Το ποσοστό των διαζυγίων στην Ελλάδα
κυμαίνεται τα τελευταία χρόνια μεταξύ 30% και 35%, σαφώς αυξημένο σχετικά με
παλιότερες μετρήσεις. Αφορά κυρίως ζευγάρια που έχουν ζήσει μαζί τουλάχιστον 10
χρόνια, έχουν παιδιά και οι έξι στους δέκα χωρίζουν συναινετικά.
Η περίοδος του διαζυγίου αποτελεί μια
σημαντική, επώδυνη και κομβική στιγμή στη ζωή της οικογένειας και σηματοδοτεί
μια απώλεια. Ως απώλεια, έστω κι αναγκαία, βιώνεται
τις περισσότερες φορές ως ένα στρεσσογόνο γεγονός. Η κρισιμότητα της φάσης έχει
οδηγήσει τα τελευταία χρόνια πολλά ζευγάρια σε αναζήτηση βοήθειας. Η εμπειρία
μου με αυτά τα ζευγάρια λέει πως σημείο αιχμής και βασική αιτία του διαζυγίου είναι
η ανωριμότητα των συζύγων, η αδυναμία τους να δεσμευτούν σε στέρεες σχέσεις και
η διαρκής αναζήτηση του εφήμερου και του εύκολου. Είναι οι σχέσεις των χαμένων
προσδοκιών και των ανεπίλυτων συγκρούσεων. Των μπερδεμένων ρόλων και των
ανείπωτων συναισθημάτων.
Μέσα σε μια τέτοια σχέση ακόμη και η
απόφαση να χωρίσουν είναι το ίδιο βασανιστική και μπορεί να αναβάλλεται για
χρόνια. Φοβούνται να φύγουν, αλλά και δεν θέλουν να μείνουν στην σχέση, νιώθουν
ασφυκτικά, αλλά και ενοχικά, είναι σίγουροι, αλλά σκέφτονται πως μπορεί να
κάνουν και λάθος. Κάποτε με ρώτησε μια θεραπευόμενη πότε σταματούν δύο άνθρωποι
να θέλουν να είναι μαζί. Ήταν σε μια φάση που όλες οι παραπάνω αντιφάσεις
στροβιλιζόταν στο κεφάλι της, κι ενώ είχε αποφασίσει μέσα της να χωρίσει, κάτι
την σταμάταγε. “Όταν σταματάνε να ονειρεύονται μαζί”, της απάντησα.
Συνήθως οι άνθρωποι χωρίζουν επειδή
θεωρούν ο ένας δεδομένο τον άλλο και δεν έχουν καταφέρει μέσα στην σχέση να
ανατροφοδοτήσουν τα προσωπικά τους νοήματα. Είναι οι συμβατικές και εξαρτημένες
σχέσεις που στηρίζουν όλοι τους την ύπαρξη, στην ύπαρξη του άλλου. Είναι τα
ζευγάρια που φοβούνται τις αλλαγές ή τις επικεντρώνουν στο πρόσωπο του άλλου.
Έχουν δηλαδή πάντα μια κρυφή ή φανερή προσδοκία να αλλάξει ο άλλος/η στην
κατεύθυνση του ιδεατού συντρόφου. Δεν είσαι όπως παλιά, διαμαρτυρόταν ο Σταύρος
στην γυναίκα του. Θέλω την Δήμητρα που γνώρισα. Έτσι, κάθε απόπειρα της
Δήμητρας να αλλάξει λειτουργούσε απειλητικά για τον Σταύρο. Εκείνη όμως πνιγόταν,
ήθελε να αναπνεύσει καθαρό αέρα. Είχε συνειδητοποιήσει πολλά τον τελευταίο
καιρό μέσα από τις συνεδρίες. Είδε τον εαυτό της στον καθρέπτη κι ένιωσε μια
επιθυμία να πετάξει από πάνω της τον φόβο και να ορίσει τα προσωπικά της όρια
και τις προσωπικές της συντεταγμένες. Δεν άντεχε άλλο ο Σταύρος να της ορίζει
την ζωή, να ζηλεύει, να της κλέβει όλο το οξυγόνο. Δεν άντεχε να ζει για τους
άλλους και μέσα από τους άλλους. Ήθελε να γίνει πρωταγωνίστρια στη ζωή της.
Λογικό είναι λοιπόν σε αυτή την φάση να κατηγορεί
ο ένας τον άλλο για την κακή κατάσταση της σχέσης. Ο θυμός περισεύει και δύσκολα
αναρωτιέται κανείς ποια είναι η δική του συμμετοχή στον καβγά και τι θα
μπορούσε να αλλάξει για να βγει από το αδιέξοδο. Ο άντρας κατηγορεί την γυναίκα
πως δεν τον φροντίζει και η γυναίκα τον άντρα πως δεν την καταλαβαίνει.
Διασταυρώνουν συνεχόμενα πυρά ανεκπλήρωτων επιθυμιών, προσδοκώντας έστω και την
ύστατη στιγμή να άλλαξει ο άλλος και να ανταποκριθεί στις ανάγκες του. Δεν
ακούει όμως ο ένας τον άλλο, παρά εκγκλωβισμένοι ο καθένας στα δικά του
μάχονται για το δίκιο τους, όπως το εγκλωβισμένο ψάρι στα δίχτυα. Είναι ακριβώς
η φάση που το ζευγάρι χρειάζεται μια απόσταση (γιαυτό μπαίνει επιτακτικά και το
ζήτημα του διαζυγίου). Που ο καθένας πρέπει να δει τον εαυτό του έξω από την
σχέση. Να ορίσει αυτόνομα τις ανάγκες και τα προβλήματα του και να αναζητήσει
λύσεις. Τα προβλήματα στη σχέση στην ουσία σε καλούν σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας
και προσωπικής υπέρβασης. Εδώ ακριβώς περιπλέκονται να πράγματα. Είναι δύσκολες
οι προσωπικές αλλαγές και πολύ εύκολο να φταίνε οι άλλοι.
Με διαφορετικό τρόπο αντιδρούν μπροστά στο
ενδεχόμενο του διαζυγίου οι άντρες από τις γυναίκες. Οι άντρες παραλύουν. Συμπεριφέρονται
ανώριμα ή προσπαθούν επιφανειακά να δείξουν πως είναι πρόθυμοι να αλλάξουν. Ο
άντρας φοβάται περισσότερο το διαζύγιο ως ένα κοινωνικό πλήγμα στην αξιοσύνη
του, το θεωρεί δηλαδή ως προσωπική αποτυχία και πλήττεται το κοινωνικό του
κύρος. Αισθάνεται ταυτόχρονα πολύ ευάλλωτος συναισθηματικά και δεν θέλει να
χάσει την συν-τροφό του, ειδικά όταν αυτή έχει πάρει τον ρόλο της μαμάς του. Ο
άντρας μέσα του πονά, φοβάται, είναι μπερδεμένος, θυμωμένος και σε αδιέξοδο.
Δεν είναι αυτός που συνήθως θέλει να φύγει από τον γάμο, αλλά δεν ξέρει και τι
να κάνει για να τον κρατήσει. Θυμάμαι τον Αντρέα, που ενώ η γυναίκα του τον
είχε απατήσει, ψάχνοντας έναν έμμεσο τρόπο να χωρίσει από αυτόν, ήρθε στο
γραφείο μου με το αίτημα να τον βοηθήσω να κατανοήσει πως φτάσανε σε αυτό το
σημείο με την γυναίκα του, να δει τι λάθη έκανε για να “σώσει τον γάμο του”.
Τελικά τα κατάφερε.
Από την άλλη οι γυναίκες κοινωνικά θεωρούν
το διαζύγιο σαν μια κατάκτηση στην πορεία της γυναικείας χειραφέτησης. Το
διαζύγιο τους δίνει την δυνατότητα να φύγουν από μια τελειωμένη και νεκρή
σχέση. Νιώθουν πως τους απελευθερώνει. Αλλά δεν είναι και σίγουρες. Επειδή παραδοσιακά
είναι εκείνες που στηρίζουν τον γάμο ακόμη κι αν θέλουν να χωρίσουν κουβαλούν
μέσα τους την ενοχή.
Η εμπειρία έχει δείξει πως οι γυναίκες
στέκονται πιο ώριμα και αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη συνέπεια και υπευθυνότητα
το ζήτημα του διαζυγίου, αλλά κι εκείνες νιώθουν ανασφάλεια, άγχος, θυμό και
φόβο. Η Ελένη αποφάσισε να χωρίσει από τον άντρα της όταν ο γιός της ήταν 5
ετών. Παρότι φοβόταν για τις αντιδράσεις του άντρα της και τις συνέπειες που θα
είχε στο γιό της, πήρε την μεγάλη απόφαση. Οι ανησυχίες της δυστυχώς
επαληθεύτηκαν: ο άντρας της αρχικά δεν ήθελε να φύγει από το σπίτι, μιλούσε
αρνητικά στο παιδί για την μαμά του και όταν τελικά έφυγε η συμπεριφορά του
έγινε ακόμη χειρότερη. Η Ελένη έπρεπε να ακροβατεί μεταξύ της υπεράσπισης των
συναισθημάτων της και της προσπάθειας να διατηρεί ένα καλό κλίμα. Να μην
κατηγορεί τον πρώην άντρα της στο γιό της, να ανέχεται τις δικές του κατηγορίες
και συκοφαντίες και παράλληλα να ανησυχεί για τα πρακτικά και οικονομικά
ζητήματα της μονογονεϊκής της οικογένειας. Σημαντικό παράγοντα για να τα
καταφέρει, πέραν της ψυχοθεραπείας, αποτέλεσε και η πατρική της οικογένεια, από
την οποία είχε την αποδοχή και υποστήριξη που είχε ανάγκη για να σταθεί δυνατή.
Η απόφαση να χωρίσει το ζευγάρι δημιουργεί
πολύ άγχος και φέρνει τους ανθρώπους μπροστά σε δύσκολες αποφάσεις για
προσωπικές αλλαγές και επανακαθορισμό των στόχων. Πολλές φορές το διαζύγιο
είναι πιο δύσκολο στην διαχείρισή του από την ίδια την σχέση επειδή αναδεικνύει
τα πολλά και σοβαρά προβλήματά της. Είναι όμως και μια ευκαιρία οι σύζυγοι να
πάρουν μια απόσταση από την σχέση και να επιχειρήσουν να κατανοήσουν τον εαυτό
τους. Να αξιοποιήσουν τον χωρισμό προς όφελος της προσωπικής τους ωρίμανσης.
Σε επόμενο άρθρο μου θα μιλήσω για το πως
βλέπουν τα παιδιά το διαζύγιο και πως πρέπει να το διαχειριστούν οι γονείς με
το μικρότερο δυνατό κόστος.
Γιώργος Γιαννούσης
Ψυχοθεραπευτής, οικογενειακός θεραπευτής
Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου