Κυριακή 17 Απριλίου 2016

Ο φόβος των πανελλήνιων εξετάσεων, ως φόβος για την ενηλικίωση


Λίγο πριν τις πανελλήνιες εξετάσεις και πάλι γίνεται κουβέντα για το λεγόμενο άγχος των εξετάσεων. Αρκετοί από τους περίπου 100000 μαθητές που θα συμμετάσχουν στις πανελλήνιες διακατέχονται από φόβους και αγωνίες που καμιά φορά υπερβαίνουν τους φυσιολογικούς.
Αν δούμε τα πράγματα με προσοχή διαπιστώνουμε τα αυτονόητα: οι μαθητές είναι εγκλωβισμένοι σε ένα απαιτητικό ημερήσιο πρόγραμμα συμμετοχής στο σχολείο και το  φροντιστήριο συν τις επιπλέον ώρες διαβάσματος στο σπίτι. Υπολογίζεται πως οι μαθητές σπαταλούν εβδομαδιαίως 30 ώρες στο σχολείο, 15 στο φροντιστήριο και 15 στο σπίτι, δηλαδή εργάζονται περισσότερο από έναν κανονικό εργαζόμενο (συνολικά 60 ώρες). Δεν απομένει δηλαδή σχεδόν καθόλου ελεύθερος χρόνος, σε μια ηλικία που οι έφηβοι έχουν αυξημένες ανάγκες –βιολογικές, συναισθηματικές, κοινωνικές.
Αποτέλεσμα αυτής της πίεσης είναι πολλοί μαθητές να έχουν καταρχήν κάποια σωματικά συμπτώματα όπως δύσπνοια ή ταχυκαρδία και να οδηγούνται σταδιακά σε ένα είδος συναισθηματικού μπλακ άουτ. Την πίεση αυξάνουν οι οικονομικές δυσκολίες, μια που οι μαθητές αισθάνονται περισσότερο υπόλογοι να «πετύχουν», προς τους γονείς τους. Την ίδια πίεση ασκούν πολλές φορές και οι συγγενείς ή ακόμη και οι τοπικές κοινωνίες. Είναι χαρακτηριστικά τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων με τις προσωπογραφίες των επιτυχόντων μαθητών.
Όλα τα παραπάνω συγκλίνουν στο ότι οι πανελλήνιες εξετάσεις έχουν λάβει ένα χαρακτήρα συμβολικής και κυριολεκτικής μετάβασης στην ενηλικίωση. Ιδωμένη ως διαβατήρια τελετή έχει έντονα συναισθηματικές φορτίσεις τόσο για τους γονείς όσο βεβαίως και για τους νέους:  συμπυκνώνουν τις προσδοκίες, τα όνειρα και τους στόχους των νέων και των οικογενειών τους για το μέλλον.
Ως εκ τούτου αποκτά περισσότερα σημασιολογικά χαρακτηριστικά από αυτά που εξυφαίνονται στην καθημερινότητα της οικογένειας και τουλάχιστον περισσότερα από αυτά που η οικογένεια καταφέρνει να επικοινωνήσει. Αποκτά χαρακτηριστικά, δηλαδή, νοηματοδότησης της ύπαρξης και συγκρότησης της ταυτότητας του παιδιού ως ενήλικα. Μοιάζει ως ο κόμβος που θα μεταμορφώσει το παιδί σε ενήλικα και θα του δώσει προοπτική στη ζωή. Αυτό είναι το νόημα των εξετάσεων, για αυτό το σκοπό όλη η οικογένεια επικεντρώνεται με θυσίες στην επίτευξή του και συμμετέχει στην αγωνία του εξεταζόμενου. Ένα νόημα που υφαίνεται στην ελληνική κοινωνία δεκαετίες τώρα και πάντα με τον ίδιο στείρο τρόπο και την ίδια μεθοδολογία.
Μάθε παιδί μου γράμματα, να προκόψεις να φύγεις από αυτή τη ζωή που εμείς κάνουμε, λέγανε κάποτε οι γονείς στα παιδιά. Έτσι το σχολείο αποκτούσε ένα υπερβατικό νόημα και δημιουργούσε φαντασιακές εικόνες στα παιδιά. Φαντασιακές εικόνες που στοχεύανε στην κοινωνική κινητικότητα και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου, καθώς και το πέρασμα στην εύκολη ζωή. Από την άλλη το εθνικό σχολείο των προηγούμενων δεκαετιών ως το 80’ προσέδιδε νόημα οριοθετώντας την συλλογική ύπαρξη των παιδιών μέσα από την ιδεολογία της κοινότητας, της θρησκείας και του έθνους. Στο σημερινό σχολείο της ετερότητας παραμένει αδιευκρίνιστο το συλλογικό διακύβευμα της παιδείας (τι παιδιά θέλουμε να βγάλουμε) ή κινείται ιδεολογικά στον άξονα της αγοράς. Επίσης, το νόημα έχει χαθεί κάπου μεταξύ του αναλυτικού προγράμματος και της αμορφωσιάς. Το αναλυτικό πρόγραμμα κατάφερε την τελευταία δεκαετία να ευνουχίσει εντελώς όποια απομεινάρια δημιουργικής σκέψης υπήρχαν στον εκπαιδευτικό άνθρωπο. Και φυσικά χάθηκε το νόημα στο τεράστιο ποσοστό ανεργίας των νέων (πτυχιούχων) που δεν αντιλαμβάνονται πλέον τις σπουδές ως διαβατήριο στην επαγγελματική κατοχύρωση.

Από την άλλη οι γονείς μην μπορώντας να εμπνευστούν νέα νοήματα για τη ζωή τους πολύ εύκολα σέρνονται από τις προσδοκίες που έχουν για τα παιδιά τους. Μοιάζει δηλαδή να μην αποδέχονται τα παιδιά τους ως αυθύπαρκτα όντα, αλλά ως παιδιά της επιθυμίας τους. Η αποδοχή όμως είναι ένας από τους τρεις βασικότερους πυλώνες της αγάπης. Όταν δεν μας αποδέχονται στην ολότητά μας, όταν εμείς δεν αποδεχόμαστε τον άλλο όπως είναι, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για αγάπη. Δυστυχώς, αν και θεωρείται δεδομένη η αγάπη των γονιών προς τα παιδιά, και το αντίστροφο δεν είναι πάντα αληθές. Αγαπάμε όπως έχουμε μάθει να αγαπιόμαστε. Κι αν αυτός ο τρόπος ήταν ελλειμματικός, ή στρεβλώθηκε, το ίδιο θα αναπαράγουμε.
Συνέπεια της μη αποδοχής είναι συνήθως η συμμόρφωση και ο αυτοευνουχισμός-δηλαδή το «κόψιμο» μέσω του μηχανισμού της μόνωσης, των στοιχείων που δεν γίνονται αποδεκτά, με αποτέλεσμα την εγκατάσταση της δυσφορίας, και της στενο-χώριας. Η δυσφορία εκφράζεται ήδη από την παιδική ηλικία με διάφορους τρόπους-πχ. Πρόκληση, γκρίνια, κακοτροπία και κορυφώνεται στην εφηβεία με μεγαλύτερη ένταση. Το αίσθημα του πνιξίματος και της πίεσης μπορούν επίσης να οδηγήσουν και στην ανάπτυξη ψυχοσωματικών εκδηλώσεων, αφού το παιδί δεν έχει τα λεκτικά εργαλεία ακόμη για να μπορέσει να επεξεργαστεί επαρκώς αυτά τα συναισθήματα, τα οποία ήρθαν από την οικογένεια για να εγκατασταθούν για πάντα, αν δεν καταφέρει να τα συνειδητοποιήσει και να τα επεξεργαστεί ως ενήλικας.
Φαίνεται, όμως, πως οι νέες συνθήκες που διαμορφώνονται εξαιτίας της οικονομικής κρίσης επιτρέπουν την ανάδειξη περισσότερο επιθετικών προς τα έξω συμπτωμάτων. Οι «πνιγμένοι» νέοι δεν αντιδρούν μόνο αυτοκαταστροφικά (π.χ. οι αυτοκτονίες και οι εξαφανίσεις νέων πριν τις εξετάσεις, αλλά και η απότομη πτώση της σχολικής απόδοσης, ήταν συχνά φαινόμενα), αλλά περνούν σε νέες μορφές ασυνείδητης αντίδρασης από τα μέσα προς τα έξω. Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να αναζητήσουμε την τάση ορισμένων νέων να ταυτίζονται με τα πρότυπα συμπεριφοράς (και όχι με την ιδεολογία) της ακροδεξιάς, που προτάσσει ένα επιθετικό πρόσωπο έναντι του διεφθαρμένου κοινωνικού και πολιτικού σκηνικού, όσο και φαινόμενα ακραίων αντιδράσεων βίας (οργανωμένης και μη): συμμορίες νέων, ενδοσχολική βία, κλπ. Έτσι θα λέγαμε πως τούτη την περίοδο η κοινωνία είναι αντιμέτωπη με δύο ακραία συμπτώματα δυσφορίας των νέων –από την μια τα αυτοκαταστροφικά συμπτώματα (καταθλίψεις, εξαρτήσεις, κ.α) και από την άλλη τα εξωστρεφή συμπτώματα (βία, επιθετικότητα, κ.α.). Μοιάζουν, επομένως, τα συμπτώματα να ακροβατούν όπως ακροβατούν και τα όνειρα και οι προσδοκίες των νέων που δεν μπορούν να βρουν δημιουργικούς δρόμους. Όπως μοιάζει να ακροβατούν και τα νοήματα που παράγει τόσο η οικογένεια όσο και το σχολείο.
Στην οικογένεια η επιθυμία του γονιού και οι προσδοκίες γίνονται αντιληπτές από τα παιδιά ακόμη και χωρίς να ειπωθούν. Ήδη από την βρεφική ηλικία τα βρέφη αντιλαμβάνονται τις διαθέσεις των γονιών, ιδιαίτερα της μητέρας, και ως την εφηβεία, τα παιδιά προσπαθούν να ικανοποιούν αυτές τις επιθυμίες. Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει τους γονείς να λένε «γράψαμε», «διαβάσαμε», «πάμε στην Γ’ Λυκείου» και ούτω καθεξής. Πόσες φορές ως τα τώρα τα παιδιά δεν επιλέγανε ένα επάγγελμα που επιθυμούσαν οι γονείς ή υπήρχε η προσδοκία της επαγγελματικής συνέχειας (π.χ. στους γιατρούς και στους δικηγόρους).
Η αντίληψη της διαφορετικότητας του παιδιού, ως αυτόνομου ατόμου με τα δικά του χαρακτηριστικά, που θα επιλέξει την προσωπική του πορεία,  είναι δύσκολη και προαπαιτεί την ψυχική ωριμότητα του γονιού.
Η μη αποδοχή της αυτονόμησης κλιμακώνεται από την ολοκληρωτική απόρριψη, μέσω της γονεϊκής εγκατάλειψης, ως την άρνηση και μη αποδοχή μέρους του παιδιού. Τέτοια είναι η μη αποδοχή επιλογών του παιδιού τους, όπως ,του συντρόφου, του επαγγέλματος, του τρόπου ζωής, του θρησκεύματος και των πολιτικών πεποιθήσεων, αλλά και στοιχείων της προσωπικότητας. Οι γονείς αυτοί συνήθως παρεμβαίνουν κριτικά απέναντι στους φίλους που επιλέγει το παιδί, την επαγγελματική του επιλογή. Συνήθως, του επιβάλλουν, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, να ακολουθήσει δρόμους που δεν ακολούθησαν εκείνοι, ή η ζωή δεν τους το επέτρεψε. Βλέπουν το παιδί σαν προέκταση του εαυτού τους και ζουν μέσα από τη ζωή του. Δεν διακρίνουν την επιθυμία του, ή την αρνούνται.
Σε αντίθεση με τα παραπάνω, κατά τη διάρκεια της σχολικής ζωής το παιδί χρειάζεται ένα ήρεμο και οριοθετημένο περιβάλλον προκειμένου να αναπτύξει την εργατικότητα που χρειάζεται για το σχολείο, τη συγκέντρωση, τη συνεργασία με τα άλλα παιδιά και την κοινωνικότητά του.
Στην εφηβεία, ιδιαίτερα, αυτό που χρειάζεται περισσότερο ο/η έφηβος είναι η κατανόηση. Κατανόηση για όλη την έκρηξη που προκαλεί η ορμονική ανάπτυξη στο παιδί και οι αυξημένες απαιτήσεις του σχολείου, της κοινωνικότητας και της έναρξης της σεξουαλικότητας του. Εκεί ο γονιός πρέπει να αποδεχτεί την αποκαθήλωσή του από το θρόνο που ήταν τοποθετημένος από το παιδί του όσο αυτό ήταν μικρό, την αμφισβήτηση του και την σταδιακή απομάκρυνση του παιδιού από την οικογένεια για να βρει σύντροφο και φίλους.
Όσοι γονείς διαβάσουν αυτό το κείμενο, ας αναλογιστούν αν είναι σίγουροι ότι οι ίδιοι κατέχουν την αλήθεια για το μέλλον του παιδιού τους. Ας αναλογιστούν άλλους γονείς που ως σήμερα πίεζαν τα παιδιά και έψαχναν πολιτικούς για να κερδίσουν μία θέση στο δημόσιο...Μία θέση που τότε (όχι και τόσο παλιά) σχετιζόταν με την ασφάλεια. Σήμερα όμως δεν ισχύει το ίδιο. Πολλές θέσεις στο δημόσιο καταργούνται και πολλοί από όσους θεωρούσαμε ως σήμερα μόνιμους αποδεικνύεται ότι δεν ήταν. Και αυτή η πραγματικότητα άλλαξε μέσα σε διάστημα λίγων ετών. Τελικά, η μόνη ασφάλεια είναι η εσωτερική, το αίσθημα ότι κάποιος θα τα καταφέρει κι όχι κάποια η οποία έρχεται απ’ έξω-εφόσον αναφερόμαστε σε ενήλικες.

Το καλύτερο που έχουν να κάνουν οι γονείς είναι να ενθαρρύνουν το παιδί τους να πιστεύει στον εαυτό του. Να καταφέρει να βρει την αυτονομία του (βρίσκοντας πρώτα τη δική του επιθυμία). Να του δώσουν ερεθίσματα και να το βοηθήσουν να ακολουθήσει τα επαγγελματικά όνειρά του ακόμη κι αν τους φαίνονται παράξενα, μακριά από τη δική τους λογική.
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου