Θα προσπαθήσω να μιλήσω για το βιβλίο ιχνηλατώντας
την σκέψη του συγγραφέα, όπως αυτή αποτυπώνεται στο πολύ εύγλωττο και κατανοητό
κείμενό του.
Το πώς μιλάμε για την κρίση στα παιδιά είναι ίδιο με
το πώς τα μεγαλώνουμε για να ενταχθούν στον κόσμο των ενηλίκων. Η κρίση αλλάζει
τα δεδομένα, χρειάζεται ερμηνεία, άλλες παραδοχές και ενδεχομένως άλλους
υπαρξιακούς προσανατολισμούς. Ο συγγραφέας καταπιάνεται με την ερμηνεία της
κρίσης και των συνεπειών της. Αναδεικνύει το μούδιασμα που έχουν οι άνθρωποι
έναντι μιας κοινωνίας που καταρρέει μαζί με τους οικονομικούς δείκτες και
επισημαίνει την αναγκαιότητα μιας συγκροτημένης και ορθολογικής αφήγησης για την
κρίση. Ο ίδιος μας την δίνει με ένα ρεαλιστικό και συνάμα μυθιστορηματικό τρόπο.
Η γενεαλογία
(ιστορία) της κρίσης
Η ιστορία της
κρίσης έχει βαθιές τις ρίζες της στο παρελθόν, όταν από τις αρχές της δεκαετίας
του 1980 οι άνθρωποι σταδιακά χάσανε την δυνατότητα να χρησιμοποιούν τον λόγο,
ένα βασικό εργαλείο, όχι μόνο επικοινωνίας, αλλά και συγκρότησης μιας
συνεκτικής αφήγησης για τον εαυτό και τον κόσμο, άρα ένα βασικό εργαλείο
συγκρότησης της προσωπικότητας. Οι λέξεις άρχισαν να χάνουν το νόημά τους και
οι άνθρωποι άρχισαν να χάνουν το νοηματικό πλαίσιο και τον προσανατολισμό τους.
Με αποτέλεσμα σταδιακά ο καταναλωτικός ναρκισσισμός να αλλοιώσει τη σχέση των
ανθρώπων με τα πράγματα. Τα πράγματα γίνανε ιδέες, σύμβολα και καταναλωθήκαν με
μανία, μέσα από ένα πρίσμα κατασκευής ψευδο-αναγκών και εικονικής
πραγματικότητας. Έτσι, όπως αναφέρει ο συγγραφέας εκπίπτει το κριτήριο της πραγματικότητας,
και οι άνθρωποι δεν μπορούν να μετουσιώσουν την εμπειρία σε γνώση: το
πραγματικό και το εικονικό είναι σε πλήρη σύγχυση. Οι άνθρωποι της εποχής μας συνεχώς
δεν πιστεύουν στα μάτια τους και διαρκώς πέφτουν από τα σύννεφα. Αυτή η
περιχαρακωμένη έλλειψη νοήματος ανέδειξε κάποια τρωτά χαρακτηριστικά που μας καταδυναστεύουν
(τους πολίτες και τους πολιτικούς). Η διαφθορά, η συνενοχή και η αναξιοκρατία
κυριάρχησαν και διαμορφώσανε σταδιακά ένα νέο ήθος, έναν νέο έλληνα άνθρωπο με
διάτρητο αξιακό σύστημα, βολεψάκια…
Και σαν να μην έφτανε αυτό τελευταία έχει στηθεί
ένας μηχανισμός προπαγάνδας στα όρια του ψυχολογικού πολέμου με στόχο τα μυαλά
των πολιτών και με σκοπό την πλήρη εμπλοκή της ικανότητάς τους να σκέφτονται.
Με άξονα τις μνημονιακές πολιτικές στήθηκε ένας μηχανισμός ελέγχου της σκέψης
και της συνείδησης που καθήλωσε τους έλληνες στους καναπέδες και στη δυστυχία
τους. Ο συγγραφέας αναφέρει μια αγαπημένη μου έννοια, η οποία κρύβεται πίσω από
τον έλεγχο που ασκείται: αναφέρει τον «διπλό δεσμό». Την έννοια αυτή
πρωτοδιατύπωσε ο Bateson
το 1965. Η υπόθεση του διπλού δεσμού ανιχνεύει την ύπαρξη –στις οικογένειες των
σχιζοφρενών- παράδοξων, διφορούμενων και αντιφατικών μηνυμάτων (του τύπου κάτσε
όρθιος). Στη σχιζοφρένεια κατά Bateson
συμβαίνει ακριβώς αυτό που συμβαίνει σήμερα στην αναπαραγωγής της είδησης από
τα κυρίαρχα ΜΜΕ: ορισμένα άτομα εμπλέκονται σε μια κατάσταση, όπου ο άλλος εκπέμπει
δύο είδη μηνυμάτων τα οποία αντιφάσκουν μεταξύ τους και απλούστατα αδυνατούν να
διακρίνουν τον τύπο του μηνύματος στον οποίο πρέπει να απαντήσουν.
Ζούμε μια σχιζοφρενική κατάσταση. Όταν για
παράδειγμα τα στελέχη της τρικομματικής κυβέρνησης μιλούν για κάποιο ζήτημα,
αναφέρονται απαξιωτικά στην ως τώρα κατάσταση –την οποία δημιούργησαν οι ίδιοι-
και ταυτόχρονα παρουσιάζονται ως σωτήρες που θα σώσουν τον ελληνικό λαό από τα
κακώς κείμενα. Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι δηλαδή!
Από την άλλη η αντιπολίτευση, που τόσα χρόνια
κατήγγειλε το σάπιο σύστημα, μοιάζει τώρα –ή έτσι αναπαράγεται η είδηση- να
υπερασπίζεται σημεία αυτού του συστήματος, στην προσπάθειά τους να το αλλάξουν
και ταυτόχρονα να διατυπώσουν έναν αντιπολιτευτικό λόγο.
Έχουμε δηλαδή μια κυβέρνηση που είναι αντιπολίτευση
στον εαυτό της…
…και μια αντιπολίτευση που παρουσιάζεται ως η
συμπολίτευση του παρελθόντος.
Οι έλληνες, επομένως, ζουν μια σχιζοφρενική
κατάσταση και κολυμπούν σε μια παραδοξότητα
(μαζί τα φάγαμε/ αλλά κάποιοι πεινάμε) που τους ακινητοποιεί. Καταρρέει
το μέσα τους, αισθάνονται ανήμποροι και εκτός της συρρίκνωσης του εισοδήματος,
οδηγούνται και σε συναισθηματικό μαρασμό (άγχος, πανικός, κατάθλιψη) που φτάνει
ως την αυτοκτονία –μια πράξη που αποκτά πλέον ένα διαφορετικό πολιτικοκοινωνικό
νόημα. Παράλληλα καταρρέει και η εσωτερική δομή των υποσυστημάτων της
κοινωνίας. Καταρρέει το κοινωνικό κράτος και η έννοια του κοινωνικού δεσμού με
την ταυτόχρονη ενεργοποίηση του κοινωνικού αυτοματισμού (η μια κοινωνική ομάδα
εναντίον της άλλης), αύξηση της εγκληματικότητας και του ρατσισμού. Οι έλληνες
όμως οδηγούνται και σε εκρήξεις, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Τα συμπτώματα της δυσφορίας εξωτερικεύονται και γίνονται θυμός και οργή.
Και φυσικά όλη αυτή η κατάσταση οδήγησε και σε μια
πιο λειτουργική παραδοξότητα, στην ανάδειξη δηλαδή συμπεριφορών και θεσμών που
πριν χρόνια μας φαινόταν παράδοξες, ενώ σήμερα αποτελούν αναγκαιότητα, όπως
είναι οι διάφορες μορφές συλλογικότητας και αλληλεγγύης που αναπτύσσονται.
Το νέο αναμετράται με το παλιό: το παλιό το ξέρουμε,
το νέο το φοβόμαστε, ενώ παράλληλα θα πρέπει να βρούμε δημιουργικούς τρόπους
για να το διεκδικήσουμε. Γιατί μην το ξεχνάμε το νέο το διεκδικούν πολλοί –προς
τα πού θα πάει η ελληνική κοινωνία είναι το διακύβευμα της εποχής και φυσικά με
ποιον τρόπο.
Τα παραπάνω συνιστούν ένα σκηνικό κρίσης, δηλαδή
μετάβασης, και υφαίνουν έναν καμβά με κλωστές την απόγνωση, την οργή, τον φόβο,
την αγωνία και όλα αυτά την παράλυση, το μούδιασμα.
Οι ενήλικες λοιπόν έχουν πολύ μεγάλο φορτίο να
διαχειριστούν και δεν ξέρουν τον δρόμο. Ο συγγραφέας υποδεικνύει έναν,
ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία αυτών που μας οδήγησαν εδώ: Πρώτο προτείνει
μια θεραπεία αλήθειας. Να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Να στρέψουμε το
δάκτυλο στον εαυτό μας και μέσα από τις προσωπικές μας συνειδητοποιήσεις να
στραφούμε προς τα έξω. Και δεύτερον, ζώντας συνειδητά (ομολογουμένως), να
ξαναανταμωθούμε με τους ανθρώπους, να νιώσουμε την αναγκαιότητα της συνύπαρξης.
Αυτό είναι το χρέος μας έναντι της επόμενης γενιάς,
έναντι των παιδιών μας.
Πως μιλώ λοιπόν
για την κρίση με το παιδί
Είμαστε η πρώτη γενιά –εδώ και πολλές δεκαετίες- που
τα παιδιά μας κινδυνεύουν να ζήσουν χειρότερα από μας. Που είτε οι γονείς, είτε
η χώρα μας γενικότερα, δεν επαρκούν να θρέψουν τα παιδιά τους. Που το παιδί από
επίκεντρο της καταναλωτικής οικογένειας χάνει σταδιακά τα υλικά αγαθά και τα
προνόμια που είχε.
Ως εκ τούτου το πως μιλώ για την κρίση με το παιδί έχει
κυρίως να κάνει και με τι σκοπό μιλώ για την κρίση στο παιδί. Σκοπός δεν μπορεί
να είναι παρά η διαπαιδαγώγηση του παιδιού σε ένα νέο πλαίσιο αρχών και αξιών,
έξω και μακριά από αυτό που ύφαινε η οικογένεια για τα εγωπαθή και
ναρκισσιστικά παιδιά της. Στόχος της κουβέντας για την κρίση είναι να μάθουμε
στο παιδί πως η ζωή έχει κανόνες, τους οποίους
χρειάζεται να βλέπει με ρεαλισμό, ακόμη κι αν είναι να τους αλλάξει,
γιατί πρώτα πρέπει να τους υιοθετήσει, να τους κατανοήσει και έπειτα μέσα από
την αμφισβήτηση να τους ανατρέψει. Ο ρεαλισμός, η ικανότητα να στέκεσαι όρθιος
και η εμπιστοσύνη στον εαυτό, είναι πίσω από τις λέξεις και τις ερμηνείες της
κρίσης.
Τα παιδιά βλέπουν και διαισθάνονται την κρίση με
διαφορετικό τρόπο από ότι οι ενήλικες. Είτε επειδή η εμπειρία μετουσιώνεται σε
γνώση με ένα πιο ασυνείδητο τρόπο, είτε επειδή οι μεγάλοι τα προστατεύουμε, όσο
μπορούμε. Έτσι το πότε θα επιλέξουμε να μιλήσουμε στο παιδί εξαρτάται καταρχήν
από το πόσο έχει πληγεί από την κρίση η καθημερινότητά τους, τόσο σε επίπεδο
υλικών αγαθών όσο και σε επίπεδο συναισθηματικού φορτίου (εντάσεις, αυξημένο
άγχος κλπ). Στο μεγαλύτερο παιδί θα μιλήσουμε και γιατί εκείνο θα μας ρωτήσει:
τα ερεθίσματα πολλά, είτε τα δέχεται μέσα στο σπίτι, είτε στο κοινωνικό του
περιβάλλον. Αλλά θα μιλήσουμε και πριν του επιτρέψουμε να αναλάβει ρόλους «σωτήρα»
που αναλαμβάνουν τα παιδιά όταν νιώσουν πως κινδυνεύει η συνοχή της
οικογένειας. Έτσι στο σωστό χρόνο, με βάση τα παραπάνω θα μιλήσουμε στο παιδί
για τις συνέπειες της κρίσης, όταν το παιδί χρειάζεται, περιμένει ή ζητά και
μπορεί να ακούσει τα λόγια των μεγάλων, έτσι ώστε να μπορεί να αξιοποιήσει τη
νέα γνώση.
Στο σωστό χρόνο λοιπόν και στη σωστή δόση το παιδί
μπορεί να γίνει συμμέτοχο στο νέο
γίγνεσθαι της οικογένειας, να νιώσει ότι ανήκει και να νιώσει πως οι νέες
συνθήκες αντί να διαλύσουν, μπορεί να ενισχύσουν αυτό το αίσθημα του ανήκειν.
Τι λέμε όμως στα
παιδιά για την κρίση
Καταρχάς, το παιδί χρειάζεται με διαφορετικά λόγια
ανάλογα με την ηλικία του, να κατανοεί το συστημικό του περιβάλλον, τον κόσμο
γύρω του και κυρίως χρειάζεται να του μάθουμε πως η ζωή δεν είναι εύκολη, οι
αδικίες και οι ανισότητες καραδοκούν.
Παράλληλα να μάθει, σύμφωνα με την κουλτούρα, τις αρχές
και αξίες της οικογένειας, να επιβιώνει και να δημιουργεί μέσα σε αυτό το
περιβάλλον. Αφού πρώτα, όπως εξήγησα αρχικά το έχει απαντήσει ο γονιός για τον
εαυτό του.
Η υπέρβαση της αντιξοότητας και η μετάλλαξή της σε
κάτι δημιουργικό είναι ένα σπουδαίο μάθημα ζωής. Ευτυχώς εμείς οι έλληνες το
βιώνουμε στο πολιτισμικό μας DNA.
Πολλές φορές στην ιστορία μας χρειάστηκε να αντιμετωπίσουμε μια βάρβαρη αντιξοότητα
και ως εθνικό υποκείμενο να οδηγηθούμε σε αναθεωρήσεις της συλλογικής μας ύπαρξης.
Τα κλειδιά (τα ελληνικά κλειδιά) της υπέρβασης που οδηγεί σε νέα ταυτοποιητικά
μονοπάτια σύμφωνα με τον συγγραφέα είναι τρία:
α) Η ανθρώπινη σχέση,
β) Η υπαρξιακή αίσθηση του χρόνου και
γ) Η επινοητικότητα των Ελλήνων.
Έξω από τις ιστορικές μας καταβολές σημαντικό είναι,
τέλος, να σταθούμε κριτικά έναντι του εαυτού μας και να προσπαθήσουμε να
ξαναορίσουμε τα δεδομένα της ύπαρξής μας – το σκοπό της ζωής μας, με άλλα
λόγια.
Και αυτή η αναθεώρηση να είστε σίγουροι πως θα φέρει
ανατροπές στους επιμέρους στόχους της ζωής μας, αλλά και στις αξίες, τους ρόλους
με βάση τους οποίους θα επιδιώξουμε να υπηρετήσουμε αυτούς τους στόχους. Και βέβαια
θα επιφέρει αλλαγές στους κώδικες συμπεριφοράς μας και τις καθημερινές μας συνήθειες.
Αυτή η προσωπική
υπέρβαση και αναπλαισίωση του τρόπου ζωής μας, απαιτεί νέες αφηγήσεις για τον
εαυτό και τον κόσμο. Και μια που λέω για αφηγήσεις, τελειώνω, υπενθυμίζοντας
την προτροπή του συγγραφέα να μιλάτε στα παιδιά για την κρίση μέσα από
αφηγήσεις και ιστορίες. Γιατί όσα επιχειρήματα και να τους αραδιάσετε αυτό που
θα ακούσουν είναι ο λόγος που θα βρει απήχηση στον κόσμο της φαντασίας τους. Γι’
αυτό μια ιστορία, ένα βιβλίο, μια ταινία, μια θεατρική παράσταση, μπορούν να
μιλήσουν απευθείας στην καρδιά ενός παιδιού και να το βοηθήσουν να κατανοήσει
αυτό που περνούν.
Αυτή η συγκυρία, η οικονομική κρίση που ζούμε,
αλλάζει συθέμελα τον σκοπό ύπαρξης της οικογένειας. Η βιολογική και η
ψυχοκοινωνική επιβίωση των μελών της, μας αναγκάζει να αναθεωρήσουμε τον
παιδοκεντρικό της χαρακτήρα, όπου οι γονείς θυσιάζονται για τα παιδιά τους. Και
να οδηγηθούμε σε ένα νέο διακύβευμα που δεν γνωρίζουμε ακόμη πιο είναι, κινείτε
όμως σίγουρα στον άξονα, οι γονείς έχουν καθήκον να αναθρέψουν τα παιδιά τους και
να τα αφήσουν να φύγουν και τα παιδιά να αναθραφούν και να νιώσουν έτοιμα να
αυτονομηθούν (δηλαδή, να νιώθουν επαρκή και γεμάτα αγάπη). Εξάλλου οι νέοι μας δείχνουν
με πολύ εύσχημους τρόπους πως το σημαντικότερο για αυτούς δεδομένο είναι η
ΣΧΕΣΗ και με βάση αυτή την αξία θα κινηθούν στη ζωή τους. Ίσως τελικά η νέοι
οριοθετούν σταδιακά τις νέες προτεραιότητες, τα νέα προτάγματα και τα νέα
νοήματα με άξονα την ανθρώπινη σχέση –κι όχι το κυνήγι του χρήματος ή της επαγγελματικής
καταξίωσης.
Μιλάμε στα
παιδιά για την κρίση σημαίνει λοιπόν πως κι εμείς κατανοούμε την κρίση την
επανατοποθετούμε στη συνείδησή μας με έναν πιο λειτουργικό τρόπο και ταυτόχρονα
την κοινωνούμε στα παιδιά. Επανατοποθετώντας έτσι τη σχέση μας μαζί τους,
βάζοντας ταυτόχρονα τα θεμέλια για μια νέα μορφή γονεϊκότητας και συνεπώς μια
νέα μορφή κοινωνική συγκρότησης πιο αλληλέγγυας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου