Καταρχάς θέλω να κάνω μια
διευκρίνιση: το θέμα που αναδεικνύεται επιβάλλεται να το δούμε αφενός υπό την
οπτική της συνολικής εικόνας των θεσμών του ελληνικού κράτους για την παιδική
προστασία και να αναλύσουμε πως λειτουργούν σε αυτό οι αντίστοιχες δομές. Αφετέρου
να δούμε ξεχωριστά, πέρα δηλαδή από τις ωφέλειες και τις στρεβλώσεις του
θεσμικού πλαισίου, την λειτουργία της δομής της κιβωτού του κόσμου, όχι μόνο
υπό το πρίσμα των σημερινών καταγγελιών, τις οποίες βεβαίως οι αρμόδιοι φορείς
χρειάζεται να ελέγξουν διεξοδικώς.
Το δικό μας θεσμικό πλαίσιο
χαρακτηρίζεται από μια σχεδόν ανύπαρκτη κρατική πολιτική για την παιδική
προστασία και παρά τις καλές προθέσεις αυτή έχει αφεθεί στην τύχη της και
κυρίως έχει αφεθεί στα χέρια διαφόρων δομών ιδρυματικού χαρακτήρα. Οι δομές
αυτές ξεπλένουν την αδυναμία της επίσημης κρατικής και κοινωνικής μέριμνας, ωστόσο
η κυριαρχία τους στο πεδίο της παιδικής προστασίας τείνει σε ορισμένες
περιπτώσεις να αποκτά ηγεμονικά και σχεδόν παρα-κρατικά χαρακτηριστικά (με την
έννοια ότι το υποκαθιστούν). Αποκτούν δηλαδή ένα πρόσωπο «εγκυρότητας» που δεν
χωρά αμφισβητήσεις, κριτικές και αξιολογήσεις, πόσο μάλλον σοβαρών ελέγχων και
διαρκούς εποπτείας. Μπαίνουν στο απυρόβλητο κάτω από την σκέψη «δεν φτάνει που
κάνουν την βρώμικη δουλειά, θα τους ελέγξουμε κι από πάνω». Ώσπου ξεσπά ένα
σκάνδαλο ή μια καταγγελία για κάτι επιλήψιμο και τότε όλοι τρέχουμε και δεν
φτάνουμε για το κακό που μας βρήκε. Και πρώτα και κύρια όλοι αυτοί οι «αγνών»
προθέσεων δημοσιογραφίσκοι που αισθάνονται ότι έχουν την δύναμη να ανεβάζουν
και να κατεβάζουν τους ανθρώπους σύμφωνα με τα δικά τους μυαλά.
Το ζήτημα δεν είναι επομένως να βάλουμε
στον στόχο την κιβωτό του κόσμου βάσει, σοβαρών μεν, αλλά αναπόδεικτων ακόμη
καταγγελιών, όσο κι αν υπάρχει ένα κακό προηγούμενο που μας κάνει περισσότερο
καχύποπτους ή τουλάχιστον ενεργοποιεί πιο άμεσα τα αντανακλαστικά μας: είμαστε
μια κοινωνία σε αναστάτωση με όσα συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό τόσο εδώ όσο
και αλλού στον κόσμο. Η περίπτωση της 12χρονης στην Αθήνα αποδεικνύει με κρότο,
τόσο την ανεπάρκεια ορισμένων οικογενειών να φροντίσουν τα παιδιά τους, όσο και
την διάχυση της φαυλότητας των αξιών σε όλο το φάσμα της ελληνικής κοινωνίας, ακόμη
και στις λεγόμενες «άριστες» και καλές οικογένειες, στους νοικοκυραίους με άλλα
λόγια. Παράλληλα με όσα συμβαίνουν ο λογισμός μας είναι φορτισμένος και από τις
αποκαλύψεις περιπτώσεων όπου ιερείς ασελγούσαν σε παιδιά, τόσο στην Ελλάδα, όσο
κυρίως στο εξωτερικό.
Παρά ταύτα ο φακός χρειάζεται να
εστιάσει, έστω κι έτσι -πάλι δηλαδή μέσω καταγγελιών- στο πλαίσιο της παιδικής
προστασίας και να συζητήσουμε βάσει ρεαλιστικών στοιχείων και με όρους
επιστημονικούς προς τα πού θέλουμε και μπορούμε να πάει θεσμικά η παιδική
προστασία στην χώρα μας.
Το σύνθημα είναι κανένα παιδί σε
ίδρυμα
Η ιδρυματική φροντίδα είναι από μόνη
της κακοποιητική για τα παιδιά. Είναι δύσκολο για όλους εμάς να γνωρίζουμε πως
λειτουργούν οι ιδρυματικές δομές, χρειάζεται όμως να αναρωτηθούμε εάν θα
φανταζόμασταν τον εαυτό μας να ζει εκεί. Πόσο μάλλον να φανταστούμε την ζωή
παιδιών που βρίσκονται εκεί μετά από επώδυνες περιπέτειες ορφάνιας,
εγκατάλειψης ή ανεπάρκειας των βιολογικών γονέων τους.
Το ζήτημα επομένως που αναδύεται
είναι τι είδους παιδική προστασία θέλουμε στην Ελλάδα, ποιο μοντέλο θα
ακολουθήσουμε;
Το ιδρυματικό μοντέλο γνωρίζουμε κι
από άλλες περιπτώσεις, όπως των ψυχικά ασθενών, ότι έχει στην Ελλάδα μια
δημοφιλία. Παρά την από 20ετίας κατευθυντήρια οδηγία του ΟΗΕ για εξάλειψη των
ιδρυμάτων για παιδιά, στην Ελλάδα τα παιδιά που χρειάζονται προστασία
μεγαλώνουν ακόμη σε ιδρυματικού, δημόσιου, ιδιωτικού ή εκκλησιαστικού τύπου
δομές. Δομές που από την φύση τους φέρουν αναχρονιστικά χαρακτηριστικά όπως η κατάργηση
της υποκειμενικότητας στο όνομα της ομάδας, το αυστηρό τελετουργικό πρόγραμμα
και η κοινωνική απομόνωση (εξ’ ου και ιδρυματικά-χάνουν δηλαδή την επαφή με την
κοινωνία).
Και το παράδοξο είναι πως ενώ υπάρχει
αρκετά μεγάλος αριθμός οικογενειών που αναζητούν παιδιά προς υιοθεσία (και ενώ
παράλληλα έχουν αυξηθεί οι παράνομες, οι δια-φυλετικές και οι διακρατικές
υιοθεσίες) πολλά παιδιά που είδαν το σκληρό πρόσωπο της κοινωνίας και της
οικογένειας μέσα από διάφορες μορφές εγκατάλειψης και κακοποίησης καταλήγουν
έρμαια ιδρυματικών πρακτικών. Ξανά-πληγώνονται δηλαδή, όπως υποστηρίζει και η
παγκόσμια έκθεση των Ηνωμένων Εθνών για την βία κατά των παιδιών, η οποία με
λίγα λόγια λέει πως τα παιδιά των ιδρυμάτων διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να
υποστούν ή να ασκήσουν βία και να αναπτύξουν προβληματικές συμπεριφορές, καθώς
και προβλήματα κοινωνικής ένταξης, όταν έρθει η ώρα να εγκαταλείψουν το ίδρυμα.
Γιατί λοιπόν τα παιδιά δίχως
οικογένεια μεγαλώνουν σε ιδρύματα; τι συμβαίνει στην Ελλάδα και αυτός ο τρόπος
παιδικής προστασίας έχει κυριαρχήσει απόλυτα, παρά την παραδοχή πως η αναδοχή και η υιοθεσία λειτουργούν
περισσότερο προστατευτικά;
Ενδεχομένως οι απαντήσεις να
κρύβονται στην ίδια την δομή της οργανωμένης πολιτείας, αλλά και της ίδιας της κοινωνίας
μας και πιο εξειδικευμένα στην κουλτούρα που διέπει τέτοιου είδους ζητήματα. Πόσο
έτοιμη είμαστε, ας πούμε, ως κοινωνία να υπηρετήσουμε τις λύσεις της αναδοχής
και της υιοθεσίας αυτών των στερεοτυπικά «δύσκολων» παιδιών. Από την άλλη βεβαίως
χρειάζεται να αναζητήσουμε τις απαντήσεις ακολουθώντας την διαδρομή του
χρήματος, δηλαδή στην διαχείριση των κληροδοτημάτων, στο κέρδος των παράνομων υιοθεσιών,
στην ανάπτυξη ιδιωτικών συμφερόντων, κ.ο.κ. Τέλος να αναζητήσουμε τις
απαντήσεις στην υφιστάμενη ροπή της ελληνικής κοινωνίας προς ιδρυματικού τύπου λύσεις
σε διάφορα κοινωνικό-ψυχικά φαινόμενα, όπως οι ιδρυματικού τύπου δομές ψυχικής
υγείας.
Η ευχή είναι τούτη η υπόθεση να
ανοίξει τον δρόμο προς την ενίσχυση του θεσμού της αναδοχής και της υιοθεσίας ως
ένα εναλλακτικό μέτρο παιδικής προστασίας. Και αν δεν βρεθούν ανάδοχες
οικογένειες για όλα τα παιδιά τότε οι δομές θα πρέπει να είναι κρατικές ή στενά
εποπτευόμενες από το κράτος, με επάρκεια πόρων, επάνδρωση με κατάλληλο
προσωπικό και κυρίως δομές ανοιχτές στην κοινότητα. Η διασύνδεση με την κοινότητα
είναι ένα δύσκολο αλλά αναγκαίο εγχείρημα για την υγιή ανάπτυξη αυτών των
παιδιών, για παράδειγμα είναι σημαντικό να πετύχουμε τις συνθήκες εκείνες ώστε
τα παιδιά που μεγαλώνουν σε μια δομή να πηγαίνουν στο δημόσιο σχολείο της
γειτονιάς τους.
Και κάτι ακόμη, η αναδοχή όπως
επισήμανα παραπάνω είναι μια σημαντική αλλά δύσκολη υπόθεση και η ελληνική
κοινωνία μοιάζει ανέτοιμη να αναλάβει ένα τέτοιο φορτίο στις πλάτες της. Είναι
λιγοστοί οι άνθρωποι που θα θελήσουν εγκάρδια να βάλουν στους κόλπους της
οικογένειάς τους ένα λαβωμένο παιδί. Καμιά φορά σκέφτομαι πως ούτε ένα
πληγωμένο ζωάκι δεν προτιμούμε, το θέλουμε κι αυτό γερό κι από κούνια. Και δεν
μας αδικώ, η ζωή έγινε τόσο δύσκολη και περίπλοκη που ο καθένας από μας δεν
θέλει άλλες σκοτούρες στο κεφάλι του. Χρειάζεται επομένως να αλλάξουν πολλά σε
όλες τις παραμέτρους της κοινωνίας μας, πολιτειακές, πολιτισμικές, οικονομικές,
ώστε να καταστούμε λιγάκι παραπάνω αλληλέγγυοι. Ως τότε η έννοια της
φιλανθρωπίας θα παίρνει πάντα το πάνω χέρι, δεδομένου πως η αλληλεγγύη σιωπά.
Κάπου εκεί μπαίνει κι ο πατέρας
Αντώνιος, ο οποίος έκανε αυτό που μπορούσε να κάνει σύμφωνα με την δική του
κουλτούρα και την εκκλησιαστική του παράδοση. Γιατί έτσι κι αλλιώς εάν ένα
παιδί βρεθεί στο δρόμο τα πράγματα είναι σαφώς εξαιρετικά πιο δύσκολα.
Τουλάχιστον εκεί έχει μια στέγη, ευκαιρίες για μόρφωση, κλπ. Αν αποδειχθεί ότι
πέραν τούτου έχουν συμβεί κι άλλα γεγονότα, όπως κακοποιήσεις παιδιών, από τον
ίδιο ή άλλους στο πλαίσιο των δομών αυτών, τότε ναι ας υπάρξει η δίκαιη ετυμηγορία
των θεσμικά κατάλληλων οργάνων, της αστυνομίας και της δικαιοσύνης.
Από κει και ύστερα χρειάζεται μια
βαθύτερη κατανόηση του ζητήματος της λειτουργίας των ιδρυματικών δομών,
περισσότερο εμπεριστατωμένη και επιστημονική. Θα αναφερθώ επί τροχάδην σε κάποια
σημαντικά ζητήματα:
·
Τα παιδιά που διαμένουν
εκεί κουβαλούν πολλά τραύματα, τα οποία ενδεχομένως να επαναβιώνουν ως μια
μαθημένη συνθήκη ενός οικείου μοτίβου ζωής. Είναι γνωστό πως οι άνθρωποι έχουν
την τάση να δημιουργούν τις συνθήκες επαναβίωσης των πρώιμων παιδικών τους
τραυμάτων, ώσπου αυτά να επουλωθούν ψυχικά. Τα ψυχικά αυτά τραύματα δεν
επουλώνονται όμως ούτε με το αυστηρό πρόγραμμα και τις ιδρυματικές συνθήκες
διαβίωσης, ούτε βεβαίως με την προσευχή, την επιβράβευση ή την τιμωρία κι άλλες
εκκλησιαστικού τύπου παρεμβάσεις.
·
Οι ιδρυματικού τύπου
δομές οργανώνουν την λειτουργία τους γύρω από το σύμπτωμα της «προβληματικής
συμπεριφοράς». Όλο το σύστημα επικεντρώνεται στο να θεραπεύσει την προβληματική
συμπεριφορά, σχεδόν αγνοώντας τις ψυχικές διεργασίες που έχουν συντελεστεί ώστε
να την διαμορφώσουν. Κι αντί να θεραπεύουν τις αιτίες στέκονται στο σύμπτωμα,
τους ενδιαφέρει δηλαδή η συμμόρφωση κι όχι η κατανόηση, η πειθαρχία κι όχι η
γνώση, η ιεράρχηση κι όχι η επικοινωνία, κ.ο.κ. Σε αυτή την περίπτωση αυτό που
σταδιακά όμως επιτυγχάνεται είναι πως το σύμπτωμα, όσο κι αν το πολεμάς αυτό πολλαπλασιάζεται
κι ως λερναία Ύδρα παίρνει μυθικές διαστάσεις, τέτοιες ώστε να καθοδηγεί την
λειτουργία του συστήματος. Το σύμπτωμα μεγαλώνει τόσο που τελικά δεν το βλέπει
κανείς, έτσι κυριαρχεί δίχως να υπάρχει εστιασμός σε αυτό, κυριαρχεί ενόσω η
ιδρυματική δομή κάνει πως δεν υπάρχει. Η εκάστοτε όμως προβληματική
συμπεριφορά, την οποία κουβαλούν πολλά παιδιά που διαβιώνουν σε δομές από την
οικογένειά τους, διασυνδέεται με δυσλειτουργικά μοτίβα σχέσεων, κακοποιητικές
συμπεριφορές, ψυχικές διαταραχές και άλλου είδους διαγενεακά τραύματα και
βεβαίως συνήθως με μπόλικη φτώχια. Κοινή συνισταμένη της παλιάς με την νέα ζωή
είναι πως τα παιδιά νιώθουν πως διαβιούν σε ένα καθεστώς ανελευθερίας, όπου οι
ζωές τους κυριαρχούνται από τον «νόμο» είτε της οικογένειας είτε του ιδρύματος.
Όσο επομένως ασχολείται κανείς με
την προβληματική διάσταση αυτών των παιδιών, επιχειρώντας βέβαια να τους συνετίσει
και να τους εντάξει σε μια διαφορετική κουλτούρα, δεν θα επιτύχει και πολλά εάν
δεν ενδιαφερθεί το ίδιο και για την επούλωση, άρα για την ουσιαστική
αντιμετώπιση των τραυμάτων. Διότι αυτό σημαίνει πως ο άνθρωπος έχει την
ευκαιρία να αλλάξει ουσιαστικά κι όχι να προσαρμοστεί σε ένα διαφορετικό
περιβάλλον.
·
Η
προσαρμογή δεν είναι θεραπεία
Η ιδρυματοποίηση δημιουργεί μια ρήξη
στο βιογραφικό συνεχές του παιδιού συχνά το ίδιο τραυματική με την προ ηγηθείσα
τραυματική εμπειρία της κακοποίησης, της εγκατάλειψης, της ορφάνιας.
Επιπροσθέτως, τους δημιουργεί και μια ρήξη με το κοινωνικό σώμα, δεδομένο πως
οι ιδρυματικές δομές έχουν έναν πολύ διαφορετικό τρόπο λειτουργίας από ότι
ισχύει στο υπάρχον κοινωνικό πλαίσιο. Η κουλτούρα διαπαιδαγώγησης με άλλα λόγια
είναι πολύ διαφορετική με την κουλτούρα που θα συναντήσουν τα παιδιά ως
ενήλικες ώστε να κοινωνικοποιηθούν ομαλά στο κοινωνικό σύνολο.
·
Είναι σημαντικό να
αναγνωρίσουμε πως οι ιδρυματικές δομές δεν περιορίζουν μόνο τα παιδιά, αλλά
επηρεάζουν βαθύτατα και τους εργαζομένους σε αυτές. Αυτό έχει ως συνέπεια
αρκετά συχνά οι εργαζόμενοι σε αυτές τις δομές να παθαίνουν επαγγελματική
εξουθένωση, να παραιτούνται, να αποκτούν ποικίλες αγκυλώσεις και εν τέλει να
μετασχηματίζονται και οι ίδιοι σε ιδρυματικές προσωπικότητες. Αυτό μπορεί να
γεννήσει και συμπεριφορές που υπερβαίνουν τις ηθικές γραμμές και γίνονται
κακοποιητικές.
Φανταστείτε επομένως το μείγμα από
τη μία τραυματισμένων παιδιών, κουρασμένων εργαζομένων και μιας δομής που
ξέφυγε από τις πρώτες της αναφορές και γιγαντώθηκε υπερβολικά, τι μπορεί να
προκύψει. Μοιάζει σχεδόν ανεξέλεγκτο…
·
Κι από την άλλη αυτό που
χρειάζεται να φωτίσουμε είναι πως η συγκεκριμένη δομή στηρίχθηκε στις πλάτες
ενός ιερωμένου. Είναι αναμενόμενο κατά κάποιο τρόπο αυτή η μεθοδολογία
εκκλησιαστικού τύπου σε πολλά σημεία της να είναι αναχρονιστική (π.χ.
στηρίζεται στην πειθάρχηση και στην τιμωρία). Επίσης συνήθως η λειτουργική
υποστήριξη αυτών των δομών γίνεται από ανθρώπους που ασπάζονται αυτού του
είδους την μεθοδολογία (δεν φαντάζομαι δηλαδή τον εαυτό μου να εργαζόταν εκεί)
κι όχι σε ανθρώπους που έχουν εξειδίκευση και εμπειρία, πέρα φυσικά από τα
απαραίτητα κάθε φορά προσόντα. Η εκκλησιαστική αντίληψη για τον σωφρονισμό και
οι θρησκευτικές ιδεοληψίες βέβαια δεν είναι το ζητούμενο εδώ, κι αυτό γιατί η
ίδια η πολιτεία άφησε όλο το βάρος της παιδικής προστασίας σε ένα τέτοιο φορέα,
ο οποίος αφέθηκε στην τύχη του, δίχως δηλαδή έλεγχο και εποπτεία του κράτους.
Ποιου κράτους θα μου πείτε τώρα, του κράτους της διάχυσης της ευθύνης και της
γραφειοκρατικοποίησης των πάντων…
·
Το πρόβλημα με τις
εκκλησιαστικού τύπου ιδρυματικές δομές είναι ο δογματισμός που φτάνει πολλές
φορές να καταργεί τα όρια της ανθρώπινης ελευθερίας. Αφού είσαι τρόφιμος –
εξυπηρετούμενος συμμετέχεις στο σώμα της δομής με απόλυτη αφοσίωση και
πειθαρχία. Γεγονός που αντιλαμβανόμαστε πως οδηγεί είτε σε αφομοιωτικές, είτε
σε αντιδραστικές συμπεριφορές, σε δύο πλευρές δηλαδή του ίδιου νομίσματος που η
προσωπικότητα ενός παιδιού δομείται δογματικά πάνω στις ράγες του κλειστού
δογματικού συστήματος της δομής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι αθρόες
βαπτίσεις παιδιών, δεδομένου πως η εν-βάπτιση στα ιδεώδη του χριστιανισμού
αποκτά κυριολεκτικές και συμβολικές διαστάσεις.
·
Συνοπτικά, οι
ιδρυματικές δομές, παρά το αρχικό αξιακό και ιδεολογικό τους περίβλημα, με το
πέρασμα του χρόνου και την «ενδυνάμωσή» τους, ενίοτε αποκτούν παθολογικά
χαρακτηριστικά, όπως αδιαφάνεια και έλλειψη ενημέρωσης για την ακριβή
λειτουργία τους, έλλειψη εξωτερικού ελέγχου και εποπτείας, προσωποκεντρικά κι
εξουσιαστικά χαρακτηριστικά, φαινόμενα αυθαιρεσίας ή κακοποίησης, διασύνδεση με
άλλους φορείς εξουσίας (κόμματα, ΜΜΕ, κλπ)
Μην βαράμε λοιπόν έναν παπά που είχε
αυτές τις δογματικές, θρησκευτικές παιδαγωγικές αντιλήψεις, παπάς είναι, δεν
είναι ούτε παιδαγωγός, ούτε ειδικός ψυχικής υγείας. Προφανώς ξεκίνησε με καλές
προθέσεις να σώσει ό,τι σώζεται σε αυτό το μεγάλο αγκάθι της κοινωνίας μας, τα
παιδιά που κινδυνεύουν στο σπίτι τους ή κινδυνεύουν να μείνουν στο δρόμο.
Βεβαίως εάν αποδειχθεί πως κι ο ίδιος ή άλλοι συνεργάτες, υπάλληλοι,
εργαζόμενοι, κ.α. έχουν διαφθαρεί και συμμετέχουν σε οικονομικές ατασθαλίες ή
κακοποιητικές πράξεις τότε αλίμονο, αλλά ας περιμένουμε να αποφανθεί επ’ αυτού
ο έλεγχος και η δικαιοσύνη.
Επαναλαμβάνω πως το ζήτημα είναι πως
κανένα ίδρυμα δεν είναι ο κατάλληλος χώρος για την ανατροφή και το μεγάλωμα των
παιδιών. Τα παιδιά χρειάζονται «γονείς» όχι μόνο τους βιολογικούς εάν αυτό δεν
είναι ασφαλές, αλλά πρόσωπα αναφοράς που θα είναι κοντά τους μέσα από μια σχέση
επικοινωνίας κι όχι μια επαγγελματική σχέση.
Κοινωνία της απάθειας και του
κανιβαλισμού
Η κιβωτός του κόσμου αναδεικνύει
βεβαίως και κάποιες από τις διαχρονικές δυσλειτουργίες της ελληνικής κοινωνίας,
αυτές που κινούνται μεταξύ της κοινωνικής απάθειας και του κοινωνικού κανιβαλισμού.
Στο πλαίσιο αυτό ένα διαχρονικό θέμα
είναι η συχνή αντιμετώπιση κάποιων προσώπων είτε ως ηρώων είτε ως
αποδιοπομπαίων τράγων. Εξυμνούμε τα έργα κάποιου με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο
τον καταδικάζουμε, μέσω της χειραγωγημένης ενημέρωσης, δίχως δηλαδή άλλη γνώση
ή επεξεργασία. Σαν να έχουμε την ανάγκη να κατασκευάζουμε από τη μία ήρωες,
ώστε να εξυψώνετε το ηθικό μας ανάστημα κι από την άλλη «μοιραίους θύτες» που
θα πάρουν στην πλάτη τους όλη την κακοδαιμονία μας.
Το άλλο διαχρονικό θέμα που
αναδύεται είναι ο ψηφιακός «λιθοβολισμός» κάθε φορά που η κοινή γνώμη στέκεται
μπροστά σε φαινόμενα που την «σοκάρουν». Τούτο ξεκινά από διάφορους τηλε-περσόνες
που έχουν κάνει επιστήμη την ξεφτίλα στον πως αντιμετωπίζουν τα διάφορα
κοινωνικά θέματα. Είναι αυτοί που και την μάνα τους θα ξεπουλούσαν εάν αυτό
ανέβαζε την τηλεθέαση. Λύση; μία και μοναδική, μαύρο σε ότι φανερά ξεχειλώνει
την ενημέρωση και την μετατρέπει σε ένα ριάλιτι σόου.
Ένα άλλο διαχρονικό θέμα είναι σαφώς
η λεγόμενη κομματική εκμετάλλευση του τύπου «κακή κυβέρνηση» «καλή
αντιπολίτευση» όποιος κι αν κυβερνά. Η ψηφοθηρία αγγίζει τα όρια της
παραφροσύνης στα ένθεν κι ένθεν επιχειρήματα.
Τόσο οι μεν όσο και οι δε κάνουν τον
κόσμο να πιστεύει πως όλα είναι μαύρα, σκοτεινά και βρώμικα. Σαν αυτό να
ξεπλένει τις συνειδήσεις μας και να μας προστατεύει: δεν είμαστε εμείς μέσα σε
αυτόν τον κύκλο, δεν μας αφορούν εμάς όλα αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο γύρω
μας.
Τα κανάλια μας τροφοδοτούν πολύ
συχνά πλέον με μια τοξική τροφή, το ωμό κρέας όποιου ένοχου ή αθώου (λίγη
σημασία έχει) πέσει στα χέρια τους. Η τοξικότητα αυτή συντηρεί τους ανθρώπους
σε ένα λήθαργο και μια ρηχότητα με την οποία αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα
και συμμετέχουν σε αυτή. Γίνεται βεβαίως κι ένα ξέπλυμα συνειδήσεων σε κάθε
ανάθεμα που δημιουργούμε ως κοινωνία. Γιατί ως γνωστό τα αναθέματα είναι
χρήσιμα για να εναποθέτουμε εκεί όλες μας τις ενοχές ως άτομα κι ως κοινωνίες.
Οι βρωμιές του κόσμου όμως παίρνουν έτσι
μια γενικευμένη μορφή όπου όλοι οι πολιτικοί είναι απατεώνες, όλοι οι δημόσιοι
υπάλληλοι τεμπέληδες, όλοι οι εκπαιδευτικοί μωροί, οι γιατροί χρηματίζονται, οι
παπάδες είναι άρρωστοι, κ.ο.κ.
Όχι, δεν είναι αυτή η μορφή της
κοινωνίας μας, γίνονται όμορφα πράγματα και υπάρχουν όμορφοι άνθρωποι, όλοι
αυτοί που μοχθούν, που δεσμεύονται, που στέκονται αλληλέγγυα, που αντιστέκονται,
με μικρές ή μεγάλες πράξεις, σε όσα συμβαίνουν. Ας φωτίσουμε αυτές τις ιστορίες
κι αυτούς τους ανθρώπους. Προσωπικά γίνομαι μάρτυρας τέτοιων αφηγήσεων από
γενναίους ανθρώπους που με όχημα την ψυχοθεραπεία προσπαθούν να θεραπεύσουν τα
τραύματά τους και να μπουν στον δρόμο της αυτοπραγμάτωσης, να ζήσουν δηλαδή
συνειδητά, ευτυχισμένα κι αλληλέγγυα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου