Σάββατο 14 Απριλίου 2018

Εφηβική παραβατικότητα


Η παραβατικότητα των νέων ίσως να μην είναι ένα φαινόμενο καθημερινό, όταν ωστόσο συμβαίνει, συνήθως παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις ένας μικρός αριθμός εφήβων εμπλέκεται σε κλοπές, απειλές, ξυλοδαρμούς. Οι ίδιοι εντάσσονται σε ομάδες με αποκλίνουσα συμπεριφορά που σε αρκετές περιπτώσεις οδηγεί ακόμη και σε αξιόποινες πράξεις. Εκφοβισμοί συνομηλίκων, μικροκλοπές τηλεφώνων, χρημάτων, απρόσκοπτες επιθέσεις ρατσιστικού, φυλετικού ή άλλου χαρακτήρα συνθέτουν ένα καμβά ανάρμοστης συμπεριφοράς, βίας και ανομίας. Αυτό που χαρακτηρίζει αυτές τις ομάδες είναι μια ιδιάζουσα υποκουλτούρα, η οποία μεταφράζεται σε προβληματικές σχέσεις του έφηβου με το σχολείο και την οικογένειά του, την οριακή διακινδύνευση και τη χαμηλή κοινωνικότητα. Σε ψυχολογικό επίπεδο, οι συμπεριφορές αυτών των εφήβων εντάσσονται σε μια κατηγορία διαταραχών της διαγωγής με κύρια γνωρίσματα την επιθετική και δυσλειτουργική συμπεριφορά, η οποία όμως υπερβαίνει τη συνήθη επιθετικότητα ενός εφήβου. Ειδικότερα, διαφέρουν από τα δύσκολα ή τα άτακτα παιδιά ως προς την έκταση αλλά και την ένταση των αντιδραστικών συμπεριφορών. Κυρίως δε, διαφέρουν στο επίπεδο και την ένταση του θυμού, ο οποίος άλλωστε είναι αυτός που κρύβεται πίσω από τη συμπεριφορά τους. Ασφαλώς, τα παιδιά αυτά δε θα μπορούσαν παρά να είναι θυμωμένα, βιώνοντας στην οικογένειά τους από μικρή ηλικία μια μόνιμη απειλή της ταυτότητάς τους, καθώς και συναισθήματα απόρριψης, υποτίμησης και απογοήτευσης, τα οποία στη συνέχεια, εξαιτίας των πράξεων τους, τα βιώνουν και στον κοινωνικό τους περίγυρο. Περαιτέρω, γίνεται φανερό ότι οι πράξεις βίας αποκτούν μια αξία συμβολική και εμπεριέχουν νοήματα αυτοπροσδιορισμού. Με δύο λόγια δηλαδή, οι πράξεις βίας είναι συγχρόνως και πράξεις συμβολικές που σημασιοδοτούν και νοηματοδοτούν την ύπαρξη και δημιουργούν εικόνες του εαυτού, μέσω των οποίων ο νέος κατανοεί τη θέση του μέσα στον κόσμο και ορίζει τις σχέσεις του με άλλα άτομα, ομάδες και θεσμούς.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ανάρμοστη συμπεριφορά δεν εκλαμβάνεται, ως προσβολή ενός ηθικού κανόνα, αλλά ως απόκλιση από ένα κοινό πρότυπο κοινωνικής και προσωπικής ανάπτυξης. Συνεπώς, η βία των νέων δεν εκφράζει μόνο μια αντίθεση προς την κοινωνία και τους θεσμούς, αλλά εξηγείται και με όρους κοινωνικής δυσλειτουργίας και ψυχικής ανωριμότητας. Ταυτόχρονα, ερμηνεύεται ως σύμπτωμα ενός βαθύτερου προβλήματος, το οποίο αφορά τη διαταραγμένη σχέση του έφηβου με την οικογένεια  και την κοινωνία.
Ως εκ τούτου, οι έφηβοι με βίαιη συμπεριφορά απασχολούν όλο και συχνότερα το σχολείο, την οικογένεια, αλλά και τις αστυνομικές και δικαστικές υπηρεσίες. Κυρίως, βέβαια, τα παραπάνω αντιμετωπίζονται σαν ένα φαινόμενο «ενοχλητικό». Η έμφαση δίνεται, συνήθως, στην επίπτωση της συμπεριφοράς των παιδιών αυτών στους άλλους, παραβλέποντας αυτά που νιώθει το ίδιο το παιδί-θύτης. Η αντίληψη αυτή δυστυχώς ισχυροποιεί την βίαιη αντίδραση, της δίνει υπόσταση και επειδή την κατατάσσει στις επικίνδυνες συμπεριφορές της δίνει και ισχύ. Αντιθέτως, οι βίαιοι έφηβοι διακατέχονται κυρίως από ένα αίσθημα ψυχικής οδύνης απέναντι στο οποίο «θωρακίζονται» με τη βίαιη συμπεριφορά τους, αναπτύσσοντας μια αμυντική λειτουργία κρατώντας ερμητικά κλεισμένη μέσα τους την οδύνη.
Οι νέοι αυτοί, λοιπόν, καλά κάνουν και δεν καταπίνουν τον θυμό τους, γιατί αυτός κρύβει μια διαμαρτυρία και εκφράζει μια δυσλειτουργική κατάσταση (οικογενειακή ή/και κοινωνική). Το προβληματικό είναι, πως αντί να αποκτήσουν δεξιότητες κοινωνικές και συναισθηματικές για να τον καταπραΰνουν, τον αναμοχλεύουν με αυτοκαταστροφικές και καταστροφικές συνέπειες.
Πέρα από τον έντονο θυμό, οι βίαιοι έφηβοι χαρακτηρίζονται κι από μια δυσκολία ελέγχου της παρόρμησης, δεν μπορούν, δηλαδή, να αντιληφθούν την έννοια των ορίων. Επιπλέον, απουσιάζει από αυτούς η ενσυναίσθηση, η ικανότητα να αντιλαμβάνονται τα συναισθήματα που δημιουργούν οι βίαιες πράξεις τους στους άλλους. Αυτοί, επομένως, που τρομοκρατούν και αναστατώνουν την κοινωνία μας ανήκουν σε μια κατηγορία ευάλωτων  και διαταραγμένων παιδιών που χρειάζονται επανακοινωνικοποίηση.
Τι συμβαίνει όμως και μια τόσο μικρή ομάδα εφήβων καταφέρνει να εξουσιάζει το δημόσιο χώρο και κάνει όλους τους υπόλοιπους να σιωπούν, να φοβούνται ή να υιοθετούν επίσης επιθετικές συμπεριφορές για να αμυνθούν; Πως μια μικρή μερίδα εφήβων που όπως εξήγησα παραπάνω είναι ευάλωτοι και όχι δυνατοί καταφέρνουν να συσπειρωθούν και όλοι οι υπόλοιποι συρρικνώνονται σε ατομικές προσπάθειες προστασίας; Είναι αυτοί δυνατοί ή οι κοινωνίες μας αποδυναμωμένες και κατακερματισμένες;
Κατά την άποψή μου, τα φαινόμενα αυτά είναι μια διαρκής υπενθύμιση πως οι κοινωνίες μας έχουν ανάγκη από επαγρύπνηση και ενεργή συμμετοχή. Το ζητούμενο είναι οι τοπικές κοινωνίες να δρουν και να αντιδρούν συλλογικά και με αυξημένη αίσθηση της συνευθύνης. Δε χρειάζεται, με λίγα λόγια, να δρούμε μόνο όταν μας αφορά κάτι προσωπικά, αλλά προτάσσοντας το κοινωνικό συμφέρον, ως μέσο προστασίας και του ατομικού συμφέροντος.
Η μόνη αποτελεσματική επιλογή σε αυτή την διαδικασία δεν είναι, επομένως, η ενεργοποίηση των κατασταλτικών μηχανισμών, η αντεκδίκηση και οι επιθέσεις ως τακτική άμυνας, αλλά η διαρκής επιμονή μας στην διατήρηση των δικών μας αξιών. Δεν απαντάμε στη βία με βία, γιατί ο θυμός θεριεύει με το θυμό. Επίσης, τα φαινόμενα αυτά δεν χρειάζεται να τα αντιμετωπίζουμε εν θερμώ, αλλά με σύνεση και αναστοχασμό, ως ένα εφαλτήριο που θα το αξιοποιήσουμε για να ενδυναμώσουμε τα θετικά αντανακλαστικά της κοινωνίας. Η θετική μας αντίδραση στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα στα βίαια παιδιά, ενώ παράλληλα τους καθρεφτίζει τις ελλείψεις τους. Στόχος δεν είναι να πολεμήσουμε τη βία αλλά να την αχρηστεύσουμε, να την αποδυναμώσουμε ενισχύοντας τους κοινωνικούς δεσμούς στη γειτονιά, στο σχολείο, στην συνοικία, στο δήμο. Να αναπτύξουμε νέα δίκτυα συλλογικότητας αφενός ως ασπίδα προστασίας και αφετέρου ως κοιτίδες δημιουργικότητας.  Γιατί όταν το καλό συσπειρωθεί πάντα κερδίζει!!!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου