αλλά προσπαθεί να αλλάξει στάσεις των εκπαιδευόμενων. Για να το καταφέρει αυτό χρειάζεται ο ίδιος εκπαίδευση. Χρειάζεται ο Εκπαιδευτής Ενηλίκων να είναι επαγγελματίας, δηλαδή να έχει ένα σώμα γνώσεων, να τηρεί την δεοντολογία, και να επιμορφώνεται συνεχώς. Πριν από όλα αυτά, όμως, επειδή οι εκπαιδευόμενοι ενήλικες χρειάζονται, μετάδοση κινήτρων, εμψύχωση, υποκίνηση και η εκπαίδευσή τους δεν είναι μόνο τεχνική, ο εκπαιδευτής ενηλίκων χρειάζεται πέρα από πτυχία και συνεχή επιμόρφωση, να είναι ώριμος άνθρωπος, να έχει ψηθεί στη δουλειά και στη ζωή. Όπως λέει και ο τζάρβις, στο ερώτημα ποιος είναι ο επαρκής εκπαιδευτής ενηλίκων, ο εκπαιδευτής πρέπει να είναι καλός άνθρωπος, να εμψυχώνει, να μπαίνει σε διαδικασία ενεργητικής μάθησης. Επίσης, ο Χόουλ λέει, να εκπαιδεύεται, να νοιάζεται και να εφαρμόζει αυτά που διδάσκει στην προσωπική του ζωή (όπως ο καλός γιατρός πρέπει να εφαρμόζει όσα λέει στους ασθενείς του).
Θα προσπαθήσω να αποδώσω τα παραπάνω        δανειζόμενος μια έκφραση που χρησιμοποιούμε στην οικογενειακή ψυχοθεραπεία : την έννοια της συνεξέλιξης, που σημαίνει ότι αλλάζω τον άλλο, αλλάζοντας τον εαυτό μου. Παραφράζοντάς το, εδώ, μαθαίνω τους άλλους, μαθαίνοντας τον εαυτό μου. Κάτω από αυτή την συνθήκη, από την αυθεντία του δασκάλου περνάμε στην δυνατότητα κάθε ανθρώπου για αυτορύθμιση, δηλαδή για μεγάλωμα, για εξέλιξη προσωπική και επαγγελματική, μέσα από την ανατροφοδότηση των εμπειριών, η οποία δημιουργεί μια καινούργια σύνθεση εμπειριών, άρα μια νέα γνώση.
Με άλλα λόγια για να εξελίσσεται ο άνθρωπος χρειάζεται να επεξεργάζεται τα εξωτερικά ερεθίσματα και για να το κάνει αυτό χρειάζεται ένα πλαίσιο. Το πλαίσιο είναι αυτό που προάγει την μάθηση. Στην περίπτωσή μας το πλαίσιο είναι η εκπαιδευτική ομάδα, τα μέλη της οποίας, μαζί επεξεργάζονται τις πληροφορίες και λειτουργούν με την αξία της συνεργασίας. Ο εκπαιδευτής είναι, λοιπόν, αυτός που βάζει το παραπάνω πλαίσιο και βοηθά στην ανατροφοδότηση των εμπειριών των εκπαιδευομένων, όχι μέσω της μετάδοσης γνώσεων, αλλά με γνώμονα την συνθήκη ότι η βάση της εκπαιδευτικής διεργασίας για τον κάθε άνθρωπο είναι μέσα του απλά χρειάζεται κατάλυση, καθοδήγηση, συμβουλευτική.
          Συνοπτικά θα λέγαμε ότι το βιβλίο διαπραγματεύεται τέσσερα ζητήματα:
1.            Τι θα πει μαθαίνει ένας ενήλικας (τα χαρακτηριστικά και η διαφορετικότητα του ενήλικα)
2.            Ο ρόλος του κριτικού στοχασμού πάνω στις εμπειρίες μας
3.            Το ζήτημα της εμπειρικής μάθησης
4.            Μαθαίνω πώς να μαθαίνω

Η διαπραγμάτευση αυτή γίνεται μέσα στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής μας, με Aδημιουργική ανάλυση των θεωριών, και του ρόλου του εκπαιδευτή ενηλίκων και τέλος με ειδικές αναφορές στην ελληνική πραγματικότητα.


Το βιβλίο του Κόκκου έρχεται, λοιπόν, ως καθοδηγητικός μίτος, και ο ίδιος ως ιχνηλάτης, σε μια εποχή αύξουσας διαφοροποίησης, αλληλεξάρτησης και αντιφατικότητας των κοινωνικών σχέσεων, όπου ο κόσμος αρχίζει να εμφανίζεται ως ανυπόφορα περίπλοκος, και η εκπαιδευτική διαδικασία (όχι μόνο των ενηλίκων) ελάχιστα έχει να προσφέρει στην κατεύθυνση της αποκωδικοποίησης των μηνυμάτων, της κοινωνικής αυτοπραγμάτωσης, της δημιουργικότητας, της καλλιέργειας του ανθρώπου, της έμφασης σε αξίες και οράματα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου