Την γιαγιά μου την θυμόμουν πάντα γριά, είχε εκείνη την αρχετυπική μορφή με την μαντήλα και τα μακριά μάλλινα ολόσωμα φορέματα, το αυλακωμένο πρόσωπο από τις ρυτίδες και την κάψα του ήλιου και του κρύου αέρα. Κάπως έτσι ήταν και οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα στην σκηνή του Θεσσαλικού θεάτρου. Τρεις γριές, σαν χορός νεοελληνικής τραγωδίας, που ξεδιπλώνουν τα πάθη και τους καημούς των γυναικών του προηγούμενου αιώνα. Τρία φυσικά σώματα με μεταφυσικές εκφάνσεις πίστης και δεισιδαιμονίας, τα οποία ζουν και παλεύουν να πράξουν το χρέος τους σε αυτόν τον κόσμο.
Είναι
ίσως δύσκολο να γερνάς, αλλά συνάμα και όμορφο να είσαι από τους τυχερούς που η
ζωή σε αξίωσε να γεράσεις. Καθώς τις κοιτούσα ένιωθα πως τα γερασμένα σώματα
και τα σπινθηροβόλα βλέμματα είχαν μέσα τους ζωή, πολύ ζωή. Κι αναρωτιόμουν τι
μεσολάβησε και αυτή την ζωή, αυτές τις πολύτιμες εμπειρίες που ζήσαν οι
άνθρωποι, τις έχουμε σήμερα καταστήσει ανενεργές. Η πείρα αυτών των γυναικών
από την ζωή είναι συγκλονιστική, σαν να βγαίνει από την ψυχή τους ένα απόσταγμα
που ντύνει με νόημα κάθε λέξη και κάθε πράξη. Τι κρίμα να χάνεται μέσα στην
μοναξιά και την απομόνωση που βιώνουν οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας, όλη αυτή
η γεμάτη νόημα συμπυκνωμένη γνώση τους. Αυτή που μας μετέδωσαν και μας
συγκλόνισε οι γριές στο θεατρικό σανίδι, αυτή που δεν επιτρέπουμε συνήθως να
γευτούμε στην καθημερινή μας συναλλαγή με τις «δικές» μας γριές, αυτές που
σήμερα δεν μαζεύουν την τσουκνίδα…
Μαζί
με την Κωνσταντία Χαλδούπη, η οποία είναι ευαισθητοποιημένη στα ζητήματα των
ανθρώπων της τρίτης ηλικίας, κάναμε μια έρευνα για την σημασία της επικοινωνίας
μεταξύ των γενεών και πιο συγκεκριμένα των ηλικιωμένων με τους έφηβους. Στόχος
της έρευνας ήταν να εντοπιστούν οι διαφορές, αλλά και οι ομοιότητες στα μοτίβα
επικοινωνίας και μέσα από τα ευρήματα να προταθούν νέες μορφές λειτουργικής
αλληλεπίδρασης μεταξύ των γενεών. Την έρευνα θα την δημοσιεύσουμε προσεχώς
γιατί έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον ωστόσο παρακινούμενος από την παράσταση του
Θεσσαλικού θεάτρου θα παραθέσω κάποιες από τις σκέψεις και τα συμπεράσματα της:
Οι
κοινωνίες μας δεν θεωρούνται «φιλικές» προς τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας.
Συχνά θεωρούνται «βάρος» για την κοινωνία, καθώς πολλοί από αυτούς αδυνατούν να
εκτελέσουν καθημερινές δραστηριότητες, αντιμετωπίζουν γνωστικές δυσκολίες ή σε
κάθε περίπτωση, ακόμη και αν είναι υγιείς, έχουν μια σειρά από ανάγκες που
πρέπει να καλυφθούν. Ωστόσο, εκτός από αυτές τις ανάγκες που πρέπει να
καλυφθούν, αυτό που συχνά υποτιμάται είναι ότι τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας
μπορούν να αποτελέσουν έναν ανεκτίμητο πόρο για την κοινωνία, δεδομένου ότι
διαθέτουν υλικές και άυλες γνώσεις που μπορούν να μεταβιβαστούν στις νεότερες
γενιές υπό το πρίσμα του αμοιβαίου οφέλους όσον αφορά τη συνεχή μάθηση και την
κοινωνική συμπερίληψη.
Οι νέοι σε ηλικία ηθοποιοί που
ενσαρκώνουν τις γριές υφαίνουν ένα μοτίβο όπου η ορμή της νιότης και η βιωμένη
εμπειρία των γριών είναι δύο συνιστώσες της ζωής που έχουν ανάγκη και οι δύο
γενιές, ώστε να ανατροφοδοτούν η κάθε μία τα δικά της νοήματα. Ο
κατακερματισμός των κοινωνιών καθιστά επιτακτική την ανάγκη διασύνδεσης των δύο
αυτών ηλικιακών ομάδων. Τα παιδιά μοιάζουν να μεγαλώνουν πρόωρα, δίχως την
καθοδήγηση της εμπειρίας των παλιότερων γενεών. Έτσι χάνουν την φρεσκάδα της
νιότης και οδηγούνται σε μαρασμό. Από την άλλη οι ηλικιωμένοι χάνουν την ευκαιρία
να αναστοχαστούν πάνω στις εμπειρίες τους, μέσα
από την διαδικασία μετάδοσής τους στους νεότερους.
Η
παράσταση σίγουρα βοηθά στην σύνδεση των γενεών και στην κατανόηση της
διαγενεακής μας κουλτούρας. Βοηθά στην διασφάλιση της αφηγηματικής μας συνέχειας,
διότι δίχως αυτή η ταυτότητά μας διασπάται σε μικρότερες αφηγήσεις δίχως συνοχή
και νόημα.
Η
παράσταση μας κάνει δώρο την αξία των νοημάτων που συλλέγουν οι άνθρωποι στο
διάβα της ζωής τους και καθώς έχουν την τιμή να γεράσουν μπορούν να μας τα μεταφέρουν
ως κρίκους σε μια αλυσίδα που όσο περισσότερο δυνατή είναι τόσο περισσότερο μας
εμπεριέχει.
Συγκλονιστικές
λοιπόν οι γριές που μαζεύοντας τσουκνίδες ξετυλίγουν τον βίο τους απλόχερα σαν
ένα χειροποίητο κομψοτέχνημα από αυτά που έτσι κι αλλιώς είχαν μάθει να
φτιάχνουν. Ένας βίος που κινείται μεταξύ φυσικής και μεταφυσικής
πραγματικότητας, μεταξύ πράξης και νοήματος, μεταξύ καθήκοντος και επιθυμίας.
Τρεις γριές με τόσο φρέσκα και ελπιδοφόρα μηνύματα, που μας προ(σ)καλούν να
βιώνουμε ολόψυχα τη ζωή μας.
Η
πιο συγκλονιστική στιγμή της παράστασης είναι η κραυγή μοναξιάς της γριάς που
έζησε στην πόλη και εκλιπαρούσε τον άντρα της να της επιτρέψει να δουλέψει στην
ταβέρνα τους «άσι κι μένα να ‘ρθου στη δουλειά, να πιρνούν οι ώρις μ» και η
φωνή του άντρα της «Η φκιάμ η γναίκα δεν θα δλεψ, τι θέλου βασίλισσα». Η
σπαρακτική αυτή σκηνή δείχνει αφενός την θέση της γυναίκας που υφίστατο άγριους
κοινωνικούς περιορισμούς κι αφετέρου την αδυναμία μετάβασης από την κουλτούρα
του χωριού σε αυτή της πόλης. Οι άνθρωποι μεταφέραν αυτούσια όλα τα επιμέρους
στοιχεία μιας ιδεολογίας που δεν χωρούσε στα νέα δεδομένα μιας κοινωνίας που
κινούνταν με άλλους ρυθμούς, με αποτέλεσμα να συνθλιβούν τα νοήματα με τα οποία
στηρίζαν τις ζωές τους. Γιατί ζωή δίχως νόημα είναι αφόρητη ζωή όπως είπε η
γριά χήρα της παράστασης «ιγώ έκανα του χρέους μου σι αυτόν τουν κόσμου» καθώς
εξηγούσε πως τα έβγαλε πέρα ως άντρας για να ζήσει την οικογένειά της.
Σαφώς
ένα ακόμη δυνατό στοιχείο της παράστασης είναι η (μη) έκφραση της
σεξουαλικότητας των γυναικών της παράδοσης και πως αυτή χανόταν στην αποξένωση
των δύο φύλων: «μι τους άντρις είμασταν δύο κόσμ, αλλού αυτοί αλλού ιμείς»
λέγανε οι γριές, «ιρχόνταν λες κι είμασταν πράγματα κάναν αυτό που θέλαν κι φεύγαν».
Κι όλος αυτός ο πόθος ο ανεξερεύνητος, ο απωθημένος, ο ανομολόγητος σε ποιες
λέξεις να μπει, αναρωτιούνται εν χορό οι γριές. Ποια λέξη να ειπωθεί για την
γυναικεία σεξουαλικότητα που πνίγεται στις κοινωνικές εντολές και την ηθική της
παραδοσιακής κουλτούρας;
Βεβαίως
συνιστά μια ιδιαίτερη τομή ότι τις γριές υποδύονται τρεις πολύ νέοι (και
ταλαντούχοι) ηθοποιοί. Η φρεσκάδα της νιότης τους συνδιαλέγεται διαρκώς με την
φρεσκάδα των νοημάτων των μορφών που υποδύονται και αντάμα διαμορφώνουν την
μορφή των σχέσεων που έχουμε ανάγκη ως κοινωνία, δηλαδή την συνδιαλλαγή μεταξύ
των γενεών και την διαγενεακή μας συνέχεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου