Ομιλία του Δρ. Γιώργου Γιαννούση στην ημερίδα του Μεταλόγου
Σήμερα
λέμε πως ζούμε σε έναν αβέβαιο κόσμο, όπου όμως δεν υπάρχουν μόνο αβεβαιότητες, υπάρχει η βεβαιότητα ενός
κόσμου που αλλάζει δραματικά και είναι η πρώτη φορά που οι αλλαγές τείνουν να
έχουν τόσο παγκόσμιες διαστάσεις. Οι βεβαιότητες της αναδιανομής του πλούτου
και της εξέλιξης της μονοκρατορίας του υπαρκτού καπιταλισμού προς μια
κινεζοποίηση της κουλτούρας παραγωγής (άρα και της κοινωνικής ιεράρχησης και συγκρότησης)
επίσης είναι παρούσες και εμφανής. Βέβαιον είναι επίσης το απευκταίο, πως
χρειάζονται μόλις κάποιες εκατοντάδες δευτερολέπτων για να αφανιστεί ο κόσμος.
Ένας κόσμος που αλλάζει δέρμα κι αυτό το δέρμα έχει κάτι αποτρόπαιο που
κανονικοποιεί το κακό και το κράτος και η βία γίνονται οι υπερασπιστές της
κοσμικής εξουσίας. Μέσα σε αυτό το παγκόσμιο κλίμα των ανατροπών στις ζωές των
ανθρώπων και στους ρυθμούς της κοινωνικής συγκρότησης καλούμαστε να δούμε και
τα καθ’ ημάς, δηλαδή τον ρόλο της ψυχοθεραπείας. Επειδή η ημερίδα είναι
αφιερωμένη στον Ματουράνα θα ξεκινήσω την εισήγησή μου προσπαθώντας να
αξιοποιήσω τις γνώσεις της επιστήμης της βιολογίας, τις οποίες δεν κατέχω,
προσπαθώ όμως να κατανοήσω, επειδή αυτή η επιστήμη είναι συναρπαστική και
διαφωτιστική. Έτσι κι αλλιώς προσωπικά πιστεύω πως η ψυχοθεραπεία εξελίσσεται
όσο αλληλεπιδρά με τον κόσμο γύρω της, κομμάτι του οποίου είναι και άλλες
επιστήμες, όπως η βιολογία, η κοινωνιολογία, η οικονομολογία, η κοινωνική
ανθρωπολογία, οι νευρο-επιστήμες, κ.ο.κ.
Ο
άνθρωπος είναι γενετικά προδιαγεγραμμένος να μην είναι γενετικά
προδιαγεγραμμένος. Υπάρχει ένα γονιδιακό σύμπλεγμα, το οποίο έχει να κάνει με
την εντελέχεια του ανθρώπου να γίνει άνθρωπος, ο άνθρωπος είναι γενετικά
προδιαγεγραμμένος να γίνει άνθρωπος, τίποτα άλλο. Το τι άνθρωπος θα γίνει έχει
να κάνει με το πλαίσιο στο οποίο θα μεγαλώσει. Γονιδιακά βεβαίως κουβαλάει
διάφορες πληροφορίες, γύρω από το ένστικτο της επιβίωσης, όπως επίσης
πληροφορίες ασθενειών, ή άλλων γενετικών δυσλειτουργιών, οι οποίες όμως θα
ευδοκιμήσουν αναλόγως του θερμοκηπίου που θα ζήσει ο καθένας. Αυτό επομένως που
διαφοροποιεί την εξέλιξη είναι η ανατροφή, η κουλτούρα, το πολιτισμικό πλαίσιο
του καθενός μας πάνω στη γη. Η προσωπικότητα αναπτύσσεται όχι γραμμικά πάνω
στις ράγες του γονιδιακού συμπλέγματος, αλλά στις αλληλεπιδράσεις με το περιβάλλον,
φυσικό και κοινωνικό.
Όπως λέει ο Κώστας Καμπουράκης (ερευνητής του Πανεπιστημίου της Γενεύης) «H
υπερβολική έμφαση στα γονίδια μας απαλλάσσει από τις ευθύνες μας». Τα γονίδια δεν είναι
παντοδύναμα. Τα γονίδια δεν κάνουν τίποτε από μόνα τους. Τα γονίδια απλώς
εμπλέκονται στην ανάπτυξη χαρακτήρων ή νοσημάτων, αλλά δεν τα καθορίζουν. Και
συνεχίζει λέγοντας «τα γονίδια δεν αποτελούν την ουσία μας, δεν καθορίζουν ούτε
εξηγούν το ποιοι είμαστε ούτε τι κάνουμε και, κατά συνέπεια, δεν είμαστε
δέσμιοι κάποιου γενετικού πεπρωμένου – με την εξαίρεση κάποιων σοβαρών
γενετικών νοσημάτων».
Αντιθέτως,
η ιδέα μιας γενετικής ουσιοκρατίας βρίσκεται βαθιά ριζωμένη στον κυρίαρχο λόγο,
πολύ απλά γιατί σε αυτή την περίπτωση εστιάζουμε στο άτομο και την
κληρονομικότητα, ενώ διαφορετικά χρειάζεται να εστιάσουμε στο περιβάλλον και
στις δικές του ευθύνες. Και βεβαίως η αντίληψη αυτή οδηγεί σε ένα είδος ψυχιατρικού
ευγονισμού, με έμφαση στην διάκριση εμείς-αυτοί και στην περιθωριοποίηση και
τον στιγματισμό της ψυχικής ασθένειας, αναδύοντας μια παλιά συνήθεια να
θέλουμε να αναγάγουμε πολύπλοκες συμπεριφορές σε απλά αίτια. Είναι ένα
θεμελιώδες επιστημολογικό πρόβλημα κι ένα βαθύτατο λάθος.
Αυτός
ο ντετερμινισμός κυριαρχεί και στην επιστημολογία της ψυχολογίας, εκεί όπου οι
γραμμικές αιτιάσεις, όσο και οι επιφανειακές παρεμβάσεις αποτελούν την
προμετωπίδα του κυρίαρχου λόγου. Ας πούμε χαρακτηριστικά: οι ψυχολόγοι πολλές
φορές επιχειρούν την ψυχοθεραπευτική άσκηση πέφτοντας στην παγίδα πως ενώ
ασχολούνται με το ειδικό θεραπεύουν εστιασμένοι στο γενικό, δηλαδή όταν έχουν
μπροστά τους κάποιον άνθρωπο που έχει κρίσεις πανικού (το ειδικό) του εξηγούν
τι είναι αυτές και πως μπορεί κάποιος να τις αντιμετωπίσει (το γενικό). Αυτό
που προτείνω έχει ακριβώς την αντίθετη κατεύθυνση: από το γενικό στο ειδικό,
από την κατανόηση της περιβάλλουσας πραγματικότητας (το γενικό) στην ατομική
προσλαμβάνουσα αυτής (το ειδικό).
Η
αποδοχή αυτή στρέφει το βλέμμα της ψυχοθεραπείας σε κάτι καινοτόμο, μας πάει
πίσω στις βασικές αρχές της συστημικής, το πλαίσιο και το νόημα. Σήμερα η
Συστημική χρειάζεται να γίνει πιο Συστημική για να μπορέσει να είναι συστημικά
χρήσιμη.
Γιατί
η ψυχοθεραπεία έχει δύο δρόμους, ή να στηρίζει το status quo ή να δημιουργεί
ρωγμές σε αυτό. Για να γίνεται το δεύτερο χρειάζεται η ψυχοθεραπεία να ιδωθεί
μέσα στο ιστορικό της πλαίσιο και συνεχές και να έχει άμεσες αναφορές σε αυτό.
Πριν
απ’ όλα όμως ένα ζήτημα που προκύπτει είναι εάν η ψυχοθεραπεία είναι μονόδρομος
στην αναζήτηση του νοήματος και μονόδρομος για τις αλλαγές σε έναν άνθρωπο. Σαφώς
και δεν είναι. Οι άνθρωποι από τα αρχαία χρόνια αναμετριόντανε με τα όριά τους,
τα διλήμματά τους και τα υπαρξιακά τους προβλήματα κι αναζητούσαν να μάθουν από
τι είναι φτιαγμένος ο κόσμος. Αυτό που έχει αλλάξει και η ψυχοθεραπεία γίνεται
τόσο κεντρική στη συζήτηση αφορά κυρίως στην αποσάθρωση των κοινωνικών θεσμών
και δεσμών και την κατακερματισμένη και πολύπλοκη κοινωνική οντότητα που
συνέχει τον άνθρωπο, αφήνοντάς τον εκτεθειμένο στην ατομικότητά του. Και βέβαια
όπως όλα κατακερματίζονται και εξειδικεύονται έτσι συνέβη και με την ψυχική
ίαση. Έπαψε δηλαδή να αποτελεί μέρος της διαδικασίας αυτό-ίασης των κοινωνιών
και πέρασε στα χέρια των ειδικών.
Μόνοι
λοιπόν σε έναν πολύπλοκο κόσμο: αυτή δεν είναι μια καλή συνταγή για να
προλάβουμε ή/και να λύσουμε προβλήματα.
Βεβαίως κι όσο αυτά πολλαπλασιάζονται κατανοούμε πως η
ψυχοθεραπεία σαφώς
δεν είναι μονόδρομος και κυρίως δεν μπορεί να θεραπεύσει τις κοινωνικές δομές
που παράγουν τα προβλήματα, μπορεί όμως να προτείνει έναν τρόπο για να
θεραπευτούν, μπορεί να γίνει δηλαδή ένα μοντέλο αλλαγής και μετασχηματισμών. Η
τέχνη της ψυχοθεραπείας μπορεί να μετασχηματισθεί σε μια μήτρα, μεταξύ
άλλων, από την οποία θα αναγεννηθούν οι νέες ηθικές και αξιακές συντεταγμένες
του κόσμου. Αρκεί να βγει από τα στερεοτυπικά της πλαίσια και να αναβαπτιστεί
στον κοινωνικό στίβο. Η ψυχοθεραπεία χρειάζεται να γίνει περισσότερο ολιστική
και να προτάξει λύσεις «πολιτικές»[1], στοχεύοντας βεβαίως στις ψυχικές
διεργασίες και μεταβάσεις του κάθε ανθρώπου που αναζητά την υποστήριξή της.
Στην
πράξη δηλαδή η ψυχοθεραπεία είναι εστιασμένη στον άνθρωπο και στις δυνατότητές
του. Κυρίως σε αυτές. Και μέσα από το δίπολο «εστιάζουμε στο πρόβλημα ή στην
λύση», «στην ασθένεια ή στην υγεία» αναδύεται η αντίληψη πως ψυχοθεραπεία είναι
να πονάς λιγότερο για τις πληγές σου και περισσότερο για τις αλλαγές σου.
Δηλαδή η συνθήκη όπου αναγεννώμενοι ακόμη κι από τις στάχτες μας αναζητούμε την
ανασύνθεση του εαυτού μας σε μια πορεία αυτοπραγμάτωσης. Αν έχει μια ελπίδα η
ψυχοθεραπεία, αλλάζοντας τον άνθρωπο, να συμβάλλει και σε μια ευρύτερη
κοινωνική αλλαγή είναι να είναι και η ίδια ριζοσπαστική και να βλέπει προς το
μέλλον. Μέσα σαφώς από μια ποιητική σχέση παρελθόντος-μέλλοντος, όπου το μέλλον
του παρελθόντος και το παρελθόν του μέλλοντος θα συνυπάρχουν εν τω γίγνεσθαι.
Αυτό
που μπαίνει ως τομή είναι η έμφαση σε μια διαφορετική οπτική της σχέσης του
υποκειμενικού βιώματος και της πραγματικότητας, μιας πραγματικότητας, αν
υπάρχει, τι είναι αυτό, αλλά σίγουρα -πέρα από την φιλοσοφική αποτύπωση της
έννοιας «πραγματικότητα»- υπάρχουν κάποιες συνθήκες που ο άνθρωπος θα ζήσει σε
αυτές. Δεν μπορούμε να πούμε πως τα πάντα είναι υποκειμενικές κατασκευές, δεν
είναι πολύ βοηθητικό για τους ανθρώπους. Δεν ανακάλυψε δηλαδή ο Κολόμβος την Αμερική – όπως
μας λέει ο επίσημος «λόγος»! Οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί τον ανακαλύψανε, όταν
έπλεε χαμένος στις ακτές της δικής τους γης…
Στο πλαίσιο αυτό έχει σημασία και η θέαση του ρόλου του ψυχοθεραπευτή. Προτείνω την εξής μετάβαση, από τον πληγωμένο θεραπευτή στον αγγελιοφόρο θεραπευτή. Από τον θεραπευτή που λέμε πως πρέπει να έχει ο ίδιος θεραπεύσει τις δικές του πληγές, για να μπορεί να βοηθήσει και τους άλλους, στο αίτημα στον 21ο αιώνα ο θεραπευτής να μπορεί να είναι ΚΑΙ αγγελιοφόρος, να φέρνει ένα μήνυμα προχωρήματος και ελπίδας. Που είναι λίγο παραπάνω, να εμπνεύσει προς την αλλαγή και τον μετασχηματισμό, όχι μόνο μέσα από το τραύμα, αλλά κι από τις δυνατότητες. Γιατί γνωρίζουμε πως από τις ρωγμές μπαίνει φως, είναι καλό όμως να θυμόμαστε πως αυτό που θεραπεύει είναι το φως κι όχι οι ρωγμές. Όπως ακριβώς συνέβη και στον Κένταυρο Χείρωνα, αυτό που του έδωσε την δυνατότητα να θεραπευτεί από το τραύμα ήταν η φωτεινή ανατροφή που έλαβε από τον θετό του πατέρα τον Απόλλωνα, τον θεό του Φωτός.
Σε
έναν κόσμο τόσο πολύ σύνθετο τα ζητούμενα στην ψυχοθεραπεία στον 21ο
αιώνα είναι διαφορετικά. Καταρχήν έχουμε δει τεράστιες αλλαγές στην
συμπτωματολογία κι έχουμε ταχύτατες αλλαγές ακόμη και στην φαινομενολογία των
προβλημάτων που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. Πως απαντούμε; Πέρα από τα
δυναμικά μοντέλα ψυχοθεραπείας, τα οποία συνομιλούν με την σύγχρονη εποχή,
είναι σημαντικό ανεξάρτητα από τις επιμέρους θεωρητικές προσεγγίσεις, να έχουμε
κάποιες συγκεκριμένες διαστάσεις στην ψυχοθεραπεία: τη διαφάνεια, τον ενεργό
ρόλο των θεραπευομένων και τον εκδημοκρατισμό της σχέσης. Ο εκδημοκρατισμός στη
θεραπευτική σχέση είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό κι ενώ μοιάζει δύσκολο, είναι
ένα ενδιαφέρον κι απολύτως φυσικό εγχείρημα. Αρκεί να βγεις από την αντίληψη
πως αυτός που βοηθά έχει την ισχύ στα χέρια του. Στον εκδημοκρατισμό της σχέσης
βοηθά και το πρώτο συστατικό, η διαφάνεια, το να είναι διαφανής ο θεραπευτής
και το έργο του (οπότε γράψτε, μοιραστείτε την εμπειρία σας σε φόρουμ -όπως
αυτό εδώ, δράστε κοινωνικά, γίνεται οι ίδιοι η αλλαγή που πρεσβεύουν οι αξίες
σας και οι αντιλήψεις σας, καθώς κι
οτιδήποτε άλλο κοινωνικοποιεί εσάς και την γνώση σας).
Επίσης,
οι άνθρωποι σήμερα και γνωρίζουν περισσότερα, παρότι έχουν ίσως περισσότερα
προβλήματα και έχουν διαμορφωμένες αντιλήψεις. Αυτό πρέπει να το αξιοποιήσουμε
στην θεραπευτική σχέση κι όχι να το έχουμε απέναντί μας.
Κι
αυτό σημαίνει πως ο θεραπευτής δεν είναι ένα πρόσωπο ηγετικό, μια αυθεντία,
αλλά ένας ισότιμος συνομιλητής. Δεν είναι αυθεντία, αλλά αυθεντικός, είναι
δάσκαλος κι όπως κάθε δάσκαλος καλείται να διδάξει στον μαθητή του και μέσα από
αυτή τη διαδικασία να γίνει κι αυτός καλύτερος.
Το
πρόταγμα (αλλά και πρόσταγμα) του θεραπευτή είναι να του κάνει νόημα να είναι
χρήσιμος…
Η
έννοια της ψυχοθεραπείας στην Ελλάδα ήρθε ως μια εισαγόμενη μορφή θεραπευτικής παρέμβασης.
Επηρεασμένη από την ευρωπαϊκή και την αμερικάνικη σχόλη. Αυτό δεν είναι κατ’
ανάγκη κακό, χρειάζεται όμως πάντα να μπορούμε να διακρίνουμε το πλαίσιο μέσα
στο οποίο εμφυτεύεται μια ιδέα. Η ψυχοθεραπεία δίνει ένα πλαίσιο και μια «ιστορική»
κατανόηση για το συνέβη στον κάθε άνθρωπο, στην κάθε οικογένεια, στο κάθε
σύστημα. Και αντιστοίχως του πλαισίου αναφοράς διακινεί τις αντίστοιχες
πολιτισμικές αναφορές, όχι απόλυτα αλλά έτσι συμβαίνει. Για παράδειγμα η
ψυχοθεραπευτική διεργασία στις Ηνωμένες πολιτείες της Αμερικής, οι οποίες εν τη
γενέσει τους, ως χώρα, έχουν έναν επεκτατικό χαρακτήρα, εμπεριέχουν στο
συλλογικό της φαντασιακό την έννοια της επέκτασης, της στόχευσης για έναν
καλύτερο εαυτό, για έναν εαυτό που θα φτάνει όλο και πιο πέρα. Από την άλλη
στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες, όπου κυριαρχεί η νοησιαρχία, η διεργασία
διατρέχεται από μια αναλυτική και ερμηνευτική στάση έναντι της θεραπευτικής
αλλαγής, διά μέσου της ενίσχυσης της ψυχικής ανθεκτικότητας. Στις χώρες της
Ανατολής, όπου κυρίαρχο είναι το συναίσθημα η διεργασία κυριαρχείται από τις
συναισθηματικές καταγραφές των πράξεων. Στην Ελλάδα η διεργασία καταφανώς
πατάει πάνω στην γενεαλογία, στις «ιστορικές» αφηγήσεις (στις ιστορικές
αναφορές και τις προφορικές ιστορίες) και στην αυξημένη αναγκαιότητα για την
συμμετοχή σε μικρότερα συστήματα αυτοαναφοράς, τα οποία συνέχουν και συνέχονται
από το ευρύτερο πλαίσιο. Οι Έλληνες καταλαβαίνουμε τον εαυτό
μας και τους άλλους μέσα από τις ιστορίες μας, ιστορίες που μας τοποθετούν στο
ιστορικό συνεχές και στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Οι άνθρωποι κατανοούμε τον εαυτό
μας βάζοντάς τον σε ένα σύστημα αποδοχής. Στην ουσία η ψυχοθεραπεία στο
ελληνικό μοντέλο χρειάζεται να διασυνδέεται με τις ανθρώπινες σχέσεις, δεν
είναι ατομική υπόθεση. Γι’ αυτό και προκρίνω την ομαδική θεραπεία. Εκεί όπου οι
άνθρωποι θα αναζητήσουν πιο μεστά το νόημα της ύπαρξης και της συνύπαρξης και
φυσικά με στόχο να το μεταλαμπαδεύουν σε όλα τα επιμέρους συστήματα που
ανήκουν.
Και κάτι ακόμη, οι ψυχικές ασθένειες είναι μεταμφιεσμένα
κοινωνικά μοτίβα ή αλλιώς προσωποποιημένες ψυχικές αντανακλάσεις του
κοινωνικού. Όσο μετασχηματίζονται οι κοινωνίες μετασχηματίζονται και οι ψυχικές
τους αντανακλάσεις, είτε ως ασθένειες, είτε ως ψυχικά επιτεύγματα. Παραμένει
κοινός τόπος βέβαια ο ψυχισμός του ανθρώπου, ο οποίος διαχρονικά έχει μια
εντελέχεια προκαθορισμένη κυτταρικά, ωστόσο, όπως προανέφερα, εξελίσσεται και
μεταμορφώνεται αναλόγως των μεταμορφώσεων του κοινωνικού και πολιτισμικού γίγνεσθαι.
Ξαναγυρνάμε
λοιπόν στο πλαίσιο: Να δούμε ποιες πολιτικές και ποιος πολιτισμός παράγει τα
προβλήματα. Ειδάλλως ενδέχεται να βρεθούμε υπό την κηδεμονία του αιτήματος.
Η
κηδεμονία του αιτήματος
Δηλαδή
να απομακρυνθούμε από το βασικό σκοπό της ψυχοθεραπείας που είναι να «μορφώσει»
και να μεταμορφώσει (με την έννοια να τους δώσεις την μορφή) τους ανθρώπους
προς μια ανθρωπιστική και κοινωνική δράση. Οι ψυχοθεραπευτές δεν μπορούν να
είναι υπάκουοι του αιτήματος, ούτε εκείνου που έρχεται από τον θεραπευόμενο,
ούτε εκείνου που εκπορεύεται από το δικό του πλαίσιο (του εργοδότη ή της
κοινωνίας και του κυρίαρχου λόγου ως εργοδότη). Με αυτή την έννοια, η
αξιοποίηση της δυναμικής και ο μετασχηματισμός του αιτήματος είναι καθήκον της
ψυχοθεραπείας:
Με άλλα λόγια είναι πολύ σημαντικό να αποσυνδέσουμε
το αίτημα από το σύμπτωμα και να αντιλαμβανόμαστε την δυναμική των συμπτωμάτων
(γιατί χρειάζεται να τα ακούμε τα συμπτώματα), καθώς αυτά αποτελούν μια
αυθεντική αποτύπωση (με συμβολικό τρόπο) των ενδοψυχικών και διαπροσωπικών
διεργασιών του υποκειμένου. Τα συμπτώματα θα μας καθοδηγήσουν στις αιτίες της
δυσλειτουργίας, αλλά και τις δυνατότητες, καθώς είναι διαρκώς σε έναν ανοικτό
διάλογο με αυτές.
Καταλαβαίνουμε
λοιπόν πως η ψυχοθεραπεία δεν είναι μανιέρα!!!
Δεν
θεραπεύεις τις κρίσεις πανικού, αλλά τον συγκεκριμένο άνθρωπο που κουβαλά τα
συμπτώματα (που εμείς –επιστημολογικά- ορίζουμε ως κρίσεις πανικού, κτλ.).
Αυτή
είναι η διαφορά και αυτό είναι και το μαγικό, προσωπικά δεν ξέρω αν θα έκανα
αυτή την εργασία εάν θεράπευα τις κρίσεις πανικού ή την κατάθλιψη, δεν θα είχε
κάποιο ενδιαφέρον.
Η
ψυχοθεραπεία για μένα έχει δύο βασικά συστατικά, τα οποία είναι απλά ανθρώπινες
ιδιότητες, το ένα είναι πως σε κάθε συνάντηση με έναν άνθρωπο είμαι εκεί
ολόψυχα και αυτή η συνάντηση ενέχει πάντα μια συγκίνηση κι ένα νόημα, μέσα από
την δυσκολία ή ακόμη και μέσα από την τραγικότητα κάποιων περιπτώσεων.
Φανταστείτε να έχετε εκεί δίπλα σας έναν καρκινοπαθή, ο οποίος είναι
αντιμέτωπος όχι με το φάσμα της σωματικής ασθένειας μόνο, αλλά κυρίως της
ψυχικής αποσύνθεσης που επιφέρει το άκουσμα της ασθένειας, οι σωματικοί πόνοι,
οι θεραπείες και φυσικά το άγχος του θανάτου. Γιατί η ιδέα του θανάτου πρώτα
συρρικνώνει ψυχικά και συναισθηματικά έναν άνθρωπο, οπότε όταν έρχεται σε μας,
όντας ασθενής, αλλά ζωντανός, αυτό που φέρνει είναι αυτή η ψυχική αναστάτωση.
Όταν είμαι με έναν τέτοιο άνθρωπο λοιπόν, ο οποίος προσπαθεί να βρει τις δικές
του αποκωδικοποιήσεις για όλο αυτό που του συμβαίνει και τα δικά του νοήματα
για να ζήσει, αυτό για μένα είναι ένα μεγάλο δώρο, πώς να μην είμαι εκεί.
Εφόσον λοιπόν συναντηθούμε ολόψυχα στο ψυχοθεραπευτικό συναπάντημα με τον άλλο
-και ξέρετε ο άλλος έχει πιο πολλά κίνητρα να είναι εκεί ολόψυχα γιατί
χρειάζεται βοήθεια, εμείς χρειάζεται να το κατασκευάσουμε, να νοηματοδοτήσουμε
αυτή την συνάντηση. Αφού λοιπόν είμαστε εκεί ολόψυχα το δεύτερο βασικό
συστατικό είναι ότι χρειάζεται να συνθέσουμε ή να ανασυνθέσουμε ένα μήνυμα -γι’
αυτό έρχεται ο αγγελιοφόρος θεραπευτής- το οποίο ενδεχομένως μήνυμα (γιατί ποτέ
δεν γνωρίζουμε τι λειτουργεί θεραπευτικά) να λειτουργήσει ευεργετικά στον άλλο.
Η
περίπτωση του Ντεμίρ
Υπό
την απειλή ενός πολέμου τα παραπάνω υπαρξιακά αξιώματα που αναδύονται από την
ιδέα του θανάτου αποκτούν διαφορετικά νοήματα. Και φυσικά μέσα σε αυτό το τοπίο
έχουμε κι ανθρώπους που έχουν βιώσει έναν πραγματικό κι όχι συμβολικό ή
μεταφορικό ή ενδεχόμενο πόλεμο. Κι ένας πόλεμος αλλάζει συθέμελα όλα τα
νοήματα. Όταν αλλάζει το πλαίσιο, αλλάζουν και η αξία και η σημασία των
μοτίβων, άλλη, για παράδειγμα η θυσία στον πόλεμο κι άλλη στην ευμάρεια. Ο Ντεμίρ
ο οποίος είναι Σύρος, έχει βιώσει έναν τέτοιο βίαιο μετασχηματισμό, είναι
πρόσφυγας και έχει έρθει από την πατρίδα του πριν επτά χρόνια. Έτσι μου
συστήθηκε εξ’ αρχής, δηλώνοντας ασυνείδητα πόσο σημαντική είναι για την
ταυτότητά του η προσφυγιά. Είναι μεγάλη
η χαρά και η συγκίνησή μου όταν συναντώ έναν άνθρωπο πρόσφυγα από την Συρία που,
κρατώντας ζωντανές τις μνήμες της πατρίδας του, έχει καταφέρει να ενταχθεί στην
ελληνική κοινωνία,. Κι αυτή η ενσωμάτωση έχει γίνει τόσο καλά που έχει
επιτρέψει ακόμη και την έκφραση των ίδιων ψυχοσωματικών συμπτωμάτων με αυτά που
διακρίνουμε στην κοινωνία υποδοχής: ο Ντεμίρ έχει αγχωτικές κρίσεις και κρίσεις
πανικού.
Η Συρία πριν τον πόλεμο,
μου εξηγεί, ήταν μια χώρα φυσιολογική, βαθύτατα πολιτισμένη, με μακρά ιστορία
και ενδιαφέρουσες ιδιαιτερότητες. Και με μεγάλο βαθμό αυτάρκειας, αλλά και
εξαγωγών σε τρόφιμα. Σε αυτό το πλαίσιο η οικογένεια του Ντεμίρ
είχε πολλά
από τα χαρακτηριστικά μιας μέσης δυτικής οικογένειας, με τις ιδιαιτερότητες της
κουλτούρας τους. Όμως οι εμφύλιες διαμάχες και οι παρεμβάσεις της Δύσης
αλλάξανε άρδην το σκηνικό, το οποίο αποτελείωσε ο πόλεμος.
«Έφυγα
από την Συρία έπειτα από πέντε χρόνια αφότου ξεκίνησε ο πόλεμος, όταν κλήθηκα
να στρατευτώ. Τότε η μητέρα μου με «εξαπάτησε» ώστε να φύγω για να σωθώ λέγοντας
πως θα με ακολουθήσουν σύντομα. Ο μεγαλύτερος αδελφός μου είχε ήδη φύγει, ενώ
οι αδελφές μου και η μητέρα μου ζουν ακόμη στην Συρία».
Είναι
εντυπωσιακό πως ο Ντεμίρ, ενώ έχει περάσει πολλά δύσκολα πράγματα και πλέον
έχει μια καλή εργασία, σύντροφο και δύο παιδιά - τώρα που ομολογουμένως είναι
καλά- νιώθει όλα αυτά τα αγχωτικά συναισθήματα.
Οι
κρίσεις πανικού ανοίγουν τους δικούς του ομόκεντρους κύκλους με αφετηρία το
μοτίβο της ενοχής (ομόκεντρους κύκλους, ονομάζουμε την θεραπεία των κρίσεων
πανικού στην εξελικτική συστημική προσέγγιση[2]).
Η
ενοχή
Η
ιστορία που περιγράφει με τον ξεριζωμό του από την Συρία, το γεγονός πως πίσω
μείναν αγαπημένοι του άνθρωποι και η αγωνία του για αυτούς, όσο βεβαίως και η
προσπάθεια να συνεισφέρει οικονομικά, είναι μια ιστορία που μοιάζει αρκετά με
πολλές ιστορίες ξεριζωμού που έχουν ζήσει πολλοί λαοί, μεταξύ αυτών και οι
Έλληνες.
Και
όπως συμβαίνει συνήθως αυτός που σώθηκε νιώθει κάπως δύσκολα που εκείνος είναι
καλά, ενώ όσοι μείνανε πίσω δυστυχούν. «Εμείς εδώ έχουμε περισσότερα κι από τα
βασικά, ενώ εκείνες δεν έχουν ρεύμα όλη τη μέρα, παρά μόνο για μερικές ώρες»,
λέει με καημό.
Η
δυσκολία έκφρασης των συναισθημάτων, ως απόρροια του χρέους να τα καταφέρει
Το
δεύτερο μοτίβο είναι πως η ενοχή αυτή τον καθιστά περισσότερο υπόχρεο να τα
καταφέρει, πρέπει να τα καταφέρει όχι μόνο για αυτόν αλλά και για την θυσία των
άλλων. Και γιατί οι άλλοι μπορεί να τον χρειάζονται. Έτσι έμαθε πως πρέπει
πάντα να τα καταφέρνει, να είναι παντού όπου τον χρειάζονται, γιατί εκείνος
σώθηκε, είναι γερός και αυτό πρέπει να το ανταποδίδει όπου μπορεί. Πως λοιπόν
να δημιουργηθεί χώρος για να εκφράσει τη δική του δυσκολία, το δικό του πένθος,
τον δικό του καημό ή ακόμη και την δική του χαρά (δίχως ενοχές).
Η
θυσία
Στα
δύο παραπάνω μοτίβα διαπλέκεται το μοτίβο της θυσίας (άλλο γνώριμο μοτίβο και
στην δική μας κουλτούρα). Η οικογένεια επειδή ήταν το μικρότερο αγόρι θέλησε να
τον προστατέψει και μέσω μιας εξαπάτησης τον έδιωξε για να σωθεί. Τώρα είναι
αυτός που επιθυμεί να σώσει τους άλλους.
«Παλιά
με πείραζε που με εξαπάτησαν για να φύγω, τώρα όμως προσπαθώ εγώ να τους σώσω
(και αυτό έχει ταχυκαρδίες, γιατί για αυτούς δεν μπορώ να κάνω πολλά πράγματα)»,
αναφέρει και συμπληρώνει «έγινα λοιπόν γενικότερα προστάτης όσων με έχουν
ανάγκη».
Το
ότι σώθηκε κουβαλάει ένα υπαρξιακό άγχος, ένα νόημα για το χρέος της ζωής.
Όλο
αυτό που παθαίνει επομένως είναι μια μορφή επικοινωνίας όσων δεν επιτρέπει να
επικοινωνήσει αλλιώς. Οι αγχωτικές κρίσεις είναι η μόνη οδός, το φάρμακο, ώστε
να είναι πιο ανοιχτός, αλλά δυνητικά μπορούν να γίνουν ο δρόμος για να μάθει να
είναι διαφορετικά ανοιχτός και χρήσιμος. Αυτό που του συμβαίνει δεν είναι
πρόβλημα μιας «ατομικής» δυσλειτουργίας, έχει έτσι κι αλλιώς ένα γερό
ψυχισμό. Του λείπει μόνο η χαρά, έχει μια γεύση πίκρας, σαν να λέει γιατί να
σωθώ εγώ και οι άλλοι να υποφέρουν.
Οι
κρίσεις πανικού του Ντεμίρ είναι τόσο όσο ενοχλητικές, ώστε να του υπενθυμίζουν
την βαθιά ανάγκη του να νιώθει και την επιθυμία του να ζει δίχως να
αυτοπεριορίζεται συναισθηματικά. Από την άλλη δεν θα επιτρέψει εύκολα να τον
κυριεύσει ο πανικός, διότι γι’ αυτόν το βασικό (επίκτητο) νόημα είναι να σώζει
τους άλλους, κι όσο νιώθει πως κάποιοι τον χρειάζονται θα είναι πάντοτε σε
επιφυλακή. Σημειωτέων πως οι κρίσεις πανικού εκδηλώνονται τις στιγμές που δεν
είναι χρήσιμος σε κάποιους, εκείνες τις στιγμές που καλείται να είναι χρήσιμος
στον εαυτό του. Κυρίως δηλαδή όταν χαλαρώνει και προσπαθεί να αφιερώσει χρόνο
στις σκέψεις του.
Οι
δικές του κρίσεις πανικού, δουλεμένες στην ασφάλεια ενός ειρηνικού τοπίου,
κουβαλούν τα ερμητικά κλεισμένα συναισθήματα του πολέμου και της προσφυγιάς.
Κουβαλούν επίσης την ενοχή πως εκείνος σώθηκε, με τίμημα την θυσία της μάνας
του.
Η
ενοχή, η θυσία, η αλληλεγγύη που φτάνει ως τον ακρωτηριασμό των συναισθημάτων
είναι γνωστά μοτίβα και για την δική μας κοινωνία, μάλλον είναι πανανθρώπινα,
διότι υποκινούνται από την βασική υπαρξιακή ανάγκη του ανθρώπου να ανήκει.
Ξέρετε η ανάγκη αυτή ιεραρχικά τοποθετείται πάνω από το αίσθημα της ελευθερίας
(κι εκεί ακριβώς πατάνε οι εξουσίες). Ελεύθερος για να νιώσεις χρειάζεται να
ανήκεις κάπου, η ελευθερία δεν βρίσκεται εν κενό. Ελευθερία δίχως ανήκειν δεν
υπάρχει, ανήκειν δίχως ελευθερία δυστυχώς συνηθίζεται.
Κάπως
έτσι εκδηλώνονται οι κρίσεις πανικού και σε ανθρώπους που δεν έχουν βιώσει
άμεσα τον πόλεμο, αλλά ζουν άλλους πολέμους, συμβολικούς, μεταφορικούς,
μεταμφιεσμένους. Είτε επειδή βιώνουν τις επιδραστικές τους συνέπειες γενιές
μετά, όπως συχνά συναντούμε στο διαγενεακό τραύμα της γενοκτονίας του Ποντιακού
λαού, της μικρασιατικής καταστροφής και
του εμφυλίου, είτε επειδή οι κοινωνικές συνθήκες της ευμάρειας διαμόρφωσαν
μοτίβα ανώριμων συμπεριφορών που καθόρισαν έτσι τις επιμέρους ανθρώπινες
αντιδράσεις, ώστε οι άνθρωποι να μην μπορούν να είναι ετοιμοπόλεμοι έναντι της
προσωπικής τους ευθύνης και ευτυχίας.
Εν
κατακλείδι όπως επιδρούν στην ανθρώπινη συμπεριφορά οι κοινωνικές συνθήκες,
έτσι ακριβώς επιδρούν και στην άσκηση της ψυχοθεραπείας. Όταν
αλλάζει το πλαίσιο, αλλάζουν και η αξία και η σημασία των μοτίβων, αλλού η
θυσία σώζει κι αλλού καταστρέφει, αλλού η ενοχή κινητοποιεί κι αλλού
ακινητοποιεί, αλλού η αλληλεγγύη υποστηρίζει, αλλού ευνουχίζει, κ.ο.κ. Την
ψυχοθεραπεία επομένως την τοποθετούμε μέσα στο κοινωνικό της πλαίσιο και θα
έλεγα σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι στην αντίστοιχη επιστημολογία της, αν δηλαδή
είναι ψυχαναλυτική, συστημική ή άλλο.
Τα όρια της ψυχοθεραπείας ορίζονται από το κοινωνικό-πολιτισμικό πλαίσιο και η κατανόηση αυτού του πλαισίου, καθώς και η λειτουργική διασύνδεση του ατόμου μαζί του καθιστούν ιαματική την ψυχοθεραπευτική παρέμβαση.
Έχετε
δει ασπρόμαυρο ουράνιο τόξο; Με ρωτά ο Ντεμίρ …
Έτσι
περιέγραψε την εικόνα ένα βροχερό απόγευμα στην πρώτη δομή φιλοξενίας που
βρέθηκε στην Ελλάδα. Μια μέρα που άρχισε να συνειδητοποιεί το πέρασμα και την
μοναξιά του.
Οι
άνθρωποι που έρχονται στο κατώφλι της ψυχοθεραπείας είναι αρκετές φορές σε αυτή
ακριβώς τη θέση, νιώθουν μόνοι και σακατεμένοι. Άνθρωποι με ανεπάρκειες,
ακρωτηριασμένες ψυχές, διαλυμένες και πεθαμένες ζωές. Άνθρωποι που βιώνουν τον
πόνο δίχως να τον βιώνουν. Που βιώνουν τον θάνατο των συναισθημάτων ή την
διαλυτική τους ορμή. Άνθρωποι με πληγές, πληγές που τις καταφέραν άλλοι, πληγές
που κάνανε μόνοι τους. Άνθρωποι τρομαγμένοι και θυμωμένοι και άνθρωποι που
αναζητούν το θαύμα, τη μαγική λύση απ’ έξω.
Άνθρωποι
ψυχικά άδειοι, γεννήματα μιας κοινωνίας άδειας σε νοήματα και γεμάτης σε
εκμεταλλεύσεις.
Η
σκληρότητα των ανθρώπων αυτών καθρεφτίζει την σκληρότητα της πραγματικότητας
που ζούμε. Οι άνθρωποι κουβαλούν κυτταρικά την συντριβή της κοινωνίας μας,
είναι καρμποναρισμένοι πάνω της.
Εύθραυστος κόσμος, εύθραυστοι άνθρωποι…
Σε
όλο αυτό το -ακόμη εύρωστο αλλά και δυστοπικό- περιβάλλον οι άνθρωποι
χρειάζονται φροντίδα, ελπίδα και πόρους. Η ψυχοθεραπεία μπορεί να παίξει τον
ρόλο της αρκεί να μαθαίνει στον θεραπευτή και στον θεραπευόμενο την τέχνη του
εδώ και τώρα, την τέχνη του να βιώνουμε την ζωή μας εν τω γίγνεσθαι, ψυχωμένα… Να φτιάχνουμε την θεμελιακή εντιμότητα να είμαστε αυτό που ζούμε και να
ζούμε αυτό που είμαστε…
Γιατί ο άνθρωπος είναι ένα έργο σε εξέλιξη. Σε όποια συνθήκη κι αν
βρεθεί. Ακόμη και σήμερα σε μια πολεμική εποχή, με πολέμους
πραγματικούς και συμβολικούς, όπου ο άνθρωπος συνεχώς συρρικνώνεται,
πνευματικά, ηθικά και συναισθηματικά.
Και θα κλείσω όπως
ξεκίνησα, με βιολογία…
Όπως τονίζει ο Κώστας
Καμπουράκης, η ανθρώπινη ζωή δεν έχει κανέναν εγγενή σκοπό και η κατανόηση της
εξελικτικής θεωρίας μπορεί να μας ελευθερώσει απ’ τη μοιρολατρία και να μας
επιτρέψει να καταλάβουμε τον φυσικό κόσμο γύρω μας. Κατόπιν μπορούμε να δώσουμε
νόημα στη ζωή μας, μέσω της θρησκείας, της φιλοσοφίας, της τέχνης ή όπως αλλιώς
θέλουμε. Εδώ ακριβώς βλέπω και τον ρόλο της ψυχοθεραπείας…
Είμαι ευγνώμων που με είδατε και με ακούσατε και στην διάθεσή
σας για όποιο διάλογο επιτρέπει ο χρόνος που έχουμε στην διάθεσή μας…
Βιβλιογραφικές αναφορές
Γιαννούσης Γ., (2021). Βιωματικός οδηγός ψυχοθεραπείας, Η
εξελικτική συστημική προσέγγιση, εκδόσεις Αρμός.
Καμπουράκης Κ., (2021). Τι είναι, τελικά, τα γονίδια,
πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης.
[1]
Η ψυχοθεραπεία είναι μια πολιτική πράξη εάν δούμε την πολιτική ως την τέχνη που
παράγει ιδέες σχετικές με την ανθρώπινη ύπαρξη και τον κοινωνικό δεσμό και
προτείνει τρόπους εφαρμογής τους.
[2] Γιαννούσης Γ., (2021). Βιωματικός
οδηγός ψυχοθεραπείας, η εξελικτική συστημική προσέγγιση, εκδόσεις Αρμός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου