Η Τίνα είναι 43 ετών, γιατρός και
μητέρα δύο παιδιών, της 16χρονης Έφης και του 12χρονου Γιώργου. Είναι χωρισμένη
εδώ και τέσσερα χρόνια και μεγαλώνει τα παιδιά της με πολύ μικρή βοήθεια από το
Γιάννη, τον πρώην άντρα της. Δουλεύει πολύ και συνάμα προσπαθεί να σταθεί στο
ρόλο της ως μητέρα, ξεκλέβοντας παράλληλα όσο μπορεί και κάποιες στιγμές προσωπικής
ζωής. Η πολυπλοκότητα των ρόλων, η μικρή σχετικά βοήθεια, η κούραση και οι
εντάσεις της καθημερινότητας και κυρίως οι εκρήξεις θυμού της κόρης της την οδήγησαν
στο κατώφλι της συμβουλευτικής. Σε αυτή τη φάση, στο ξεκίνημα των συγκρούσεων
με την κόρη της, η Τίνα αντιλαμβάνεται την αδυναμία της να τα καταφέρει χωρίς βοήθεια.
Δεν ξέρει τι ακριβώς να ζητήσει, δεν έχει την ενέργεια να μιλήσει για όσα
συμβαίνουν, έχει απλά ένα μεγάλο παράπονο, «γιατί όλα αυτά;». Κάνει όμως το πρώτο βήμα, να αποδεχθεί το αδιέξοδό της και
να ζητήσει βοήθεια.
Στη συνέχεια διά μέσου της συμβουλευτικής
διαδικασίας της δίνεται η δυνατότητα ενδοσκόπησης προκειμένου να καταλάβει ποιες
δικές της ελλείψεις την οδηγούν στα σημερινά αδιέξοδα και να κατανοήσει σε
βάθος τα αιτήματα των παιδιών της και τη δυσκολία να ανταποκριθεί στις ανάγκες της.
Ενώ την έφερε ο θυμός της κόρης της, σταδιακά οδηγείτε σε κατανοήσεις για τις
δικές της δυσκολίες και τον τρόπο που σχετίζεται. Η Τίνα είναι μια γυναίκα που
ευνουχίζει τις επιθυμίες της και εξιδανικεύει τους άλλους. Μεταξύ απώθησης και
εξιδανίκευσης τρέχει πάντα πίσω από τα γεγονότα και ποτέ δεν τα προλαβαίνει.
Σχεδόν πείθει τον εαυτό της πως δεν αξίζει κάτι παραπάνω, ενώ έχει πετύχει
πολλά πράγματα και ενδόμυχα πιστεύει πως είναι άξια. Η κόρη της έχει αναλάβει
ασυνείδητα ένα αντίστοιχο ρόλο: προσπαθεί να ταρακουνήσει τη μαμά, έχει δηλαδή
μια λανθάνουσα έγνοια που από τη μία τη θυμώνει και από την άλλη την ακυρώνει,
δημιουργώντας μια έντονη σχέση συναισθηματικής εξάρτησης, της μίας από την
άλλη, ενώ και οι δύο ευαγγελίζονται την αυτονομία. Εξάλλου η Τίνα έχει να το
λέει: είναι ανεξάρτητη, χώρισε όταν έπρεπε, εργάζεται, μεγαλώνει (σχεδόν) μόνη
της τα δύο παιδιά. Τι είναι όμως αυτονομία; Είναι να τρέχεις πίσω από όλα και να
θες να τα καταφέρεις μόνος; Αυτόνομος είναι ο ανεξάρτητος; Όχι βέβαια,
αυτονομία είναι να νιώθει κάποιος ελεύθερος με ότι επιλογές έχει κάνει. Η Τίνα σε
αυτή τη φάση της ζωή της, ενώ είναι ανεξάρτητη, δεν νιώθει ελεύθερη.
Παρότι είναι μια δομημένη
προσωπικότητα, η αγωνία της να τα καταφέρνει σε όλα της δημιουργεί σύγχυση,
κούραση και το αίσθημα της μοναξιάς. Για να τακτοποιήσει λοιπόν τα πράγματα
μέσα της χρειάζεται να της δοθεί τη δυνατότητα να ακουστεί, δίχως κριτική ή
συμβουλές. Έχει ανάγκη να βιώσει ένα ασφαλές περιβάλλον όπου θα εμπιστευτεί τις
δυσκολίες της και τα παράπονά της και θα νιώσει ένα συμβολικό κράτημα και μια
ενθάρρυνση πως όλα μπορούν να αντιμετωπιστούν.
Στην πρώτη φάση της
συμβουλευτικής η Τίνα δεν μπορεί βέβαια να δει εύκολα τις δικές της ευθύνες και
τη συμμετοχή της σε ότι συμβαίνει. Κι όταν το κάνει συνήθως το κάνει ενοχικά,
νιώθει δηλαδή άσχημα που δεν καταφέρνει να είναι λειτουργική σε όλα. Για να
συνειδητοποιήσει τι πρέπει να κάνει και πως θα ανακτήσει την λειτουργικότητά
της πρέπει να κατανοήσει πως πολλά προβλήματα δεν έρχονται απ’ έξω, αλλά τα
δημιουργούμε εμείς. Απ’ έξω έρχονται οι δυσκολίες, που όσο δεν καταφέρνουμε να
τις ξεπερνούμε γίνονται προβλήματα, δισεπίλυτα και επίμονα. Θα πρέπει δηλαδή να
εστιάσει σε δικά της γνωρίσματα, σκέψεις και συναισθήματα και να αρχίσει να
κατανοεί πώς μπορεί να λειτουργήσει διαφορετικά και να μπει σε μια διαδικασία
αλλαγών, μικρών και συγκεκριμένων στην αρχή.
Σε μια συνεδρία μου ανέφερε πως
ενώ είχε κανονίσει να πάνε μια μονοήμερη εκδρομή με τα παιδιά, ξαφνικά την
καλούνε από τη δουλειά της. Όταν η Έφη αντιλαμβάνεται πως θα χάσουν την
εκδρομή, θυμώνει πολύ με τη μητέρα της, της λέει πως νοιάζεται περισσότερο για
τη δουλειά της κι όχι για αυτούς και να μην της ξαναμιλήσει για νοιάξιμο και
για σχέσεις γιατί αυτά φαίνονται στην πράξη. Θυμώνει όμως μαζί της και η Τίνα,
η οποία νιώθει πως η κόρη της την αδικεί, δεν βλέπει πως είναι ζορισμένη και
πιέζεται από παντού. Σαν να μη έφταναν όλα αυτά, εκείνη τη στιγμή έρχεται και η
γιαγιά, από το πάνω διαμέρισμα, και παίρνει το μέρος της εγγονής της. Στη
συγκεκριμένη σκηνή νιώθει πιεσμένη και πως η κόρη της και η μαμά της δεν κατανοούν
τις προθέσεις της. Στην προσπάθεια της να αμυνθεί όμως δεν αντιλαμβάνεται ούτε
εκείνη τις ανάγκες της κόρης της. Έτσι μπαίνουν και οι δύο σε ένα φαύλο κύκλο
που η μία κατηγορεί την άλλη δίχως να καταφέρνουν να επικοινωνήσουν ουσιαστικά
τις ανάγκες τους. Είναι σημαντικό λοιπόν για την Τίνα να κατανοήσει πως δεν
χρειάζεται να απαντά άμεσα και να μπαίνει στον καβγά. Να παίρνει λίγο χρόνο να
επεξεργαστεί τα συναισθήματά της και να πάει στη κόρη της με το «συγνώμη Έφη μου,
κατανοώ πως νιώθεις, νιώθω το ίδιο στεναχωρημένη γιατί και για μένα είναι πολύ
σημαντικό να περνώ κάποιες ώρες μαζί σας». Επίσης να δώσει χώρο στο να ειπωθούν
και τα συναισθήματα της Έφης ούτως ώστε να φανούν όλα αυτά που κρύβει η ένταση
του θυμού της. Αυτό είναι το δεύτερο βήμα που έχει να κάνει, να επεξεργάζεται
δηλαδή τις πληροφορίες και να προσπαθεί να επικοινωνεί τα ουσιαστικά
συναισθήματα κι όχι να εγκλωβίζεται στην αντίληψη πως όλα πρέπει να περνούν από
τα χέρια της.
Αφιερωμένο στις μαμάδες που
τρέχουν να τα προλάβουν όλα δίχως να δίνουν χρόνο για τον εαυτό τους, που
χάνονται στις συμπληγάδες της καθημερινότητας, με την ευχή να τολμήσουν να
ζητήσουν κάτι για αυτές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου