Κυριακή 19 Μαρτίου 2023

Τέμπη: τα νανουρίσματα που έγιναν μοιρολόγια - Το συλλογικό τραύμα και το συλλογικό πένθος που προκάλεσε η τραγωδία

Τέμπη: τα νανουρίσματα που έγιναν μοιρολόγια

Το συλλογικό τραύμα και το συλλογικό πένθος που προκάλεσε η τραγωδία[1]


[1] Το παρόν κείμενο στηρίχθηκε στην προφορική ανακοίνωση μου σε διαδικτυακή εκδήλωση με θέμα «Συλλογικό τραύμα, αποθέματα και φωνές αντίστασης» που διοργάνωσαν οι ΣΥΝΗΧΗΣΕΙΣ στις 12 Μαρτίου 2023. 

            Ο ανθρώπινος πόνος δεν έχει σύνορα, δεν έχει ιδεολογικό υπόστρωμα, δεν καθορίζεται από κοινωνικές επιταγές και σίγουρα δεν προσαρμόζεται στα τηλεοπτικά καλούπια. Έχει υπόσταση από μόνος του, εισχωρεί μέσα μας και μας καθορίζει με τρόπο ανάλογο του μεγέθους του. Ο συλλογικός πόνος το ίδιο, μας διαπερνά εξίσου έντονα, συνειδητά ή ασυνείδητα. Ανοίγει πληγές κι αφήνει σημάδια. Άλλους τους παγώνει, τους ακινητοποιεί, τους κάνει να νιώθουν ανήμποροι κι ως εκ τούτου τους θυμώνει και τους καταθλίβει και άλλους τους ωθεί μέσα από το σκοτάδι τους να αναζητήσουν τελικά το φως.

Οι πληγές των ανθρώπων μοιάζουν με μια χαραμάδα, ένα άνοιγμα -μικρό ή μεγάλο- στις σάρκες της ψυχής. Με μια ρωγμή που χρειάζεται την φροντίδα μας και την φροντίδα των συνανθρώπων μας. Αυτή η φροντίδα μπορεί να αποτελέσει και το φως που μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπο να υπερβεί τον πόνο. Έτσι μέσα και μετά το πένθος, ως προσωπικό βίωμα του πόνου, το μεγάλο βήμα είναι η δημιουργία συλλογικής συνείδησης. Μια αρμονική συνύπαρξη με τους άλλους ανθρώπους, η οποία καλύπτει το αίσθημα της ανυπαρξίας και δίνει συνοχή στο νόημα της ζωής.

Επιπλέον το κοινό νόημα προφυλάσσει από τον κίνδυνο της κυριαρχίας μίας στείρας οργής για ό,τι προκάλεσε τον πόνο, μιας οργής που προέρχεται από το αίσθημα αδικίας. Απεναντίας οδηγεί στη μετατροπή της σε μια δυνατή συλλογικότητα ικανής να μπορεί να ανατρέψει τις πηγές του πόνου.

Μέσω της ανάπτυξης συλλογικής συνείδησης μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο με ξεκάθαρα αιτήματα. Έτσι, μετά το θρήνο και τη διαμαρτυρία, πρέπει να αναρωτηθούμε τελικά, τί θέλουμε, ποια Ελλάδα θέλουμε, ποιον κόσμο θέλουμε για τα παιδιά μας. Αλλά και πόσο υπεύθυνοι είμαστε οι ίδιοι για όλα αυτά, πόσο ο εφησυχασμός πέρασε μέσα στην ψυχή μας. Πόσο η διαμορφωθείσα κατάσταση έχει παγιώσει έναν ατομισμό και μία εκχώρηση της ευθύνης αποκλειστικά στους άλλους, στους θεσμούς. Οφείλουμε πλέον μέσα από αυτό το δράμα να επαναπροσδιοριστούμε ως πολίτες. Για να αλλάξει η Ελλάδα πρέπει να αλλάξουμε εμείς…

Καθώς γράφω σκέφτομαι και καταθέτω κάποιες διαπιστώσεις:

1.               Η πρώτη επώδυνη διαπίστωση είναι ότι η δική μου γενιά, των σημερινών πενηντάρηδων, θα πληρώσει ένα βαρύ τίμημα για όλες τις κακοδαιμονίες και παθογένειες που στηρίξαμε ή ανεχθήκαμε. Θα δούμε τα παιδιά μας να υποφέρουν, να μην έχουν προοπτική, να φεύγουν μετανάστες, να πεθαίνουν…

2.               Ο θάνατος είναι ένα συγκλονιστικό γεγονός που στις μέρες μας έχει γίνει ταμπού. Ο βιολογικός θάνατος έχει συρρικνωθεί και εξοβελιστεί στους νοσοκομειακούς χώρους, μακριά από το οικείο περιβάλλον, σαν να είναι ασθένεια. Ακόμη κι αν γνωρίζουμε πως είναι σημαντικό να πεθαίνεις ανάμεσα σε δικούς σου ανθρώπους, η αγωνία για επιμήκυνση της ζωής, μας στερεί τελικά αυτό το δικαίωμα. Δεν μπορώ να φανταστώ επομένως πόσο τραγικό κι αδιανόητο είναι να πεθαίνεις νέος, με βίαιο τρόπο, ανυποψίαστος και μόνος μέσα σε ένα βαγόνι. Και δεν μπορώ να φανταστώ την συντριβή των δικών τους ανθρώπων που έχασαν το παιδί τους, την αδελφή τους και τον αδελφό τους, κοκ. Που όχι μόνο έχασαν τον άνθρωπό τους, αλλά χάθηκαν και τα ίχνη του, χάθηκε η σωματική του υπόσταση, αυτή που μας είναι αναγκαία για να αποχαιρετιστούμε. Το συζητούσαμε χθες σε μια εκπαιδευτική ομάδα υποψηφίων ψυχοθεραπευτών πως η ελληνική γλώσσα δεν έχει κάποια λέξη για τον γονιό που χάνει το παιδί του και ίσως η πιο κοντινή λέξη για να τον περιγράψει είναι το χαροκαμένος…

3.               Συνειδητοποιώ για ακόμη για ακόμη μια φορά το ελάχιστο της ψυχικής δυνατότητας που έχουμε να σταθούμε δίπλα στον ανθρώπινο πόνο. Δεν μπορεί τον ανθρώπινο πόνο να τον υποστηρίξει ένας ειδικός ψυχικής υγείας στα όρια ενός γραφείου. Είναι μια ψευδαίσθηση που δεν μας ακυρώνει γιατί φυσικά κι έχουμε να επιτελέσουμε ένα έργο σημαντικό αλλά ο ανθρώπινος πόνος, η δυστυχία, η τραγωδία δεν αφορούν τα γραφεία των ειδικών αλλά κυρίως τον δημόσιο διάλογο, το πως πενθούμε συλλογικά, το πως διεργαζόμαστε συλλογικά το πένθος, πως συμμετέχουμε κι εμείς ως θεραπευτές σε αυτό. Γιατί αν κι εμείς μείνουμε στο ό,τι επειδή είμαστε ειδικοί γνωρίζουμε και συμμετέχουμε στις διεργασίες του πένθους είμαστε  απλά σε λάθος δρόμο. Γιατί αυτό το βιώνουμε ως άνθρωποι κι όχι ως ειδικοί… «Ειδικοί» επομένως είναι όλοι κι όλοι μαζί μπορούμε να κάνουμε το πένθος και τον θρήνο μια γόνιμη νέα αρχή. Το πένθος θέλει ανθρώπους, ομάδες, κοινότητα και χρόνο…

4.               Βιώνουμε στην εποχή μας την διάρρηξη των σχέσεων. Των διαπροσωπικών, των συντροφικών, των οικογενειακών, των κοινωνικών. Και φυσικά την διάρρηξη των σχέσεων μεταξύ εξουσίας και λαού, μεταξύ θεσμών και πολιτών. Θα σταθώ λιγάκι παραπάνω στο τελευταίο καθώς μοιάζει πλέον η ρήξη μεταξύ των πολιτικών εκπροσώπων της οικονομικής ελίτ και του λαού να είναι απόλυτη, αλλά δυστυχώς όχι εύκολα κατανοητή από όλους. Τα κροκοδείλια δάκρυα το μαρτυρούν, οι ξεδιάντροπες δηλώσεις επίσης, η ξετσιπωσιά τους το ίδιο. Και φυσικά το μαρτυρούν οι καλογραμμένες -σε δεύτερο χρόνο- ομιλίες τους. Εκεί όπου αναδύεται το 4ο μου συμπέρασμα

5.               Πως έχουμε χάσει το νόημα των λέξεων. Ο πρωθυπουργός για παράδειγμα έβαλε στο χαρτί όλα όσα εμείς θέλουμε να πούμε, αλλά για αυτόν είναι λέξεις κενού περιεχομένου γιατί η δική του ευθύνη είναι αλλού. Οι λέξεις λοιπόν, όπως η ριμάδα η λέξη ευθύνη έχει χάσει πλήρως το νόημά της και περιφέρεται ανάξια μεταξύ ατομικής, συλλογικής, αντικειμενικής και δεν ξέρω γω ποιας άλλης κατεύθυνσης, μα πάντα πάνω στις ράγες της συγκάλυψης και της μη ανάληψής της.

6.               Στην Ελλάδα υπάρχει ένα έλλειμα λειτουργίας του κράτους, ως ενιαίας οντότητας. Η μορφή του κράτους είναι το κράτος-λάφυρο. Αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή διαχρονικά, από συστάσεως του, το έχουμε εκχωρήσει στα κόμματα και στις κυβερνήσεις. Δεν πιστέψαμε ποτέ πως το κράτος μπορεί να λειτουργήσει ανεξάρτητα από αυτά, πως μπορεί να έχει μια άλλη δυναμική, άρα κι εμείς να συμμετέχουμε και να ελέγχουμε διαφορετικά την λειτουργία του. Και τέλος,

7.               Η παρακμή που βιώνουμε και τόσο επώδυνα αποτυπώθηκε στην τραγική σύγκρουση των τραίνων είναι προϊόν βαθιάς απορρύθμισης, οικονομικής, πολιτικής, πολιτισμικής και επιστημονικής.

Διανύουμε την δεύτερη δεκαετία μιας συνθήκης συνεχόμενων κρίσεων όπου κυριαρχούν πλείστα δυσλειτουργικά κοινωνικά φαινόμενα. Σε αυτό το κοινωνικό περιβάλλον, οι διακρίσεις, οι αποκλεισμοί, η εγκατάλειψη, η βία, ο θάνατος δεν είναι τυχαία γεγονότα, ούτε δυστυχώς περιστασιακά. Έχουν ένα ξεκάθαρο πολιτικό υπόβαθρο, δηλαδή ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό πλαίσιο, το οποίο γεννά αντίστοιχα επιμέρους κοινωνικά, οικονομικά, πολιτισμικά φαινόμενα. Αυτό σημαίνει πως οι ταξικές ανισότητες σε συνδυασμό με την διαφθορά της εξουσίας παράγουν στρεβλά φαινόμενα σε όλο το φάσμα της κοινωνίας και αυτό μας υποχρεώνει να συμβάλλουμε περισσότερο αποφασιστικά στην ανάδειξη των κατάλληλων θεωρητικών και ιδεολογικών εφοδίων για την ανατροπή των κοινωνικών παθογενειών και την αύξηση του δημοκρατικού ελέγχου των κυβερνήσεων από την βάση.  

Γι’ αυτό και είμαι ιδιαίτερα συγκινημένος με διάφορες πρωτοβουλίες που συνεπαίρνουν τον κόσμο σε μαζικές συγκεντρώσεις, με πρωτοβουλίες επιστημόνων που προσπαθούν να κατασκευάσουν τα αναγκαία θεωρητικά και ιδεολογικά στηρίγματα και με ένα σωρό άλλες δράσεις, διότι στις μέρες μας αυξάνεται το χρέος να τοποθετούμαστε δημοσίως και να δρούμε συλλογικά.

Αναρωτιέμαι, επίσης, σε μια περίοδο όπου το βέβαιο είναι πως οι ζωές μας συρρικνώνονται και γίνονται όλο και πιο αναλώσιμες τι άραγε έργο παράγουμε στο πεδίο της ψυχοθεραπείας κλεισμένοι μέσα στα ψυχοθεραπευτικά μας γραφεία, τι έργο  αποδίδουμε πίσω στην κοινωνία όταν επιχειρούμε μόνο ελιγμούς στα συναισθηματικά μονοπάτια της ψυχής του ανθρώπου; Χρειάζεται κι εμείς να αναρωτηθούμε για την δική μας χρησιμότητα και την δική μας συμμετοχή στον κοινό αγώνα για την ανατροπή ενός ιδεολογικού πλέγματος και μιας κουλτούρας που αρρωσταίνει το κοινωνικό σώμα  και παράγει φαινόμενα ατομικής ψυχικής απορρύθμισης.

Γιατί ποιος άλλος μπορεί να είναι ο ρόλος της εκάστοτε επιστήμης εάν όχι αυτός. Δηλαδή να αφυπνίζει τις συνειδήσεις των ανθρώπων, να τους τροφοδοτεί με νέες γνώσεις και να τους βοηθά να ανατροφοδοτούν το παρόν τους. Η  επιστήμη, μεταξύ αυτών και η ψυχοθεραπεία, είναι μια πολιτική πράξη.

Τώρα, ποιες είναι οι σκέψεις μου για το πως χρειάζεται να δράσουμε:

Εν μέσω πένθους, θρήνου και οργής χρειάζεται να μερέψουμε τον θυμό μας και να αυξήσουμε την ένταση της οργής προς τη σωστή κατεύθυνση. Βλέπετε πως ενώ η ελληνική κοινωνία συντάσσεται γρήγορα και στέκεται αλληλέγγυα σε κάθε πόνο, σε  κάθε οδυνηρό γεγονός ή συνθήκη, εξίσου γρήγορα διχάζεται και ακροβολίζεται σε μια ιδιότυπη εμφυλιακή σύγκρουση που την καθηλώνει σε γνώριμα σχήματα υποταγής.  

Από την περίοδο της πανδημικής κρίσης όπου επιχειρείτε με επιτυχία το σενάριο χειραγώγησης της κοινωνίας μέσω της ατομικής ευθύνης, άρα της αυτοσυμμόρφωσης και του κατακερματισμού της, έχουν αυξηθεί οι εκφάνσεις διχασμού και διαίρεσης των πολιτών και παράλληλα της ομογενοποίησής τους σε μια συγκεκριμένη μορφή. Οι Έλληνες πολίτες νιώθουν αποδυναμωμένοι, ενίοτε αναπαράγουν τις δυσλειτουργίες και τις παθογένειες του συστήματος κι όσοι νιώθουμε πως παράγουμε αντίσταση είμαστε συνεχώς με μια αγωνία για το πώς μπορούμε να δράσουμε.

Προσωπικά κι ύστερα από την εμπειρία της «συναισθηματικής εξέγερσης» του κινήματος που εντέχνως ονομάστηκε των «αγανακτισμένων» όπου επέτρεψα τον θυμό μου να κινείτε ανεξέλεγκτα ακόμη και σε λάθος κατευθύνσεις, τότε που ο πάνδημος θυμός  κυρίως κατάφερε να θρέψει σε συλλογικό επίπεδο τις συνθήκες να αναπτυχθούν φασιστικές νοοτροπίες, επιθυμώ να σταθώ πλέον με μια άλλη ωριμότητα και κυρίως να μην επιτρέψω, στο μέτρο του δυνατού- την διαίρεση μας. Όλοι εμείς που το Ε1 φτάνει ως ένα όριο, όλοι εμείς που βιώνουμε άμεσα -περισσότερο ή λιγότερο- τις άμεσες αρνητικές συνέπειες ενός διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος, είμαστε στην ίδια πλευρά. Ακόμη κι αν πιστεύουμε -στο πλαίσιο του πελατειακού συστήματος- πως ατομικά μπορεί να βγούμε κερδισμένοι, είναι πλέον τελείως ξεκάθαρο πως αυτή είναι η μεγαλύτερη πλάνη της μεταπολίτευσης στην Ελλάδα. Το ρουσφέτι, η αναξιοκρατία κι άλλες τέτοιες παθογένειες είναι το βασικό εργαλείο χειραγώγησης με καταστροφικές συνέπειες για την κοινωνία, το περιβάλλον, τον άνθρωπο, για όλα, πλην το κέρδος ορισμένων.

Ο πόνος μας ενώνει, ο θυμός μας διαιρεί, μας κομματιάζει –

τον θυμό μας επιχειρεί να αξιοποιήσει ένα καλά οργανωμένο σύστημα προπαγάνδας

 

Εδώ είναι το κλειδί. Εδώ που ο θυμός μεταφέρεται στον αδελφό, στον συνάνθρωπο, εδώ που ο θυμός εστιάζει σε λάθος λεπτομέρειες και διχάζει άσκοπα τους ανθρώπους: ιδιωτικοί υπάλληλοι εναντίον των δημοσίων, αγρότες εναντίον εμπόρων, ναυτεργατών εναντίων υπαλλήλων στον τουρισμό, δεξιοί εναντίον αριστερών, κ.ο.κ. Μια ολόκληρη χώρα όπου ο ένας στρέφεται κατά του άλλου, η μια επαγγελματική ομάδα στρέφεται εναντίον μιας άλλης. Και στο μεταξύ η οικονομική ελίτ θερίζει ανεμπόδιστα και η κερδοφορία τους έχει γίνει ταυτόσημη με την ανάπτυξη και την πρόοδο.

Από την άλλη εμείς σε κάθε καταστροφή, σε κάθε δύσκολη συνθήκη γενεαλογικά στεκόμαστε με γενναιότητα, με θάρρος, με αλληλεγγύη και αλτρουισμό. Σε πολλές δύσκολες ιστορικές περιόδους οι Έλληνες επέδειξαν το θάρρος της ύπαρξης και σταθήκαν γενναία δίνοντας ακόμη και την ζωή τους στον βωμό της ελευθερίας, της ισονομίας, της δικαιοσύνης, της αλήθειας. Πόσους ήρωες έχει η ιστορία μας και πόσους ήρωες έχει η καθημερινότητά μας;

Ύστερα όμως στην επόμενη φάση μας κατακλύζει ο θυμός, το δίκιο μας πιάνει από την μύτη κι από τον σβέρκο, γινόμαστε σκληροί, άπονοι, ταμπουρωνόμαστε στα δικά μας και βυθιζόμαστε στα ατομικά μας συμφέροντα. Και κάπου εκεί το συλλογικό καλό διαγκωνίζεται στην αδυναμία μας να συνθέσουμε έναν κοινό δρόμο για να το υπηρετήσουμε και συνθλίβεται στον εμφύλιο πόλεμο της προσωπικής μας δικαίωσης.  

Τότε στις αρχές των μνημονίων θυμάμαι πως ήμουν πολύ θυμωμένος κι αντιπαραθετικός. Σήμερα δεν τα βάζω με όσους έχουν διαφορετικές θέσεις ή αντιλήψεις γιατί κυρίως όλοι μαζί χρειάζεται να φτιάξουμε ένα υγιές και δυνατό σύστημα κοινωνικού ελέγχου, ώστε καμιά εξουσία να μην τολμά να σκέφτεται και να δρα αυθαίρετα. Αυτό για το οποίο χρειάζεται να αγωνιστούμε όλοι μαζί είναι ενάντια στην ασέβεια και την προδοσία της εξουσίας, μιας ελίτ που κυβερνά ξεδιάντροπα την χώρα, λυμαίνεται τον πλούτο της κι αφήνει πίσω της διαλυμένες ζωές. Ζωές που άλλοτε ζουν με δόσεις, όπως στην οικονομική κρίση, με τρόμο, όπως στην πανδημική κρίση και με φιλοδωρήματα τώρα στην μεταπανδημική εποχή του pass.

Ο αγώνας για να αλλάξουμε την Ελλάδα μας δεν αφορά βέβαια μόνο τον έλεγχο της ελίτ, αλλά κι ένα σωρό άλλες παθογένειες, οι οποίες συντηρούν κι αναπαράγουν αυτή την δύναμη της ελίτ. Θέλει πολύ δουλειά ακόμη για να ξαναγίνουμε ένας λαός του μόχθου, της δημιουργικότητας, της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης, δίχως να προσμένουμε το κακό για να το πετυχαίνουμε.

Ας αγωνιστούμε λοιπόν ενάντια καταρχάς στην ματαίωση και στην ενοχή, αλλά και στην τεράστια ανοχή μας στην φρίκη.

Κι όπως λέει η φίλη μου Κατερίνα Χλωροκώστα, το οφείλουμε στη μνήμη των παιδιών που δεν μπορέσαμε να προστατεύσουμε. Των παιδιών που χάσαμε, την ώρα που κοιμόμασταν βαθιά... Το οφείλουμε στα νανουρίσματα που έγιναν μοιρολόγια...

Ήμουν στην κηδεία ενός από τα παιδιά που χάσαμε, ο πόνος αβάσταχτος, οι γονείς, τα αδέλφια κεραυνοβολημένοι. Ο κόσμος βουβός, βουβός θρήνος και βουβή οργή. Όλοι θέλουν να ξεσκεπαστεί η αλήθεια και κυρίως να πληρώσουν επιτέλους όλοι όσοι έχουν τις πραγματικές ευθύνες με τις πράξεις ή τις παραλήψεις τους.

Όταν η τραγωδία έχει κάποιο γνωστό πρόσωπο δεν αλλάζει την οδύνη, έχει όμως κάτι πιο συγκλονιστικό, κι όσο πιο κοντά τόσο πιο επώδυνο. Έτσι πονεμένος κι οργισμένος σας μιλώ αυτή την στιγμή, συ μεριζόμενος για το λίγο της ψυχικής μου συμμετοχής, όπως και του καθενός από μας, απέναντι στο ρεαλισμό του πένθους των ίδιων των ανθρώπων που μετέχουν σε αυτό… αλλά και στην ψυχική οδύνη όσων τυχερών επέζησαν, αλλά κουβαλούν την φρίκη και την οδύνη στην ψυχή τους…και βεβαίως όσων βρέθηκαν στο σημείο της σύγκρουσης και στα νοσοκομεία της πόλης μου για να συνδράμουν…

Κι όσο δεν υπάρχουν λόγια για τον ανείπωτο θρήνο, τόσο μεγαλώνει η ορμή και το  σθένος μου σε ό,τι έχω ονομάσει αντίσταση. Αναγνωρίζω βεβαίως τα προσωπικά μου όρια, δεν αποδέχομαι όμως την ματαίωση και την ενοχή με την οποία επιχειρούν να μας διαποτίσουν και επιστρατεύω ακόμη και την επιστήμη που υπηρετώ, της ψυχοθεραπείας στο πεδίο της κλινικής της εφαρμογής, σε αυτή την κατεύθυνση, στην κατεύθυνση της αντίστασης… 

Εν κατακλείδι, είμαστε ιστορικά στην εποχή που δεν έχουν ωριμάσει οι αλλαγές στα ιδεολογικά σχήματα και στις οριστικές ανατροπές στις μορφές κοινωνικής συγκρότησης. Η ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας επιτάσσει την αύξηση του κοινωνικού ελέγχου από όλους εμάς ώστε οι εκάστοτε εξουσίες να τον νιώθουν στο μέγιστο δυνατό στο πετσί τους. Δεν εκχωρούμε την ευθύνη για τις ζωές μας σε κανένα, παίρνουμε στα χέρια μας τον κοινωνικό έλεγχο…

Για να γίνει η επανάσταση πρέπει πρώτα να μπει η ιδέα, πρέπει να ξέρουμε τι πολεμάμε, θέλουμε απλά να διώξουμε αυτή την κυβέρνηση; Ε, και! Θα φύγει αυτή, θα έρθει μια άλλη. Τι θέλουμε επομένως να αλλάξουμε; Χρειάζεται ένας διάλογος εσωτερικός κι ένας διάλογος με τους άλλους, για να καθορίσουμε τι θέλουμε ώστε να μπορούμε να αγωνιστούμε για αυτό. Εμείς λοιπόν θα αλλάξουμε τον κόσμο, γιατί η αλλαγή έρχεται μέσα από την συνειδητοποίηση, από την αντοχή στην ματαίωση και την αξιοποίησή του θυμού ώστε να βάλουμε την οργή στα σωστά κανάλια.

Εμείς είμαστε η αλλαγή που ονειρευόμαστε… Εξάλλου η επανάσταση πριν γίνει θα είναι συμβολική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου