Η
οικονομική κρίση οδήγησε τους Έλληνες τα τελευταία χρόνια σε περισσότερο κακές
και φθηνές διατροφικές συνήθειες. Οι φθηνές αυτές διατροφικές επιλογές είναι
κατά πλειοψηφία ανθυγιεινές, χαμηλής διατροφικής αξίας και υψηλές θερμιδικά, με
αποτέλεσμα να αυξάνουν τον κίνδυνο της παχυσαρκίας.
Εξάλλου είναι γνωστό πως η
παχυσαρκία στον δυτικό κόσμο εμφανίζεται κυρίως σε άτομα χαμηλής
κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης, στα στρώματα εκείνα του πληθυσμού που δεν
μπορούν να καταναλώσουν τροφές υψηλής διατροφικής αξίας όπως ψάρι, κόκκινο
κρέας, φρέσκα λαχανικά και φρούτα. Παρατηρούμε λοιπόν στα χρόνια της κρίσης να
αναπτύσσεται το παραπάνω παράδοξο, ενώ δηλαδή μειώνεται το εισόδημα, αυξάνεται
η κατανάλωση τροφής, κακής όμως ποιότητας, ούτως ώστε η παχυσαρκία να μην υποχωρεί,
όπως θα περίμενε κάποιος. Παράλληλα το χαμηλό εισόδημα δεν επιτρέπει την άθληση
σε κλειστούς χώρους (γυμναστήρια, κλπ.) οπότε έχει μειωθεί και το ποσοστό των
ανθρώπων που γυμνάζονται. Το τρίγωνο των αιτιών συμπληρώνει η αύξηση του στρες
που κάνει τους Έλληνες να τρώνε για να ξεσκάσουν ή για να διασκεδάσουν.
Η τροφή αποτελεί ένα συμβολικό
πεδίο όπου εκεί συμπυκνώνονται στοιχεία της κουλτούρας μας ως λαός, αλλά και τα
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθενός μας ως ξεχωριστές προσωπικότητες. Οι
Έλληνες στην πιο πρόσφατη ιστορία τους έχουν περάσει από τρία διαφορετικά
διατροφικά σύνδρομα. Το κατοχικό σύνδρομο που συμπυκνώνεται στη φράση «φάε όλο
το φαΐ σου», ή «δεν πετάμε το φαγητό, είναι αμαρτία», ή το «όταν τρώμε δεν
μιλάμε» που έδειχνε τη σοβαρότητα με την οποία έπρεπε να αντιμετωπίζουμε τη
λήψη της τροφής. Η φτώχεια της μεταπολεμικής γενιάς γέννησε το κατοχικό
σύνδρομο και αυτό με τη σειρά του έδωσε τη σκυτάλη στην υπερβολική κατανάλωση
τροφής από τις επόμενες γενιές (ναι αυτών που μεγάλωσαν με τη μαμά να τους
κυνηγάει από πίσω για να φάνε, αυτών που γεμίζανε ανεξέλεγκτα τα καρότσια των
σούπερ μάρκετ με συσκευασμένες τροφές γεμάτες συντηρητικά και θερμίδες). Το
κατοχικό σύνδρομο καταπίεσε τις επόμενες γενιές, οι οποίες μεγάλωσαν με το
σύνδρομο του καταναλωτή. Όσο περισσότερο τόσο καλύτερα ήταν το σύνθημα της
περιόδου της ευημερίας. Είναι η περίοδος που αυξάνεται δραματικά το ποσοστό των
παχύσαρκων και υπέρβαρων ατόμων στην Ελλάδα και ως πληθυσμός απομακρυνόμαστε
από τον περιβόητο μεσογειακό τρόπο διατροφής.
Σήμερα, ο Έλληνας ξεπερνώντας,
λόγω της οικονομικής δυσπραγίας, το καταναλωτικό σύνδρομο, αναπτύσσει το
σύνδρομο της διαφυγής. Τρώει για να ξεχάσει, για να προσφέρει λιγάκι
ευχαρίστηση στον εαυτό του, να απαλλαγεί από το στρες της καθημερινότητας.
Εξάλλου το λέει εμφατικά με τη φράση «ένα φαγητό μας έμεινε για να
ευχαριστηθούμε, να το κόψουμε κι αυτό!». Όταν όμως κάποιος τρώει για να καλύψει
τα συναισθήματα του μπαίνει σε ένα φαύλο κύκλο σαν κι αυτό που δημιουργούν όλες
οι εξαρτήσεις. Χρειάζεται δηλαδή όλο και περισσότερο την τροφή για να νιώσει
καλά, ωστόσο η υπερκατανάλωση οδηγεί σε προβλήματα που δημιουργούν δυσάρεστα
συναισθήματα, τα οποία και προσπαθεί να καλύψει τρώγοντας περισσότερο, κ.ο.κ.
Το άγχος τον κάνει να τρώει περισσότερο, αλλά η ενοχή ότι τρώει πολύ του
δημιουργεί περισσότερο άγχος, που το ξανακαλύπτει με το φαγητό.
Πολλοί άνθρωποι βασανίζονται
μέσα σε αυτό το φαύλο κύκλο, όπου την οδύνη των συναισθημάτων τους καταπραΰνουν
με την ηδονή του φαγητού, όπου βασανίζονται είτε τρώγοντας, είτε κάνοντας
δίαιτα, όπου η χαμηλή αυτοεκτίμηση, οι ενοχές και τα μπερδεμένα συναισθήματα
εναλλάσσονται όπως και το μενού της εβδομάδας το οποίο είναι, επίσης, χαμηλό σε
διατροφική αξία και μπερδεμένο.
Η διατροφή διαχρονικά εκτός από
τη βιολογική ανάγκη της επιβίωσης καλύπτει και πολλές συναισθηματικές ανάγκες.
Κατά καιρούς ακούμε φράσεις που δείχνουν την συναισθηματική και κοινωνική αξία
της τροφής, όπως «ο έρωτας περνά από το στομάχι», «Από δω ως τα Γιάννενα για
ένα καλό φαΐ», «Άμα βρεις φαΐ, φάε. Αν βρεις ξύλο φύγε», «Βράζει στο ζουμί
του/της…», «Δεν έχει ψωμί αυτή η δουλειά», «Η πείνα κάστρα πολεμά και κάστρα
καταπίνει», «Ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται», «Όποιος χορταίνει ύπνο, δε
χορταίνει ψωμί», κ.α. Πάντα λοιπόν η διατροφή για τον άνθρωπο θα είναι
σημαντική όχι μόνο για τη βιολογική, αλλά και την ψυχοκοινωνική του επιβίωση.
Στο σημερινό περιβάλλον της
«κρίσης» η τροφή έχει συνδυαστεί άμεσα με την ξεκούραση και την ευχαρίστηση. Οι
άνθρωποι τρώνε για παράδειγμα μπροστά στην τηλεόραση με το ένα χέρι στο κουτάλι
και το άλλο στο τηλεκοντρόλ. Τρώνε όλο και περισσότερο μόνοι τους, όρθιοι ή
γρήγορα και πρόχειρα, όπως μάλλον ζούνε και τη ζωή τους.
Το φαγητό προσπαθεί να γεμίσει
τα κενά της ζωής των ανθρώπων και όσο αυτά μεγαλώνουν τόσο περισσότερο θέλουν
να τρώνε. Αποκτούν έτσι μια εξαρτητική σχέση με το φαγητό σε αναπαραγωγή
ενδεχομένως προγενέστερων εξαρτητικών σχέσεων με σημαντικούς ανθρώπους. Σε
πολλές περιπτώσεις διατροφικών διαταραχών κρύβεται συχνά μια προβληματική σχέση
του ατόμου με την μητέρα του. Άτομα που δεν έχουν λάβει, δηλαδή, όση φροντίδα,
αποδοχή και αγάπη είχαν ανάγκη από τη μητέρα τους ενδέχεται να προσπαθήσουν να
καλύψουν αυτό το κενό μέσα από το φαγητό, είτε να συνεχίσουν να πιστεύουν πως
δεν έχουν δικαίωμα φροντίδας και να αναπτύξουν μια άρνηση για τη λήψη τροφής.
Στην ιδανική περίπτωση η σωστή
διατροφή δημιουργεί ένα υγιές σώμα και βοηθά στη συναισθηματική μας ισορροπία.
Μια ζωή την έχουμε και ας την ευχαριστηθούμε στην ουσία της. Το φαγητό και η
διατροφή γενικότερα πρέπει να είναι απολαυστική χωρίς να λειτουργεί ως
υποκατάστατο. Να τρώμε και να μη μας τρώει. Να λειτουργεί ως σύμβολο υγείας κι
όχι καταπίεσης. Να μας κοινωνικοποιεί κι όχι να μας απομονώνει. Καλύτερα δηλαδή
να μιλάς παρά να μασάς.
Αντί να χρησιμοποιείτε τον
εαυτό σας ως κουβά που απλά πετάτε μέσα του ό,τι βρείτε, σεβαστείτε τον
παρέχοντάς του κάθε φορά το καλύτερο που έχετε με βάση τις δυνατότητές σας.
Καλύτερα λίγο, αλλά καλό!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου